ΑΡΜΟΔΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
Σύνηθες ερώτημα είναι ποιο είναι το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων σχετικά με διαφορές που αφορούν τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους, εφόσον οι γονείς κατοικούν σε ίδια ή διαφορετική χώρα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Για τις διαφορές γονικής μέριμνας (και το διαζύγιο) ισχύει από 01.03.2005 ο Κανονισμός 2201/2003 «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας», ο οποίος αντικατέστησε τον Κανονισμό 1347/2000. Οι κανόνες αρμοδιότητας, που θεσπίζονται, με βάση τον προαναφερθέντα Κανονισμό, περί γονικής μέριμνας, επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού και με κυρίαρχο κριτήριο αυτό της εγγύτητας. Αυτό σημαίνει, ότι κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, αφού ως εγγύτερα προς τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης του είναι και τα καταλληλότερα, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής της διαμονής του ή κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας (βλ. παρ. 12 προοιμίου του Καν. 2201/2003). Συναφώς, κατά το άρθρο 8 του άνω Κανονισμού (υπό τον τίτλο «γενική δικαιοδοσία»), τα Δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού, το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής. Μετά την άσκηση «προσφυγής» (αγωγής ή αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων) σε αρμόδιο Δικαστήριο, αυτό διατηρεί καταρχήν τη διεθνή του δικαιοδοσία ακόμα και αν το παιδί κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας αποκτήσει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος (αρχή της “perpetuatio fori”). Ως εκ τούτου η μεταβολή της συνήθους διαμονής του παιδιού ενώ εκκρεμεί η διαδικασία, δεν συνεπάγεται μεταβολή όσον αφορά τη Διεθνή Δικαιοδοσία. Εάν το παιδί δεν έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή εντός αυτής της περιόδου, τα Δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης διατηρούν, καταρχήν, τη δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού. Περαιτέρω, η έννοια της «συνήθους διαμονής», σύμφωνα με τους στόχους και τους σκοπούς του κανονισμού, δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε έννοια συνήθους διαμονής σύμφωνα με το Εθνικό Δίκαιο, αλλά σε μια «αυτόνομη» έννοια του Κοινοτικού Δικαίου. Στοιχεία προσδιοριστικά της ύπαρξης «συνήθους διαμονής» στο έδαφος ενός κράτους είναι ασφαλώς η σταθερή φυσική παρουσία του παιδιού σε ορισμένο κράτος μέλος, ώστε σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες να μπορεί να συναχθεί ότι η παρουσία του εκεί δεν είναι προσωρινή ή ευκαιριακή, αλλά απόρροια της ενσωμάτωσης του σε αντίστοιχο και κατά το δυνατόν κατάλληλο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Τέτοιοι κρίσιμοι παράγοντες είναι κυρίως, κατά την ενδεικτική αναφορά του ΔΕΚ (ΔΕΚ 02-04-2009, Korkein Hallinto Oikeys, C-523/2007, σκέψεις 37-41, ΔΕΚ 22-12-2010 8. Mecredi C-497/2010, σκέψεις 47- 56), η διάρκεια, η κανονικότητα, οι συνθήκες και οι λόγοι διαμονής του παιδιού στο έδαφος του κράτους μέλους ή αναλόγως οι αιτίες της μετοίκησης της οικογένειας του παιδιού στο κράτος αυτό και επίσης η ιθαγένεια, οι γλωσσικές γνώσεις, ο τόπος και οι συνθήκες φοίτησης του παιδιού, καθώς και το σύνολο των οικογενειακών και κοινωνικών του σχέσεων στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Ειδικότερα το οικογενειακό περιβάλλον προσδιορίζεται κυρίως από τα πρόσωπα αναφοράς, με τα οποία το παιδί ζει στον τόπο διαμονής ή έχει κανονικές σχέσεις (π.χ. γονείς, αδέλφια, παππούδες-γιαγιάδες κλπ.), ενώ για την κοινωνική ενσωμάτωση σημασία έχουν, για παράδειγμα, περιστάσεις όπως η φοίτηση, οι φίλοι, οι δραστηριότητες κατά τον ελεύθερο χρόνο και, κυρίως, η κατοχή της γλώσσας (βλ. προτάσεις της γενικής Εισαγγελέα Juliane Kokott στην υπόθεση C-523/2007). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ανωτέρω κανονισμού, όταν ένα παιδί μετοικεί νομίμως από ένα κράτος μέλος σε άλλο, και αποκτά σε αυτό νέα συνήθη διαμονή, τα Δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού διατηρούν την αρμοδιότητα τους, κατά παρέκκλιση του άρθρου 8, για περίοδο τριών μηνών μετά τη μετοικεσία, προκειμένου να τροποποιήσουν απόφαση, η οποία αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας, εκδοθείσα σε αυτό το κράτος μέλος πριν τη μετοικεσία του παιδιού, εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος επικοινωνίας, δυνάμει της απόφασης που αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας, εξακολουθεί να διαμένει συνήθως στο κράτος μέλος της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού. Το άρθρο αυτό ενθαρρύνει τους δικαιούχους γονικής μέριμνας να συμφωνούν σχετικά με τις απαραίτητες προσαρμογές των δικαιωμάτων επικοινωνίας πριν τη μετοικεσία και, εάν αυτό αποδειχθεί αδύνατο, να προσφεύγουν στο αρμόδιο Δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς. Δεν εμποδίζει ουδόλως το πρόσωπο, που ασκεί την επιμέλεια του ανήλικου, να μετακινείται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κατ` ενάσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, το οποίο κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 παρ. 2 στ. α` και 21 παρ. 1 ΣΛΕΕ, ούτε να καθορίζει τον τόπο κατοικίας του τέκνου (ΔΕΕ C-400/2010 στον ιστότοπο curia.europa.eu, ΜΠρΚαβάλας 24/2009), αλλά παρέχει εγγύηση ότι το πρόσωπο που δεν μπορεί πλέον να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας όπως πριν, δεν οφείλει να προσφύγει στα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους, αλλά μπορεί να ζητήσει την κατάλληλη προσαρμογή του δικαιώματος επικοινωνίας ενώπιον του δικαστηρίου που του χορήγησε το δικαίωμα αυτό εντός προθεσμίας τριών μηνών μετά τη μετοικεσία. Τα Δικαστήρια του νέου κράτους μέλους δεν έχουν αρμοδιότητα όσον αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Όλα τούτα υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή Νόμο ισχύοντα στο κράτος μέλος προέλευσης (συμπεριλαμβανομένων των κανόνων Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου), ο δικαιούχος γονικής μέριμνας έχει τη δυνατότητα να μετοικήσει με το παιδί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου δικαιούχου γονικής μέριμνας (άρθρο 2 παρ. 11 Καν. 2201/2003). Εάν η μετοικεσία είναι παράνομη, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 9 αλλά το άρθρο 10 του ίδιου Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης του παιδιού, τα Δικαστήρια του κράτους μέλους, στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του, διατηρούν την αρμοδιότητα τους έως ότου το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη κατοικία σε άλλο κράτος μέλος, και: Α) κάθε πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας έχει συγκατατεθεί στη μετακίνηση ή κατακράτηση, ή Β) το παιδί έχει διαμείνει σε αυτό το άλλο κράτος μέλος για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, αφότου το πρόσωπο, το ίδρυμα ή οιαδήποτε άλλη οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο, στον οποίο ευρίσκεται το παιδί και το παιδί έχει ενταχθεί στο νέο περιβάλλον του, συντρέχει δε μια από τις παρακάτω προϋποθέσεις: α) εντός ενός έτους αφότου ο δικαιούχος της επιμέλειας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον τόπο, στον οποίο βρίσκεται το παιδί, δεν έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής ενώπιον των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους, στο οποίο έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται το παιδί, β) έχει ανακληθεί αίτηση επιστροφής την οποία υπέβαλε ο δικαιούχος της επιμέλειας, και δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο σημείο α, γ) έχει περατωθεί υπόθεση ενώπιον Δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση κατ` εφαρμογή του άρθρου 11 παρ. 7, δ) τα Δικαστήρια του κράτους μέλους, στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του έχουν εκδώσει απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού». Κατά το άρθρο 2 στοιχ. 10 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003, που κατά το προοίμιο αυτού, έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως παράνομη θεωρείται η μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού, εφόσον: α) έγινε κατά παράβαση του δικαιώματος επιμέλειας, το οποίο κατά το στοιχείο 9 του ιδίου άρθρου περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν στην μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και, ιδίως, το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του και είναι αναγνωρισμένο είτε απευθείας από τον Νόμο είτε από δικαστική απόφαση ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το Δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν τη μετακίνηση ή κατακράτηση του και β) το δικαίωμα αυτό ασκεί πραγματικά αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο, εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Η επιμέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού όταν ο ένας από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας δεν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση ή απευθείας από το Νόμο, να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση άλλου δικαιούχου της γονικής μέριμνας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 62 του Κανονισμού, η Σύμβαση της Χάγης του 1980 συνεχίζει να ισχύει και να παράγει αποτελέσματα μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, εφόσον δεν πρόκειται για ζητήματα που ρυθμίζονται από αυτόν. Ειδικότερα, με την από 25-10-1980 Διεθνή Σύμβαση της Χάγης για αστικά θέματα διεθνούς απαγωγής παιδιών, που κυρώθηκε με το Ν. 2102/2008, η οποία έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη, ορίζεται ότι (άρθρο 3) η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού, νεώτερου κατά το άρθρο 4 της Συμβάσεως των 16 ετών, θεωρούνται παράνομες εφόσον: α) έγιναν κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε Φυσικό ή Νομικό Πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του Κράτους, στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του, αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτηση του, και β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακινήσεως ή της κατακρατήσεως ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά, μπορεί δε να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το Δίκαιο αυτού του Κράτους. Στο άρθρο δε 5 της Συμβάσεως ορίζεται ότι: «Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης: α) το «δικαίωμα επιμέλειας» περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στην μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του, β) το «δικαίωμα επικοινωνίας» περιλαμβάνει το δικαίωμα να μεταφέρει κάποιος το παιδί για ορισμένο χρονικό διάστημα σε τόπο άλλο από τον τόπο της συνήθους διαμονής του».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ανωτέρω κανονισμού που αφορά «Παρέκταση αρμοδιότητας» 1. Τα Δικαστήρια του κράτους μέλους, στα οποία η αρμοδιότητα ασκείται βάσει του άρθρου 3, για να αποφασίσουν για μια αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου των συζύγων, είναι αρμόδια για οιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα, το οποίο συνδέεται με την αίτηση αυτή, εφόσον: α) τουλάχιστον ένας από τους συζύγους ασκεί τη γονική μέριμνα του παιδιού, και β) η αρμοδιότητα των εν λόγω Δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ` άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το Δικαστήριο και είναι προς το ύψιστο συμφέρον του παιδιού. 2. Η αρμοδιότητα που ασκείται κατ` εφαρμογή της παραγράφου 1 παύει όταν: α) είτε η απόφαση, η οποία δέχεται την αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου ή την απορρίπτει καθίσταται τελεσίδικη, β) είτε, σε περίπτωση κατά την οποία μια διαδικασία σχετικά με τη γονική μέριμνα εκκρεμεί ακόμη κατά την ημερομηνία η οποία προβλέπεται στο στοιχείο α), όταν μια απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα καθίσταται τελεσίδικη, γ) είτε, στις περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται στα στοιχεία α) και β), όταν η διαδικασία έχει περατωθεί για άλλους λόγους. 3. Τα Δικαστήρια κράτους μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον: α) το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους, και β) η αρμοδιότητα των εν λόγω Δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ` άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας, κατά την ημερομηνία που επελήφθη το Δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 16 υπό τον τίτλο «επιλαμβανόμενο Δικαστήριο». 1. Ένα Δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν: α) από της καταθέσεως στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, εφόσον ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο, ή β) εφόσον το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, την ημερομηνία παραλαβής του από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο Δικαστήριο. Επομένως, η θεμελιώδης δικαιοδοτική βάση του τόπου διαμονής του παιδιού, ουσιαστικά καταργείται, όταν συντρέχει, μεταξύ άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στα άρθρα 23, 14, και 15, και στην περίπτωση παρεκτάσεως κατά το άρθρο 12 του Κανονισμού (ΜΠρΑθ 713/2015, ΜΠρΘεσ 22101/2011).
Recent Comments