Εισαγωγή
Η παρούσα μελέτη ασχολείται με ζητήματα που άπτονται του τέλους της ανθρώπινης ζωής και συγκεκριμένα αφορά τη δυνατότητα ενός ατόμου να αποφασίσει τη διακοπή μίας ιατρικής θεραπείας ή την μη διενέργεια μίας ιατρικής πράξης, διότι λόγω προβλημάτων υγείας θεωρεί ότι η ζωή του πλέον δεν είναι αξιοπρεπής. Είναι λοιπόν προτιμότερη η συνέχιση μίας ζωής χωρίς αξιοπρέπεια ή η επέλευση ενός αξιοπρεπούς θανάτου.
Εννοιολογική προσέγγιση[1]
Προκειμένου να γίνει αναφορά στις προγενέστερες οδηγίες για το τέλος της ζωής χρησιμοποιούνται διάφοροι όροι. Μερικοί από αυτούς είναι «διαθήκη ευθανασίας», «ιατρική διαθήκη», «ζώσα διαθήκη», «οδηγίες για το τέλος της ζωής», ενώ χρησιμοποιείται και ο όρος «προγενέστερες δηλώσεις» με σκοπό να διευρύνει το εύρος κάλυψης τους. Ωστόσο, ο όρος που έχει επικρατήσει είναι «living will», ο οποίος στην μεταφορά του στην ελληνική γλώσσα μεταφράζεται ως «διαθήκη ζωής». Η μετάφραση αυτή δεν αποδίδει ορθά την πραγματική έννοια του όρου «living will», με αποτέλεσμα να δημιουργεί παρανοήσεις. Πιο αναλυτικά, ο εν λόγω όρος εκλαμβάνεται ως γενική αντικειμενική και οδηγεί λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι μπορεί ο συντάξας τη διαθήκη αυτή να διαθέσει την ίδια του τη ζωή. Ωστόσο, πρόκειται για γενική της ιδιότητας. Ως εκ τούτου αναφέρεται στο στάδιο πριν τον θάνατο και είναι αντίθετη με τη διαθήκη αιτία θανάτου. Ουσιαστικά ο όρος «διαθήκη ζωής» ταυτίζεται με τον όρο «διαθήκη εν ζωή».
Ο όρος «προγενέστερες οδηγίες για το τέλος της ζωής», όμως, είναι ένας γενικός όρος που αποτελείται από υποσύνολα όρων. Ένα από αυτά είναι ο όρος «διαθήκη ζωής» και ένα άλλο ο ορισμός ενός πληρεξούσιου υγείας.
Βέβαια τις περισσότερες φορές όλοι οι προαναφερθέντες όροι χρησιμοποιούνται παράλληλα και υπαλλακτικά.
Διαθήκη ζωής και δικαίωμα στον θάνατο[2]
Μπορεί η ζωή να είναι η υπέρτατη έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας, να απαγορεύεται εκ του νόμου όχι μόνο η ετεροπροσβολή, αλλά και η αυτοπροσβολή της, και να μην σχετικοποιείται, ανεξαρτήτως της κατάστασης της υγείας του εκάστοτε ατόμου, ωστόσο η προστασία της δεν είναι απόλυτη. Ειδικότερα, μία από τις περιπτώσεις που η προστασία της ζωής δεν είναι απόλυτη είναι εκείνη όπου η προστασία της ανθρώπινης αξίας και ελευθερίας την υπερνικά. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της παθητική ευθανασίας, όταν ο ασθενής δεν συναινεί στη διενέργεια μίας αναγκαίας για τη διατήρηση της ζωής του ιατρικής πράξης. Ο σεβασμός της άρνησης αυτής του ασθενή στηρίζεται στην μη παροχή της συναίνεσης του, η οποία αποτελεί έκφανση του δικαιώματος αυτοκαθορισμού του, το οποίο, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω, αποτελεί πτυχή του δικαιώματος της προσωπικότητας.[3]
Δικαίωμα στο θάνατο δεν αναγνωρίζεται. Μάλιστα, σύμφωνα τόσο με την ελληνική έννομη τάξη όσο και με την νομολογία του ΕΔΔΑ τέτοιο δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται ούτε ως αρνητική έκφανση του δικαιώματος στη ζωή.
Ωστόσο, δικαίωμα στο θάνατο δεν κατοχυρώνεται ούτε μέσω των διαθηκών ζωής[4]. Πολύ απλά με τη διαθήκη ζωής ο εκάστοτε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να διευθετήσει εκ των προτέρων και όσο είναι ακόμα ικανός ζητήματα που είναι δεκτικά διευθέτησης από το νομικό μας σύστημα, με στόχο όταν περιέλθει σε κατάσταση ανικανότητας να υπάρχει εκφρασμένη η βούληση του προκειμένου να μην παραβιαστεί το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του. Ουσιαστικά το ίδιο συμβαίνει και με τις διαθήκες αιτία θανάτου, όπου ο διαθέτης έχει το δικαίωμα να ορίσει τον τρόπο διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων μετά το θάνατο του, όπως ακριβώς μπορεί να τα διαθέσει όσο είναι ακόμα εν ζωή.
Επομένως, διαθήκη ζωής που περιέχει επιθυμία για υποβοήθηση σε αυτοκτονία ή για ενεργητική ευθανασία δεν λαμβάνεται υπόψη, ως αντίθετη στο νομικό μας σύστημα, σε αντίθεση με διαθήκη ζωής που έχει ως περιεχόμενο την παθητική ευθανασία.
Έννοια[5]
Οι διαθήκες ζωής αποτελούν το νομικό εργαλείο με το οποίο μπορεί ο εκάστοτε άνθρωπος να καθορίσει μόνος του και σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες την ιατρική του μεταχείριση σε περίπτωση που περιέλθει σε αδυναμία έκφρασης της.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο συντάξας τη διαθήκη ζωής να είναι ικανός προς συναίνεση τη στιγμή της σύνταξης της και να έχει ενημερωθεί κατάλληλα. Δεδομένου ότι το περιεχόμενο της διαθήκης ζωής σχετίζεται με την παροχή συναίνεσης ή την άρνησης υποβολής σε μία ιατρική πράξη και κατ’ επέκταση με τη διατήρηση του ατόμου εν ζωή κρίνεται απαραίτητο να αναφέρονται με ακρίβεια το είδος και η έκταση της θεραπείας και οι πιθανές αποδεκτές ιατρικές πράξεις και οι συνθήκες στις οποίες θα τύχει εφαρμογής η διαθήκη ζωής. Επειδή, λοιπόν, το διακύβευμα είναι η ανθρώπινη ζωή, κατά τη γνώμη του γράφοντος, επιβάλλεται σε περίπτωση αοριστίας να γίνεται ερμηνεία υπέρ της διατήρησης της ανθρώπινης ζωής. Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορεί και η άποψη της θεωρίας ότι η επέλευση των συνθηκών εφαρμογής της διαθήκης ζωής πρέπει να κρίνεται από περισσότερους του ενός γιατρούς[6]. Οι συνθήκες αυτές επιβάλλεται να περιγράφονται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια[7].
Σίγουρα ο έγγραφος[8] χαρακτήρας, η παρουσία μαρτύρων, ο συμβολαιογραφικός τύπος και η τακτική ανανέωση-επικαιροποίηση της βούλησης λειτουργούν ως τεκμήρια και όχι ως απλές ενδείξεις εικαζόμενης βούλησης, ενισχύοντας την ορθή και συνεπώς ασφαλή ερμηνεία και κατ’ επέκταση την ασφάλεια δικαίου. Αντιθέτως, η χρονική εγγύτητα της σύνταξης της διαθήκης με την υπεισέλευση στην κατάσταση εφαρμογής της λόγω αδυναμίας παροχής συναίνεσης δεν αποτελεί κριτήριο για την εγκυρότητα αυτής.
Συμπερασματικά, η γενικά και αόριστα εκφρασθείσα επιθυμία ενός ατόμου να μην υποβληθεί σε μία γενικά ορισθείσα ιατρική θεραπεία λόγω προβλήματος υγείας όταν περιέλθει σε κάποια κατάσταση αδυναμίας παροχής συναίνεσης αποτελεί μία απλή ένδειξη, η οποία δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως διαθήκη ζωής, δεδομένου ότι δεν έχει τα εχέγγυα να κριθεί αξιόπιστη. Ο σεβασμός τέτοιων ενδείξεων όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά αντιθέτως το κάνει εντονότερο.
Σύγκρουση δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού και νομικού πατερναλισμού[9]
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι όσο ο εκάστοτε ασθενής είναι σε θέση να εκφράσει τη βούληση του, τότε αυτή και μόνο αυτή γίνεται σεβαστή, λόγω του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του. Επομένως, ο εκάστοτε ασθενής είναι αποκλειστικά αρμόδιος να συναινέσει ή μη στην υποβολή του σε ιατρικές πράξεις. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν ο ασθενής δεν είναι ικανός να εκφράσει τη βούληση του, η οποία χωρίς να είναι γνωστή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και για το λόγο αυτό υποκαθίσταται από τη βούληση των κατά το νόμο αρμόδιων τρίτων προσώπων. Ωστόσο, το πρόβλημα αυτό έρχονται να λύσουν οι διαθήκες ζωής, μέσω των οποίων θεμελιώδη δικαιώματα του ασθενή, όπως αυτά της αξιοπρέπειας και της ζωής, δεν προσβάλλονται από τη βούληση τρίτων προσώπων, αλλά εξακολουθούν να ρυθμίζονται από τη προγενέστερα εκφρασμένη βούληση του ασθενή.
Ο σεβασμός της συνταγματικής αρχής της ατομικής και συλλογικής αυτοδιάθεσης συνεπάγεται την παροχή στο εκάστοτε άτομο του αναφαίρετου δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του. Το δικαίωμα αυτό όταν το άτομο είναι στη θέση του ασθενή μεταφράζεται στην εξουσία του ατόμου να επιλέγει αποκλειστικά και μόνο αυτό το εάν θα υποβληθεί ή όχι σε ιατρικές θεραπείες και στο ποιες θα είναι αυτές, όπως επίσης και το εάν θα υποβληθεί στη διενέργεια ιατρικών πράξεων ή όχι.
Το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού αποτελεί έκφανση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αξίας του ανθρώπου, θεμελιώδη συνταγματική αρχή (αρ. 2 παρ. 1 Σ). Όταν επομένως παρακάμπεται η βούληση του ασθενή και λαμβάνεται υπόψη η βούληση τρίτων προσώπων ή του ιατρού παραβιάζεται το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και κατ’ επέκταση το δικαίωμα της προστασίας της ανθρώπινης αξίας.
Η αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξίας και ως εκ τούτου το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του ασθενή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 Σ. Η σύνδεση αυτή έγκειται στο ότι η αρχή προστασίας της προσωπικότητας επιτάσσει τη λήψη συναίνεσης του ασθενή προκειμένου να υποβληθεί σε κάποια θεραπεία ή να υποβληθεί στη διενέργεια ιατρικών πράξεων.
Ωστόσο, τόσο η αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξίας και συνεπώς το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού όσο και η αρχή της προστασίας της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας έρχονται σε σύγκρουση με την επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της προστασίας της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας (άρ. 5 παρ. 2 εδ, α Σ). Η άποψη ότι η προστασία της ανθρώπινης ζωής πλήττεται από την επιλογή ενός ασθενή να επιλέξει την θεραπεία στην οποία θα υποβληθεί ή όχι ή να επιλέξει το εάν θα υποβληθεί στη διενέργεια ιατρικών πράξεων είναι λαθεμένη. Οι τρεις αρχές που προαναφέρθηκαν, ήτοι αυτές της προστασίας της ανθρώπινης αξίας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της προστασίας ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας είναι μεν όλες θεμελιώδης συνταγματικές αρχές, ωστόσο καμία από αυτές δεν παρέχει απόλυτη προστασία, με αποτέλεσμα να επέρχονται μεν περιορισμοί, αλλά όχι σε τέτοιον βαθμό που να πλήττεται ο πυρήνας του κάθε δικαιώματος. Οι περιορισμοί δε αυτοί γίνονται σεβαστοί ύστερα από πρακτική εναρμόνιση των προαναφερθέντων αρχών και λαμβανομένης υπόψιν της αρχής της αναλογικότητας.
Πιο αναλυτικά, η βούληση του ασθενή να μην υποβληθεί σε ιατρική θεραπεία ή στη διενέργεια ιατρικών πράξεων υπερνικά το βιολογικό συμφέρον του και κατ’ επέκταση οποιαδήποτε πράξη που αντιτίθεται στην εκφρασθείσα βούληση του ασθενή είναι παράνομη, ακόμα και εάν δεν επιφέρει βλάβη. Η βούληση για μία ζωή με αξιοπρέπεια δεν αποκλείει τη βούληση για έναν θάνατο με αξιοπρέπεια, ο οποίος είναι η τελευταία λύση προκειμένου να μην υπάρξει ζωή χωρίς αξιοπρέπεια[10]. Σημασία, λοιπόν, έχει η υποκειμενική άποψη του εκάστοτε ασθενή, ο οποίος ενδέχεται να επιθυμεί τη συνέχιση της ζωής του με κάθε τρόπο, αλλά ενδέχεται να θεωρεί ότι υπό συνθήκες, όπως είναι η υπεισέλευση του σε κωματώδη κατάσταση, η συνέχιση της ζωής του θα πλήξει κατάφωρα την αξιοπρέπεια του επιθυμώντας έναν θάνατο με αξιοπρέπεια, αυτοπροσβάλλοντας τον εαυτό του. Επομένως, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετα εκφρασμένη βούληση του ασθενή η ζωή του είναι το υπέρτατο αγαθό που πρέπει να προστατευθεί και δεν χρειάζεται να επέλθει στάθμιση του, δεδομένου ότι ένα πρόσωπο δεν προστατεύεται λιγότερο επειδή λόγω ασθένειας ή αναπηρίας η ποιότητα της ζωής του είναι κακή[11].
Η αρχή, λοιπόν, της προστασίας της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας κάμπτεται στην περίπτωση της παθητικής ευθανασίας, κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση της ενεργητικής ευθανασίας και της παροχής βοήθειας σε αυτοκτονία, οπότε και δεν υπάρχει αυτοπροσβολή, αλλά ετεροπροσβολή. Η υποχρέωση, λοιπόν, του κράτους να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή οδηγεί σε έναν ήπιο νομικό πατερναλισμό μέσω του οποίο η κοινωνικά και αντικειμενικά προδιαγεγραμμένη στο νόμο βούληση του ασθενή υπερνικά την υποκειμενική του βούληση.
Νομική αναγνώριση διαθηκών ζωής
Επιχειρήματα κατά της αναγνώρισης
Ένα από τα επιχειρήματα κατά της νομικής αναγνώρισης των διαθηκών ζωής αποτελεί το χρονικό σημείο σύνταξης τους[12]. Πιο αναλυτικά, υποστηρίζεται ότι αφενός όταν το άτομο δεν έχει καταστεί ασθενής δεν είναι σε θέση να αποφασίσει πώς θα δράσει όταν καταστεί και αφετέρου ότι όταν το άτομο καταστεί ασθενής υπάρχει το επίπεδο της συναισθηματικής και ψυχολογικής φόρτισης είναι τόσο μεγάλο που οδηγεί σε λήψη σοβαρών αποφάσεων εν βρασμώ.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος το εν λόγω επιχείρημα ουσιαστικά αποκλείει ολοκληρωτικά την νομική αναγνώριση των διαθηκών ζωής, δεδομένου ότι θεωρεί τον ασθενή ανίκανο τόσο πριν καν καταστεί ασθενής όσο και αφότου καταστεί ασθενής. Ωστόσο, το ζήτημα του κατά πόσο το άτομο είναι ικανό να αποφασίσει για τη ζωή του αν και εφόσον ασθενήσει όταν ακόμα δεν έχει ασθενήσει επιλύεται από την προηγούμενη της σύνταξης της διαθήκης ζωής ενδελεχή ενημέρωση του από ιατρική επιτροπή και από το γεγονός ότι το εκάστοτε άτομο έχει τη δική του αντίληψη περί αξιοπρεπούς ζωής, η οποία ενδέχεται μεν να αλλάξει κατά την νόσηση του, οπότε και θα υπάρχει η δυνατότητα ανάκλησης της διαθήκης ζωής. Αλλά και μετά την εκδήλωση της ασθένειας, ο ασθενής πλέον έχει τη δυνατότητα να λάβει μία ώριμη απόφαση εάν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας, όπως ο έγγραφος ή/και συμβολαιογραφικός τύπος και η παρουσία μαρτύρων. Σε αντίθετη περίπτωση η έννομη τάξη, αναφορικά με τις εκφυλιστικές ασθένειες, θα ερχόταν αντιμέτωπη με το παράδοξο να μην σέβεται την επιθυμία ενός ατόμου που εκφράστηκε πριν την νόσηση του και εξέφραζε τη σοβαρή βούληση του να πεθάνει με αξιοπρέπεια, αλλά να σέβεται μία υποθετική βούληση, την οποία δεν θα μπορούσε να διαπιστώσει κανένας και γι’ αυτό το λόγο θα στερούνταν σοβαρού χαρακτήρα, ενός ασθενή, ο οποίος από την ίδια έννομη τάξη θα θεωρούνταν ανίκανος δικαιοπρακτικά, οπότε και θα απαιτούνταν ο διορισμός δικαστικού συμπαραστάτη και κατ’ επέκταση θα πλήττονταν το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του ατόμου. Καταληκτικά, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη η προσωπικότητα που έχει διαμορφώσει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του το εκάστοτε άτομο και όχι η προσωπικότητα που ενδέχεται να διαμορφωθεί όταν το άτομο καταστεί ασθενής, καθώς τότε θα πρόκειται για μία διαστρέβλωση της προσωπικότητας του.
Άλλο επιχείρημα κατά της νομικής αναγνώρισης των διαθηκών ζωής είναι ο υπέρμετρος περιορισμός της διακριτικής ευχέρειας του ιατρού και κατά συνέπεια η υποχρέωση του να δράσει αντίθετα όχι μόνο προς τις επιστημονικές του απόψεις, αλλά και προς τις προσωπικές, φιλοσοφικές ή και θρησκευτικές αντιλήψεις. Ωστόσο, σε μία πιθανή σύγκρουση του δικαιώματος αυτοκαθορισμού του ασθενή με τον περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας του ιατρού υπερτερεί το πρώτο, δεδομένου ότι αποτελεί έκφανση των θεμελιωδών δικαιωμάτων της αξιοπρέπειας και αυτονομίας, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι ασθενής και ιατρός συνδέονται με σύμβαση εργασίας και συνεπώς υπάρχει υποχρέωση του ιατρού για εκτέλεση των καθηκόντων του. Προσπάθεια εναρμόνισης θα μπορούσε να προηγηθεί με την αντικατάσταση του ιατρού. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει κατά τη διατύπωση ενός επιχειρήματος να προηγείται μία συνολική θεώρηση της κατάστασης. Δηλαδή, ενδέχεται ο ασθενής να μην επιθυμεί να τερματίσει τη ζωή του, διότι να θεωρεί ότι έχει αξία, ενώ κατά την προσωπική, επαγγελματική ή και φιλοσοφική άποψη του ο ιατρός να θεωρεί ότι η ζωή του ασθενή έχει καταστεί αναξιοπρεπής και ότι είναι πιο ωφέλιμος για τον ίδιο ένας αξιοπρεπής θάνατος. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση προηγείται η βούληση του ασθενή.
Έχει διατυπωθεί και το επιχείρημα ότι με την νομική αναγνώριση των διαθηκών ζωής παραβιάζεται το άρθρο 21 παρ. 1 Σ, επειδή δεν αναγνωρίζεται κανένα περιθώριο παρέμβασης της οικογένειας του ασθενή. Ωστόσο, ακόμα και να μπορούσε να παρέμβει η οικογένεια θα δεσμεύονταν να αποφασίσει με βάση την εκφρασθείσα βούληση του ασθενή και όχι την υποτιθέμενη που δεν θα μπορούσε να εκφράσει, αντιθέτως θα παραβιάζονταν το θεμελιώδες δικαίωμα αυτοκαθορισμού του. Επίσης, οι οικείοι δεν θα είχαν δικαίωμα επέμβασης, διότι όταν υπάρχει αδυναμία έκφρασης βούλησης, τότε αποφασίζει μόνος του ο ιατρός, εφόσον υπάρχει επείγουσα κατάσταση, ενώ σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να οριστεί από το Δικαστήριο προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης[13].
Οι διαθήκες ζωής στο ελληνικό δίκαιο
Σύμφωνα με το άρθρο 9 της Σύμβασης του Οβιέδο, η οποία με βάση το άρθρο 28 παρ. 1 Σ ως επικυρωμένη διεθνής σύμβαση υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου, «οι προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυµίες του ασθενούς σχετικά µε ιατρική επέµβαση θα λαµβάνονται υπόψη, προκειμένου για ασθενή, ο οποίος, κατά το χρόνο της επέμβασης, δεν είναι σε θέση να εκφράσει τις επιθυμίες του». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 2 του ΚΙΔ «ο ιατρός λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες που είχε εκφράσει ο ασθενής, ακόμη και αν, κατά το χρόνο της επέμβασης, ο ασθενής δεν είναι σε θέση να τις επαναλάβει».[14]
Αμφότερες οι διατάξεις προβλέπουν ότι οι διαθήκες ζωής λαμβάνονται υπόψη από τον ιατρό. Η έκφραση «λαμβάνονται υπόψη» δεν συνεπάγεται την παντελή έλλειψη νομικής δεσμευτικότητας, αλλά αντιθέτως οι διαθήκες ζωής έχουν μία ήπια νομική δεσμευτικότητα[15]. Εφόσον, το περιεχόμενο τους είναι νόμιμο, δηλαδή εφόσον δεν υπάρχει ελπίδα ίασης του ασθενή και είναι βέβαιο ότι η κατάσταση της υγείας του θα επιδεινώνεται μέχρι να επέλθει θάνατος, τότε το τεκμήριο είναι ότι ο ιατρός υποχρεούται νομικά και όχι μόνο ηθικά να τις ακολουθήσει απαρέγκλιτα διακόπτοντας τη θεραπεία και παρέχοντας αποκλειστικά ανακουφιστική αγωγή, εφόσον ενημερώσει προηγουμένως τους οικείους.[16] Ο ιατρός, όμως, δεν είναι υποχρεωμένος να τις ακολουθήσει όταν υπάρχει επείγον κίνδυνος ζωής και δεν έχει χρόνο να διαπιστώσει την ύπαρξη τους, αλλά και όταν έχει σημειωθεί επιστημονική πρόοδος και υπάρχει δυνατότητα να υπερκεραστεί το πρόβλημα υγείας και ως εκ τούτου θα έχει εκλείψει ο λόγος σύνταξης των προγενέστερων οδηγιών[17].
Ζήτημα προκύπτει αναφορικά με την νομιμότητα του περιεχομένου των διαθηκών ζωής. Αναμφισβήτητα απαγορεύεται να έχουν ως περιεχόμενο αίτημα για διενέργεια ενεργητικής ευθανασίας. Ωστόσο, ερείδεται το ζήτημα εάν επιτρέπεται ως περιεχόμενο μόνο το αίτημα για διακοπή ανώφελης θεραπείας και παροχή ανακουφιστικής αγωγής[18] ή και το αίτημα μέσω του οποίου επισπεύδεται ο θάνατος[19] ή ζητείται η αποσύνδεση από μηχανήματα υποστηρικτικά της ζωής[20]. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, εφόσον, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, προτεραιότητα αποτελεί ο σεβασμός του δικαιώματος αυτοκαθορισμού του ατόμου-ασθενή και η ταυτόχρονη μη προσβολή της προσωπικότητας του.[21]
Βέβαια προκειμένου οι διαθήκες ζωής να αποτελούν τεκμήριο σχετικά με τη βούληση του ασθενή επιβάλλεται να αφορούν τη συγκεκριμένη περίπτωση θεραπείας ή ιατρικής πράξης, την οποία και πρέπει να περιγράφουν όσο το δυνατόν γίνεται πιο αναλυτικά. Κατά τη γνώμη του γράφοντος καίριο ρόλο για την θεώρηση των διαθηκών ζωής ως τεκμηρίων και όχι ως απλών ενδείξεων, δεν διαδραματίζει ο χρόνος σύνταξης τους, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε μπορούν να συνταχθούν σε αρκετά προγενέστερο χρόνο και να μην έχουν ανακληθεί μέχρι τη στιγμή που χρειαστεί ο ασθενής να υποβληθεί σε κάποια θεραπεία ή ιατρική πράξη. Με τη συνεχή, όμως, πρόοδο της ιατρικής επιστήμης είναι ωφέλιμο να ανανεώνονται οι διαθήκες ζωής και να περιγράφουν με όσο το δυνατόν πιο σύγχρονο τρόπο τις εκάστοτε ιατρικές θεραπείες ή πράξεις[22]. Όσο πιο ισχυρό είναι το περιεχόμενο των διαθηκών ζωής τόσο περισσότερο δεσμεύεται ο εκάστοτε ιατρός να τις ακολουθήσει, όντας αναγκασμένος να δικαιολογήσει αναλυτικά τυχόν απόκλιση του από αυτές. Αντιθέτως, αν οι διαθήκες ζωής δεν έχουν ορισμένο περιεχόμενο, τότε από τεκμήρια μετατρέπονται σε απλές ενδείξεις της τεκμαιρόμενης βούλησης του ασθενή.[23] Σε κάθε περίπτωση ο ιατρός πρέπει να αιτιολογήσει τον λόγο που ενήργησε αντίθετα με τις προγενέστερες οδηγίες[24]. Ανεξάρτητα, όμως, από την αιτιολογία ο ιατρός θα ευθύνεται αστικά για μη διακοπή της θεραπείας και θα είναι υποχρεωμένος να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη που υπέστη ο ασθενής λόγω της προσβολής της προσωπικότητας του, αλλά και τυχόν έξοδα συνέχισης της θεραπείας ή διενέργειας της ιατρικής πράξης, ενώ θα ευθύνεται και ενδοσυμβατικά βάσει του άρθρου 8 του Ν. 2251/1997[25].
Πληρεξούσιος υγείας[26]
Ο θεσμός του πληρεξούσιου υγείας δεν προβλέπεται στην ελληνική έννομη τάξη. Η δε σύγκριση του με τον δικαστικό συμπαραστάτη είναι λανθασμένη. Ειδικότερα, ενώ ο πληρεξούσιος υγείας ορίζεται από τον ασθενή[27], ο δικαστικός συμπαραστάτης ορίζεται από το δικαστήριο. Αυτό συμβαίνει, διότι, προκειμένου να ορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης πρέπει κατά κανόνα να εμφανισθεί το πρόβλημα που δημιουργεί την ανάγκη του ορισμού δικαστικού συμπαραστάτη. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη θεωρία ακόμα και σε περίπτωση που ασθενής που νοσεί σοβαρά υποδείξει πρόσωπο που επιθυμεί να γίνει ο δικαστικός του συμπαραστάτης το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την υπόδειξη του, αλλά απλώς τη συνεκτιμά.
Μία βασική διαφορά έγκειται στο εύρος των αρμοδιοτήτων του πληρεξούσιου υγείας σε αντιπαράθεση με τον δικαστικό συμπαραστάτη. Πιο αναλυτικά, ενώ ο πληρεξούσιος υγείας καλείται να αποφασίσει αποκλειστικά και μόνο για θέματα σχετικά με την υγεία του ασθενή, ενδέχεται μάλιστα και με ένα συγκεκριμένο θέμα της υγείας του, όπως σχετικά με την υποβολή του σε μία θεραπεία ή όχι, ο δικαστικός συμπαραστάτης έχει μεγαλύτερο εύρος αποφάσεων που αφορούν όλο το φάσμα της ζωής του συμπαραστατούμενου. Μάλιστα, το εν λόγω πρόβλημα δεν επιλύεται ούτε με τον ορισμό περισσότερων του ενός δικαστικών συμπαραστατών, οπότε και αυτοί θα ενεργούν από κοινού, ούτε με την ανάθεση από το δικαστήριο σε διαφορετικούς συμπαραστάτες διαφορετικών αρμοδιοτήτων. Εν προκειμένω, σε κάθε περίπτωση η διαφορά στο εύρος των αρμοδιοτήτων δεν θα σταματήσει να υφίσταται.
Ωστόσο, το σημαντικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στην υποχρέωση του δικαστικού συμπαραστάτη να ενεργεί με βάση το συμφέρον του συμπαραστατούμενου κατά το άρθρο 1684 εδ. α του ΑΚ, οπότε σε αυτή τη περίπτωση θα παραμερίσει τις προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες του συμπαραστατούμενου. Λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα μπορεί να δώσει το επόμενο εδάφιο του ίδιου άρθρου που προβλέπει συνεκτίμηση των επιθυμιών του συμπαραστατούμενου, οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έχουν εκφρασθεί σε προγενέστερο χρονικό σημείο.
Εναλλακτικές λύσεις[28]
Με γνώμονα την άποψη ότι ιατρικό σφάλμα υπάρχει όταν γίνεται εσφαλμένη εκτίμηση του οφέλους διενέργειας μίας ιατρικής πράξης σε σχέση με τις συνέπειες παράλειψης διενέργειας της, είναι απαραίτητο για την εκτίμηση της ύπαρξης ιατρικού σφάλματος ή όχι να λαμβάνεται υπόψη και το συμφέρον του εκάστοτε ασθενή. Σε αυτή τη περίπτωση ιατρικό σφάλμα θα υπάρχει όταν δεν παραλείπεται η συνέχιση μίας ανώφελης θεραπείας, η οποία οδηγεί μόνο σε παράταση της ζωής χωρίς παράλληλα να βελτιώνει το επίπεδο της υγείας του ασθενή. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή τη περίπτωση απαιτείται η παράταση αυτή να μην είναι σημαντική. Επομένως, αν η παράταση αφορά σημαντικό χρονικό διάστημα, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιατρικό σφάλμα η συνέχιση μίας θεραπείας.
Σε αντίθετη, όμως, περίπτωση ο δικαστικός συμπαραστάτης-πληρεξούσιος υγείας-μέλος της οικογένειας του ασθενή δεν δεσμεύεται να αποφασίσει υπέρ της συνέχισης της θεραπείας, αφού αυτή κρίνεται ανώφελη, οπότε ο ιατρός νομιμοποιείται να απέχει από τη διενέργεια της, αφού δεν υποχρεούται ούτε με βάση το άρθρο 12 παρ. 3 του ΚΙΔ να ενεργήσει σχετικά, δεδομένου ότι το ανώφελο της θεραπείας δεν την καθιστά άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα.
Όταν, όμως, ο δικαστικός συμπαραστάτης-πληρεξούσιος υγείας-μέλος της οικογένειας του ασθενή επιμένει στη συνέχιση μίας ανώφελης θεραπείας, τότε ο ιατρός έχει την ευχέρεια να τον παρακάμψει και να προχωρήσει στη διακοπή της ή ακόμα και να μην τη ξεκινήσει βασιζόμενος στον ανώφελο χαρακτήρα της και στον πόνο που θα προκαλέσει στον ασθενή, είτε αυτός είναι φυσικός είτε συναισθηματικός.
Ωστόσο, με βάση το άρθρο 15 του ΚΙΔ ο ιατρός δεν έχει τη διακριτική ευχέρεια να διακόψει μία θεραπεία όταν αυτή είναι ανώφελη και η κατάσταση της υγείας του ασθενή είναι κάκιστη. Άλλως, ευθύνεται τόσο ποινικά όσο και αστικά.
Σε απαλλαγή από την αστική ευθύνη για τον γιατρό θα μπορούσε να οδηγήσει η καθιέρωση των διαθηκών ζωής ως νομικά δεσμευτικών, οπότε εάν ένας ασθενής έχει εκφράσει σχετική βούληση υπέρ της διακοπής της θεραπείας ο ιατρός θα μπορεί να ισχυριστεί ότι χειρίστηκε μία κατάσταση ανυπέρβλητου ηθικού διλήμματος.
Τέλος, σε απαλλαγή του ιατρού από την ποινική ευθύνη οδηγεί το άρθρο 25 του ΠΚ περί κατάστασης ανάγκης, εφόσον ο ασθενής πάσχει από ανίατη ασθένεια και συναινεί στην ανακουφιστική αγωγή, μέσω της οποίας επιταχύνεται η επέλευση του θανάτου[29].
Ανήλικοι Ασθενείς[30]
Οι ανήλικοι ασθενείς αποτελούν μία ιδιάζουσα περίπτωση. Αρμόδιος για να συναινέσει για την υποβολή του ανήλικου ασθενή σε μία ιατρική θεραπεία είναι σύμφωνα το άρθρο 1510 του ΑΚ ο ασκών τη γονική μέριμνα αυτού. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική η ικανότητα παροχής έγκυρης συναίνεσης επηρεάζεται από την ηλικία, την ωριμότητα και τη γνώμη του ανήλικου. Επομένως, εφόσον πρόκειται για κάποιον ανήλικο ασθενή, ο οποίος διαθέτει την ωριμότητα και την ικανότητα να αντιληφθεί την προηγούμενη της ιατρικής πράξης ενημέρωση και τη βαρύτητα της απόφασης του, τότε η άποψη του πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον ανήλικος ασθενής έχει δώσει προγενέστερες οδηγίες, αυτές θα ληφθούν υπόψη ως τεκμήρια της βούλησης του, εφόσον πρόκειται για έναν ανήλικο με την κατάλληλη ωριμότητα. Η κρίση περί του επιπέδου ωριμότητας και ικανότητας αντίληψης και κατανόησης του εκάστοτε ανηλίκου θα μπορούσε να εξάγεται από μία πολυμελή επιτροπή, η οποία θα απαρτίζονταν από ιατρούς, παιδοψυχολόγους και παιδαγωγούς.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος σημασία έχει όχι η ενηλικίωση του ατόμου, αλλά η ad hoc κρίση για την ύπαρξη του απαραίτητου επιπέδου ωριμότητας. Επομένως, η βούληση του ανηλίκου πρέπει να συνεκτιμάται σε κάθε περίπτωση και να έχει βαρύνουσα σημασία, ή ακόμα και να μην απαιτείται κάτι άλλο πέρα από αυτήν, εφόσον ο ανήλικος διαθέτει την απαραίτητη ωριμότητα για τη λήψη μίας συνειδητής απόφασης.
Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4491/2017 σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου ο νομοθέτης θεωρεί ικανό κατ’ εξαίρεση τον ανήλικο που έχει συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του με την προϋπόθεση ότι υπάρχει η ρητή συναίνεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα, αλλά και τον ανήλικο που έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του με την προϋπόθεση ότι υπάρχει επιπλέον θετική γνωμάτευση ειδικής προς τούτο διεπιστημονικής Επιτροπής.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 περ. αα του ΚΙΔ για την εκτέλεση ιατρικής πράξης σε ανήλικο ασθενή η συναίνεση δίδεται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα ή έχουν την επιμέλειά του λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη του ανηλίκου, εφόσον αυτός, κατά την κρίση του ιατρού, έχει την ηλικιακή, πνευματική και συναισθηματική ωριμότητα να κατανοήσει την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης και τις συνέπειες ή τα αποτελέσματα ή τους κινδύνους της πράξης αυτής.
Επομένως, η δυνατότητα λήψης σημαντικών και αμετάβλητων αποφάσεων αναγνωρίζεται υπό προϋποθέσεις και σε ανήλικα άτομα.
Συμπέρασμα
Με την πάροδο των χρόνων και τη μετάβαση από το μοντέλο της ιατρικής αυθεντίας σε αυτό της συναίνεσης κατόπιν ενημέρωσης[31] είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη νομοθετικής θεσμοθέτησης των προγενέστερων οδηγιών για το τέλος της ζωής. Δεδομένων των ηθικών διλημμάτων που υπάρχουν μόνο με αυτό το τρόπο είναι δυνατή η προστασία του δικαιώματος αυτονομίας και αυτοκαθορισμού του ατόμου-ασθενή, προκειμένου να μπορεί ο τελευταίος να ζει τη ζωή που επιθυμεί και η φοβία ρύθμισης ζητημάτων σχετικών με το τέλος της ζωής δεν δικαιολογείται να στέκεται εμπόδιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
- Χ. Βούλτσος, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας σε επιμέλεια Εμμανουήλ Ι. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 358 επ..
- Χ. Λάτσιου, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας σε επιμέλεια Εμμανουήλ Ι. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 191 επ..
- Λίνα Παπαδοπούλου, Προγενέστερες Οδηγίες για το Τέλος της Ζωής-Βιοηθική και Συνταγματική Αξιολόγηση, Ιατρική Ευθύνη και Βιοηθική-Σύγχρονες Προσεγγίσεις του Μέλλοντος σε επιμέλεια Μαρίας Κανελλοπούλου-Μπότη και Φερενίκης Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, 2014, σ. 233 επ..
- Ελένη Ρεθυμιωτάκη, Ευθανασία και διαθήκες ζωής σε Ευθανασία. Αφιέρωμα στο πρώτο Πρόεδρο της Επιτροπής Γεώργιο Κουμάντο σε επιμέλεια Μ. Δρακοπούλου, Εκδόσεις Θέμις, Ν.Α. Σάκκουλας και Σία ΟΕ, Αθήνα, 2012, σ. 153 επ..
- Αθηνά Σαχουλίδου, In dubio pro dignitate. Προγενέστερες οδηγίες: Ευρωπαϊκή και διεθνής προοπτική, σε Όμιλο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής-Επιλογές του ασθενούς και ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016, σ.36 επ..
- Κατερίνα Φουντεδάκη, Πληρεξούσιοι υγείας και Διαθήκες ζωής. Το ρυθμιστικό έλλειμμα του ελληνικού δικαίου σε Όμιλο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής-Επιλογές του ασθενούς και ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016, σ. 14 επ..
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κ. Μανωλάκου/Τ. Βιδάλης, Έκθεση σχετικά με την τεχνητή παράταση της ζωής, https://bioethics.gr/api/files/download/1466/report_apl_gr.pdf?attachment=false, 2016.
- Θεοφανώ Παπαζήση, Συναίνεση ως προϋπόθεση σύννομης παροχής υπηρεσιών υγείας, http://www.digestaonline.gr/pdfs/Digesta%202004/DIGESTA%204-2004/2%20PAPAZISI.pdf, σ. 444 επ..
[1] Λίνα Παπαδοπούλου, Προγενέστερες Οδηγίες για το Τέλος της Ζωής-Βιοηθική και Συνταγματική Αξιολόγηση, Ιατρική Ευθύνη και Βιοηθική-Σύγχρονες Προσεγγίσεις του Μέλλοντος σε επιμέλεια Μαρίας Κανελλοπούλου-Μπότη και Φερενίκης Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, 2014, σ. 251 επ., Ελένη Ρεθυμιωτάκη, Ευθανασία και διαθήκες ζωής σε Ευθανασία. Αφιέρωμα στο πρώτο Πρόεδρο της Επιτροπής Γεώργιο Κουμάντο σε επιμέλεια Μ. Δρακοπούλου, Εκδόσεις Θέμις, Ν.Α. Σάκκουλας και Σία ΟΕ, Αθήνα, 2012, σ. 154.
[2] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 252 επ., Χ. Λάτσιου, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας σε επιμέλεια Εμμανουήλ Ι. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 198 επ..
[3] Κατερίνα Φουντεδάκη, Πληρεξούσιοι υγείας και Διαθήκες ζωής. Το ρυθμιστικό έλλειμμα του ελληνικού δικαίου σε Όμιλο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής-Επιλογές του ασθενούς και ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016, σ. 15 επ..
[4] Η λανθασμένη ερμηνεία του όρου «διαθήκη ζωής» ενδέχεται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μέσω αυτής θεσπίζεται ένα δικαίωμα στο θάνατο.
[5] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 249 επ., Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 155 επ..
[6] Κ. Μανωλάκου/Τ. Βιδάλης, Έκθεση σχετικά με την τεχνητή παράταση της ζωής, https://bioethics.gr/api/files/download/1466/report_apl_gr.pdf?attachment=false, 2016, σ. 14.
[7] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 250.
[8] Ή και ο προφορικός, αλλά ενώπιον μαρτύρων.
[9] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 235 επ..
[10] Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 188, οπότε η διακοπή μίας θεραπείας και η παροχή ανακουφιστικής αγωγής, η οποία επιταχύνει την επέλευση του βέβαιου γεγονότος του θανάτου, δεν αντιβαίνει στο Σύνταγμα.
[11] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 15.
[12] Χ. Βούλτσος, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας σε επιμέλεια Εμμανουήλ Ι. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 367.
[13] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 26 επ..
[14] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 266 επ..
[15] Βούλτσος, ό.π., σ. 367, όπου υποστηρίζεατι ότι παρόλο που η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 2 του ΚΙΔ αφήνει περιθώρια ερμηνείας υπέρ της νομικής δεσμευτικότητας των διαθηκών ζωής, κάτι τέτοιο με δυσκολία θα γινόταν δεκτό.
[16] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 268 επ., Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 185.
[17] Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 180, Θεοφανώ Παπαζήση, Συναίνεση ως προϋπόθεση σύννομης παροχής υπηρεσιών υγείας, http://www.digestaonline.gr/pdfs/Digesta%202004/DIGESTA%204-2004/2%20PAPAZISI.pdf, σ. 461,462.
[18] Βούλτσος, ό.π., σ. 364 επ., η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί περίπτωση έμμεσης ή πλάγιας ενεργητικής ευθανασίας.
[19] Βούλτσος, ό.π., σ. 364, πρόκειται για περίπτωση άμεσης ενεργητικής ευθανασίας.
[20] Βούλτσος, ό.π., σ. 369, εν προκειμένω δεν είναι ξεκάθαρο εάν υπάρχει περίπτωση ενεργητικής ευθανασίας ή παθητικής, δεδομένου ότι ο ιατρός παραλείπει τη χορήγηση ιατρικής αγωγής, ενώ προκρίνεται η άποψη που υποστηρίζει ότι εν προκειμένω πρόκειται για παράλειψη που τελείται με ενέργεια και ότι για να δικαιολογηθεί απαιτείται η σχετική νομοθετική ρύθμιση.
[21] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 267 επ., Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 184 επ..
[22] Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 166 υποσημ. 22.
[23] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 269 επ., Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 176 επ., όπου διαχωρίζει την περίπτωση που οι προγενέστερες οδηγίες δόθηκαν από υγιές άτομο, οπότε δεν τις θεωρεί δεσμευτικές, από την περίπτωση όπου δόθηκαν από ασθενή κατά τη διάρκεια θεραπευτικής αγωγής, οπότε είναι δεσμευτικές και για τον ιατρό και για τους οικείους, με βάση τα προλεγόμενα και τα άθρα 47 του Ν. 2071/1992 και 9 του Ν. 2619/1998.
[24] Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 178.
[25] Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 179.
[26] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 21 επ..
[27] Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 167, ο πληρεξούσιος υγείας απαιτείται να έχει συναινέσει στον διορισμό του.
[28] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 29 επ..
[29] Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 187.
[30] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 259 επ., Παπαζήση, ό.π., σ. 456 επ., Ρεθυμιωτάκη, ό.π., σ. 173.
[31] Αθηνά Σαχουλίδου, In dubio pro dignitate. Προγενέστερες οδηγίες: Ευρωπαϊκή και διεθνής προοπτική, σε Όμιλο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής-Επιλογές του ασθενούς και ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016, σ.36 επ..
Recent Comments