Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Search in posts
Search in pages

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο πιο πρόσφορος τρόπος προκειμένου ένας ελεύθερος επαγγελματίας-ιατρός  να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό με απώτερο στόχο να αυξήσει την πελατεία του είναι η διαφήμιση των υπηρεσιών του.  Η ανάγκη ευρύτερης, μάλιστα, προβολής καθίσταται επιτακτική όταν στη σχετική αγορά όπου δραστηριοποιείται ο ιατρός παρουσιάζεται αυξημένος ανταγωνισμός, δεδομένης πάντα και της οικονομικής κρίσης, από την οποία πλήττεται η χώρα μας.

Η αποτελεσματικότητα της εκάστοτε μεθόδου διαφήμισης κρίνεται από την απήχηση της στο ευρύ κοινό. Στη σημερινή εποχή η έντυπη διαφήμιση δεν κρίνεται αποτελεσματική, σε αντίθεση με τη διαφήμιση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και το Διαδίκτυο, με τη διατήρηση ιστοσελίδας. Ωστόσο, ακόμα και αυτός ο τρόπος διαφήμισης δεν είναι πλέον ο αποτελεσματικότερος.

Ειδικότερα, ο πλέον αποδοτικός τρόπος διαφήμισης είναι μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιχειρείται η κατά τρόπο άμεσο, αλλά και έμμεσο, διαφήμιση των ιατρών με τρόπο που θα αναλυθεί εκτενέστερα παρακάτω.

Μολονότι ο ΚΙΔ περιέχει ρητή ρύθμιση σχετικά με τη διαφήμιση των Ιατρών και την παρουσία τους στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (άρθρο 17) και σχετικά με την παρουσία των Ιατρών στο διαδίκτυο (άρθρο 18), δεν ρυθμίζει το ενδεχόμενο διαφήμισης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οπότε και για τη μελέτη του επιτρεπτού ή μη του εν λόγω τρόπου διαφήμισης θα χρειαστεί ένας συνδυασμός των ρυθμίσεων του Ν. 3418/2005, του ν. 2251/1994 και του Ν. 146/1914.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Α1) Δικαιολογητική βάση απαγόρευσης της ιατρικής διαφήμισης

Η ιατρική διαφήμιση διαφοροποιείται από τις συνηθισμένες διαφημίσεις προϊόντων ή υπηρεσιών εξαιτίας της θεώρησης του ιατρικού επαγγέλματος ως λειτουργήματος[1] και ως εκ τούτου χρήζει ειδικής ρύθμισης.

Από τη φύση της η διαφήμιση, παράλληλα με την πληροφοριακή της λειτουργία, στοχεύει στην επίδραση στη βούληση του εκάστοτε καταναλωτή με αποφασιστικό τρόπο ώστε να τη διαμορφώσει (πειστική λειτουργία)[2].

Μία απόλυτη απαγόρευση της ιατρικής διαφήμισης και κατ’ επέκταση της οικονομικής και επαγγελματικής δραστηριότητας των ιατρών θα παραβίαζε υπέρμετρα τη συνταγματικά κατοχυρωμένη οικονομική ελευθερία[3] (αρ. 5 παρ. 1[4] σε συνδυασμό με αρ. 22 παρ. 1 του Σ.), την επαγγελματική ελευθερία[5] (αρ. 16 παρ. 1 του Σ.), αλλά και την αρχή της ισότητας[6] (άρθρο 4 παρ. 2 του Σ.), δίνοντας ευχέρεια διαφήμισης σε άλλους κλάδους ελεύθερων επαγγελματιών, όπως επίσης θα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ[7], σχετικά με τις προϋποθέσεις του επιτρεπτού του δικαιώματος έκφρασης. Αντίθετη θα ήταν επίσης και στο άρθρο 5 Α του Σ., υπό τη σκοπιά ότι οι ασθενείς έχουν δικαίωμα πληροφόρησης. Από την άλλη μεριά, το επιτρεπτό της ιατρικής διαφήμισης χωρίς τη θεσμοθέτηση όρων και περιορισμών δεν θα ήταν μόνο αντίθετο με τη φύση της ιατρικής ως λειτούργημα, αλλά θα παραβίαζε το υπέρτερο αυτής  συμφέρον υγείας των ασθενών και το συμφέρον των ασθενών για ιατρική πληροφόρηση, υπό τη σκοπιά της ορθής ενημέρωσης, δικαιώματα κατοχυρωμένα στα άρθρα 5 παρ. 5 και 5 Α του Σ. αντίστοιχα.[8]

Α2) Ιστορική αναδρομή[9]

Η θεσμοθέτηση ρυθμιστικού πλαισίου σχετικά με την ιατρική διαφήμιση αποτέλεσε αντικείμενο του άρθρου 26 του α.ν. 1565/1939, το οποίο έθετε ως όριο την αντίθεση της στους δεοντολογικούς κανόνες του ιατρικού λειτουργήματος.

Αυστηρότερη ρύθμιση εισήγαγε το άρθρο 6 του ν. 2194/1994, με το οποίο απαγορεύθηκε οιαδήποτε διαφήμιση σε οιοδήποτε μέσο δημοσιότητας, με μοναδική εξαίρεση τη δυνατότητα ανάρτησης πινακίδων υπό προϋποθέσεις. Ωστόσο, επειδή η απόλυτη απαγόρευση του τελευταίου άρθρου προσκρούει στο Σ.[10], επήλθε τροποποίηση αυτού με το άρθρο 2 του ν. 2256/1994 και επετράπη η δυνατότητα καταχώρισης για περιορισμένο χρονικό διάστημα και πάντα ύστερα από έγκριση του οικείου συλλόγου στον τύπο ανακοινώσεων αναφορικά με την  έναρξη, τον τόπο και το ωράριο παροχής υπηρεσιών και την ειδικότητα του εκάστοτε ιατρού. Το εν λόγω άρθρο συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 2345/1995. Τέλος, με το άρθρο 15 του π.δ. 84/2001 εισήχθη απόλυτη απαγόρευση διαφήμισης των Π.Φ.Υ., εξαιρουμένων πάντα των πινακίδων.

Ειδικότερη απαγόρευση της ιατρικής διαφήμισης περιέχει το άρθρο 305 του ΠΚ σχετικά με την απαγόρευση της διαφήμισης μέσων τεχνητής διακοπής της κύησης, αλλά και το άρθρο 5 παρ. 7 του π.δ. 100/2000, σχετικά με την απαγόρευση διαφήμισης των φαρμάκων και των θεραπευτικών αγωγών, όπου επιβάλλεται προηγούμενη ιατρική συνταγή.

Σήμερα, οι ρυθμιστικές διατάξεις της ιατρικής διαφήμισης είναι τα άρθρα 17 και 18 του ΚΙΔ (ν. 3418/2005).

Α3) Άμεση και έμμεση[11] διαφήμιση

Το άρθρο 17 του ΚΙΔ ρυθμίζει τη διαφήμιση-παρουσία των ιατρών στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Με τη πρώτη του παράγραφο απαγορεύει οποιαδήποτε προσωπική διαφήμιση ή συστηματική δημόσια παρουσία ή αναφορά του ονόματος του ιατρού, άμεσα ή έμμεσα, η οποία είτε προέρχεται από αυτόν είτε διενεργείται με δική του υποκίνηση. Ιδιαίτερη σημασία έχει η αποσαφήνιση των εννοιών της «άμεσης» και της «έμμεσης» διαφήμισης. Ειδικότερα, ως άμεση νοείται η διαφήμιση που προβάλλει ευθέως τις υπηρεσίες του ιατρού και επομένως γίνεται αντιληπτή ως τέτοια από τον καταναλωτή. Ως έμμεση νοείται εκείνη η διαφήμιση η οποία αποκρύπτει τον εγγενή σκοπό της και στοχεύει στη διαφήμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών χωρίς να το αντιληφθεί ο καταναλωτής. Η έμμεση διαφήμιση επιδιώκει να απευθυνθεί στον καταναλωτή με τέτοιο τρόπο, ώστε να του εντυπωθεί νοητικά χωρίς να το καταλάβει, κάμπτοντας έτσι πιθανό σκεπτικισμό και κριτική, όπως θα συνέβαινε εάν ο καταναλωτής αντιλαμβανόταν ότι επρόκειτο για διαφήμιση. Επομένως, γίνεται κατανοητό, ότι η έμμεσης μορφής διαφήμιση εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο την προώθηση των υπηρεσιών, ντύνοντας την με τον μανδύα της ιατρικής πληροφόρησης και κατ’ επέκταση της ορθής άσκησης του ιατρικού λειτουργήματος.[12]

Α4) Παραπλανητική διαφήμιση

Ο ΚΙΔ απαγορεύει ρητά τη παραπλανητική διαφήμιση. Ειδικότερα, στο άρθρο 17 παρ. 10 απαγορεύει την έκφραση απόψεων διά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν σύγχυση ή παραπλάνηση του κοινού για θέματα υγείας.

Α5) Διαφήμιση από τρίτα πρόσωπα

Η ιατρική διαφήμιση, όμως, δεν απαγορεύεται μόνο όταν γίνεται από τον ίδιο τον ιατρό, αλλά και όταν γίνεται από τρίτα πρόσωπα, τα οποία δρουν είτε από δική του υποκίνηση (άρ. 17 παρ. 1 του ΚΙΔ) είτε αυτοβούλως (άρ. 17 παρ. 5 και 6 του ΚΙΔ).

Πιο αναλυτικά, κατά την παρ. 5 του άρθρου 17 του ΚΙΔ απαγορεύεται η  άμεση ή έμμεση διαφήμιση ιατρού από τρίτους, οι οποίοι έχουν σχέσεις συγγένειας, συνεργασίας ή εξάρτησης από τον ιατρό. Ως αποτέλεσμα επέρχονται οι προβλεπόμενες νόμιμες κυρώσεις ως προς τον ιατρό, εφόσον αποδειχθεί ότι ο τελευταίος γνώριζε τις ενέργειες των προσώπων αυτών. Να σημειωθεί ότι ο ιατρός δεν φέρει ευθύνη εκ του αποτελέσματος. Εάν, δηλαδή, ο ίδιος προσπαθήσει να σταματήσει τη διαφήμιση που κάνουν οι τρίτοι, οι προσπάθειες του, όμως, αποβούν άκαρπες, τότε δεν θα του επιβληθούν κυρώσεις.[13]

Τα δε τρίτα πρόσωπα που προβαίνουν σε διαφήμιση του ιατρού ορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο και περιοριστικό. Ειδικότερα, πρόκειται για συγγενείς του, όπου ως τέτοιοι, του νόμου μη διακρίνοντος, νοούνται οι συγγενείς τόσο εξ αίματος όσο και εξ αγχιστείας μέχρι το δεύτερο βαθμό, για όσους βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης με τον ιατρό, δηλαδή εξαρτώνται οικονομικά από αυτόν και τηρούν τις εντολές του (π.χ. βοηθός, γραμματέας) και τέλος για τους συνεργάτες, δηλαδή για όσους δεν βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης, αλλά αμείβονται από τον ιατρό για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.[14]

Ευρύτερο περιορισμό, μη ορίζοντας περιοριστικά τους τρίτους που διαφημίζουν τον ιατρό, εισάγει η παρ. 6 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία «απαγορεύεται η δημοσίευση εν γνώσει του ιατρού αγγελιών, επιστολών ή δηλώσεων με μορφή ευχαριστιών ή συγχαρητηρίων και πραγματικών ή υποθετικών διαγνωστικών ή θεραπευτικών επιτυχιών και ικανοτήτων του, η οποία στοχεύει στην επαγγελματική διαφήμιση». Η συγκεκριμένη απαγόρευση στοχεύει στη προστασία της αρχής της αντικειμενικότητας, η οποία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την δημοσιοποίηση υποκειμενικών απόψεων.[15]

Η επιθυμία, λοιπόν, του νομοθέτη ήταν η απαγόρευση σε τρίτους να διαφημίζουν ιατρό, έχοντας προς τούτο άμεσο ή έμμεσο σκοπό, και η επέλευση κυρώσεων στον τελευταίο όχι μόνο όταν υποκίνησε ο ίδιος τις διαφημιστικές ενέργειες των τρίτων, αλλά και όταν οι τρίτοι προέβησαν αυτοβούλως σε αυτές και ο ιατρός ενώ έλαβε γνώση επέδειξε ανοχή.[16]

Α6) Προϋποθέσεις του επιτρεπτού της ιατρικής ενημέρωσης

Αρχικά, κατά το άρ. 17 παρ. 9 του ΚΙΔ απαγορεύεται η ενημέρωση που υποκρύπτει σκοπό διαφήμισης. Προκειμένου, λοιπόν, να είναι νόμιμη επιβάλλεται να αποσκοπεί στην ενημέρωση του κοινού σε θέματα της ειδικότητας του ιατρού ή του γνωστικού του αντικειμένου και να ακολουθεί τις αρχές και τις κείμενες διατάξεις που διέπουν την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος και την ιατρική δεοντολογία.

Επιπλέον, πρέπει να τηρείται η αρχή της αντικειμενικότητας, ήτοι να μην πρόκειται για υποκειμενικές απόψεις, αλλά για ενημέρωση που στηρίζεται σε πληροφορίες, οι οποίες πηγάζουν αποκλειστικά από στοιχεία απόλυτα τεκμηριωμένα και διεθνώς παραδεδεγμένα, αλλά και της αρχής της αναγκαιότητας, δηλαδή η ενημέρωση να περιορίζεται στο αναγκαίο πλαίσιο.

Α7) Προϋποθέσεις του επιτρεπτού της ιατρικής διαφήμισης

Σύμφωνα με το άρθρο 18 του ΚΙΔ δεν συνιστούν ανεπίτρεπτη διαφήμιση:

«α) οι δημόσιες ανακοινώσεις για ιατρικά θέματα, εφόσον γίνονται από ειδικούς σε θέματα της ειδικότητάς τους και με γνώμονα την ενημέρωση των συναδέλφων ιατρών ή της κοινής γνώμης,

β) η συμμετοχή σε δημόσιες συζητήσεις, στο γραπτό ή ηλεκτρονικό τύπο, με σκοπό την ενημέρωση της κοινής γνώμης γύρω από θέματα αρμοδιότητας ή ειδικότητας του ιατρού ή του πεδίου ευθύνης του, επίκαιρα ή μη, που την απασχολούν, εφόσον βεβαίως τηρούνται οι αρχές της αβρότητας, της έντιμης εκφοράς κρίσεων και επιχειρημάτων και του σεβασμού της άλλης άποψης, που διατυπώνεται με τους ίδιους κανόνες.

γ) Η ενημερωτική καταχώριση στα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης του ονοματεπώνυμου του ιατρού, της ειδικότητάς του, της διευθύνσεως και των ωρών λειτουργίας του ιατρείου του.»

Στις περ. α και γ της εν λόγω παραγράφου εκφράζεται η αρχή της προσφορότητας, η οποία επιτάσσει την ενημέρωση για οτιδήποτε πρόσφορο να προστατεύσει την υγεία του εκάστοτε ασθενή (π.χ. ενημέρωση για ώρες λειτουργίας ιατρείου).

Α8) Παρουσία των ιατρών στο Διαδίκτυο[17]

Η παρουσία των ιατρών στο διαδίκτυο, μολονότι δύναται να συντελέσει στη διαφήμιση του, εντούτοις δεν αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης του άρθρου 17, αλλά του άρθρου 18 του ΚΙΔ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το άρθρο 17 του ΚΙΔ αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα του συνδυασμού πολλών προγενέστερων διατάξεων, εν αντιθέσει με το άρθρο 18 του ΚΙΔ που ήταν η παρθενική ρύθμιση για τη παρουσία των ιατρών στο διαδίκτυο.

Ωστόσο, και στο άρθρο 17 του ΚΙΔ περιλαμβάνονται κάποιες ρυθμίσεις που αφορούν τη διαφήμιση των ιατρών στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, κατά τη παρ. 2 «απαγορεύεται η ανάρτηση σε δημόσιο χώρο διαφημιστικών πινακίδων ή επιγραφών, η διανομή φυλλαδίων, αγγελιών, δημοσιευμάτων ή οποιασδήποτε φύσης διαφημιστικών εντύπων ή άλλων ανακοινώσεων στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χρήση των ανωτέρω μέσων σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8» και κατά τη παρ. 8 περ. β «η συμμετοχή σε δημόσιες συζητήσεις, στο γραπτό ή ηλεκτρονικό τύπο, με σκοπό την ενημέρωση της κοινής γνώμης γύρω από θέματα αρμοδιότητας ή ειδικότητας του ιατρού ή του πεδίου ευθύνης του, επίκαιρα ή μη, που την απασχολούν, εφόσον βεβαίως τηρούνται οι αρχές της αβρότητας, της έντιμης εκφοράς κρίσεων και επιχειρημάτων και του σεβασμού της άλλης άποψης, που διατυπώνεται με τους ίδιους κανόνες».

Α9) Επιτρεπόμενο περιεχόμενο[18]

Με τη σειρά του το άρθρο 18 του ΚΙΔ δεν ρυθμίζει γενικά τη παρουσία των ιατρών στο διαδίκτυο, αλλά μία πτυχή αυτής και συγκεκριμένα τη δημιουργία και διατήρηση ιστοσελίδας, στην οποία, σύμφωνα με τη πρώτη παράγραφο αυτού, μπορούν να αναφέρονται ιδίως τα οριζόμενα στο άρθρο 17 παρ. 3 του ΚΙΔ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αξίζει να επισημανθούν δύο πράγματα.

Πρώτον η παραπομπή στη παρ. 3 του άρθρου 17, οπότε και προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή η αναφορά του ονόματος, του επωνύμου, του αριθμού μητρώου του οικείου ιατρικού συλλόγου, των μόνιμων τίτλων που έχουν αναγνωρισθεί στην Ελλάδα, της ειδικότητας και τέλος των ημερών και των ωρών των επισκέψεων. Δευτερευόντως, άξιο αναφοράς θεωρείται το ότι δεν υπάρχει στην εν λόγω περίπτωση περιοριστική, αλλά ενδεικτική («ιδίως») αναφορά των επιτρεπόμενων για δημοσίευση σε ιστοσελίδα που διατηρεί ιατρός στοιχείων. Ως εκ τούτου παρατηρείται ότι το άρθρο 18 του ΚΙΔ, ορμώμενο από το γεγονός ότι στη σημερινή εποχή η πληροφόρηση γίνεται κυρίως διαδικτυακά, παρέχει τη διακριτική ευχέρεια στον εκάστοτε ιατρό να δημοσιεύσει οτιδήποτε κρίνει ότι συμβάλλει στην ορθή ενημέρωση των ασθενών, προκειμένου οι τελευταίοι να προστατεύσουν κατά το καλύτερο δυνατό τρόπο την υγεία τους. Επομένως, το άρθρο 16 παρ. 1 του Σ. που θεσπίζει την επαγγελματική ελευθερία παρέχει στον ιατρό μία μεγαλύτερη ελευθερία, εφόσον βέβαια τηρούνται οι επιταγές των άρθρων 5 παρ. 5 και 5 Α του Σ., όπως επίσης και οι προαναφερθείσες αρχές της αναγκαιότητας, της προσφορότητας και της αντικειμενικότητας.

Κατόπιν των ανωτέρω, στην ιστοσελίδα του εκάστοτε ιατρού είναι επιτρεπτή και η δημοσίευση πληροφοριών που δεν έχουν αμιγώς σχέση με την ιατρική, αλλά αφορούν τον ιατρό σαν πρόσωπο με τη λογική ότι συμβάλλουν στη βελτίωση της σχέσης ιατρού-ασθενή, αφού ενδέχεται να καταρρίψουν την ιδέα του ιατρού ως απόμακρης προσωπικότητας και να δημιουργήσουν στον ασθενή αισθήματα εμπιστοσύνης και αμεσότητας, γεγονός που είναι σύμφωνο με την αρχή της προσφορότητας. Βέβαια η μη αντίθεση στη τελευταία πρέπει να κρίνεται ad hoc Επομένως, είναι επιτρεπτή η δημοσίευση εξωτερικών δραστηριοτήτων του ιατρού (χόμπι), αλλά όχι η ανάρτηση προκλητικών φωτογραφιών του προσωπικού.

Επιπλέον, βάσει της παρ. 4 του άρθρου 18, σύμφωνα με την οποία «Οι πληροφορίες που παρέχονται στην ιστοσελίδα πρέπει να είναι ακριβείς, αντικειμενικές, κατανοητές και σύμφωνες με τον παρόντα Κώδικα. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να οδηγούν σε παραπλάνηση του κοινού ή σε έμμεση συγκριτική εκτίμηση προσόντων ή πτυχίων.», του αρ. 5 Α του Σ. και της αρχής της προσφορότητας επιτρέπεται η δημοσίευση στοιχείων, όπως η ικανότητα ομιλίας ξένων γλωσσών, το Πανεπιστημιακό ίδρυμα φοίτησης του ιατρού, η μετεκπαίδευση του ιατρού, νέα αναφορικά με τον τομέα της υγείας, όπως π.χ. η ίδρυση ενός νοσοκομείου, το εάν το ιατρείο είναι σαν χώρος κατάλληλος για την υποδοχή ατόμων ΑΜΕΑ κ.α..

Η παρ. 2 του άρθρου 18 ορίζει ότι το όνομα, η επωνυμία ή ο τίτλος της ιστοσελίδας ή της ηλεκτρονικής διεύθυνσης του εκάστοτε ιατρού πρέπει να συνάδουν με την επαγγελματική του ευπρέπεια και να ανταποκρίνονται στις πραγματικά παρεχόμενες υπηρεσίες, ενώ ως υποχρεωτικά δημοσιευμένες πληροφορίες αναφέρει το χρόνο τελευταίας ενημέρωσης της ιστοσελίδας και οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση συμφερόντων.

Τέλος, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου η ιστοσελίδα μπορεί να περιλαμβάνει «πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις ή τη − με οποιονδήποτε τρόπο − συνεργασία του ιατρού με το Δημόσιο, τα ταμεία ασθενείας και τους ασφαλιστικούς φορείς.».

Α10) Προσωπική επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα[19]

Η επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα ενδέχεται να λάβει δύο μορφές.

Η πρώτη είναι ως διαφήμιση, οπότε και απαγορεύεται ρητά.

Η δεύτερη είναι ως παροχή ιατρικών πληροφοριών, όπως π.χ. η ανάγκη εμβολιασμού κατά του Covid-19, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να λάβει τη μορφή ιατρικών συμβουλών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

B1) Influencer marketing

Στη σημερινή εποχή ο τρόπος διαφήμισης που επιτελεί αποτελεσματικότερα το σκοπό της σαν πρακτική είναι η διαφήμιση μέσω τρίτου προσώπου (Influencer) σε κάποια πλατφόρμα (π.χ. Instagram, Facebook, Twitter κ.α.) μέσου κοινωνικής δικτύωσης (social media). Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί το γεγονός ότι ο αριθμός των προσώπων που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ιδιαίτερα μεγάλος, όπως επίσης και το γεγονός ότι οι Influencers αποτελούν την νέα κατηγορία διάσημων προσώπων όχι μόνο σε εθνικό, αλλά σε διεθνές επίπεδο, διαθέτοντας χιλιάδες ή ακόμα και εκατομμύρια ακολούθους (followers). Ως εκ τούτου μία ανάρτηση τους που διαφημίζει κάποιο προϊόν-υπηρεσία γνωστοποιείται άμεσα στους ακολούθους τους, οι οποίοι ενδέχεται να την αναδημοσιεύσουν (share), οπότε και θα απευθυνθεί σε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό προσώπων. Ο εν λόγω τρόπος διαφήμισης αποκαλείται Influencer marketing.[20]

Β2) Το Influencer marketing ως μορφή συγκαλυμμένης διαφήμισης

Συγκαλυμμένη είναι η διαφήμιση που γίνεται με έμμεσο τρόπο αποκρύπτοντας από τον καταναλωτή το διαφημιστικό-προωθητικό της σκοπό και στοχεύοντας να επιδράσει ασυναίσθητα στη βούληση του με αποφασιστικό τρόπο ώστε να τη διαμορφώσει ουσιωδώς.

Ως καταναλωτής νοείται ο μέσος[21] καταναλωτής, οπότε  στη συγκεκριμένη περίπτωση ως καταναλωτής εκλαμβάνεται όχι ο μέσος χρήστης των social media, αλλά ο μέσος follower του εκάστοτε Influencer. Η οικονομική συμπεριφορά του χρήστη αυτού πρέπει να στρεβλώνεται ή να δύναται να στρεβλωθεί ουσιωδώς.

Γι’ αυτό το λόγο, αποτελεί αθέμιτη εμπορική πρακτική και απαγορεύεται από τον Ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή.

Πιο αναλυτικά, ο Ν. 2251/1994 στο άρθρο 9στ περ. κ εντάσσει τη συγκαλυμμένη διαφήμιση  στις per se αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβάνοντας τη στην αποκαλούμενη «μαύρη λίστα», με αποτέλεσμα να ισχύει αμάχητο τεκμήριο αθέμιτης συμπεριφοράς όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου, χωρίς να χρειάζεται η εξέταση οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης. Σε περίπτωση που μία διαφήμιση δεν μπορεί να ενταχθεί σε αυτό, τότε υπάρχει δυνατότητα απαγόρευσης της μέσω του άρθρου 9 ε παρ. 2 του Ν. 2251/1994, όπου, όμως, είναι απαραίτητη η διάγνωση ουσιώδους στρέβλωσης της οικονομικής συμπεριφοράς του καταναλωτή. Τέλος, σε ενδεχόμενη μη υπαγωγή της διαφήμισης είτε στο πρώτο είτε στο δεύτερο άρθρο ισχύ έχει η γενική ρήτρα του άρθρου 9γ παρ. 2 του Ν. 2251/1994, εφόσον πληρούνται οι όροι της.[22]

Προβληματισμός ανακύπτει σχετικά με τη δυνατότητα υπαγωγής των αναρτήσεων των Influencers στα social media στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 9στ περ. κ του Ν. 2251/1994. Από τη θεωρία υποστηρίζεται η άποψη ότι αφού ο Ν. 2251/1994 δεν έκανε αυτούσια μετάφραση του όρου «editorial consent», δηλαδή του όρου «συντακτικού περιεχομένου» της Οδηγίας 2005/29, της οποίας αποτελεί πράξη ενσωμάτωσης, τότε δεν πρέπει να γίνεται στενή, αλλά ευρεία ερμηνεία του όρου «κείμενο στα μέσα» του ανωτέρω άρθρου και ως εκ τούτου να συμπεριλαμβάνονται και οι αναρτήσεις των Influencers στα social media στο ρυθμιστικό πεδίο του εν λόγω άρθρου. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι η Οδηγία 2018/1808 που τροποποιεί την Οδηγία 2010/13, η οποία ενσωματώθηκε με το π.δ. 109/2010 σχετικά με την απαγόρευση συγκαλυμμένης διαφήμισης στις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, προσθέτει στα τελευταία και τις πλατφόρμες διαμοιρασμού βίντεο και τα βίντεο που παράγονται από χρήστες (π.χ. YouTube).[23]

Το μη επιτρεπτό μίας συγκαλυμμένης διαφήμισης μπορεί να θεμελιωθεί και στο άρθρο 9στ περ. λ[24] του Ν. 2251/1994, όπου αρκεί η δημιουργία ψευδούς εντύπωσης ότι ο προμηθευτής δεν ενεργεί ως επαγγελματίας.[25]

Β3) Διάκριση μεταξύ προσωπικής και διαφημιστικής ανάρτησης

Ιδιαίτερα δυσχερές είναι να διακριθεί η προσωπική ανάρτηση από τη διαφημιστική ανάρτηση του εκάστοτε Influencer, δεδομένου ότι ο λογαριασμός που διατηρεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι προσωπικός και ότι στη συγκαλυμμένη διαφήμιση αποκρύπτεται ο διαφημιστικός σκοπός.

Προκειμένου, λοιπόν, να χαρακτηριστεί μία δημοσίευση ως διαφημιστική είναι απαραίτητο να υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις.

Η πιο σημαντική ένδειξη είναι η ύπαρξη αμοιβής. Ως αμοιβή δεν εκλαμβάνεται μόνο η χρηματική, αλλά και η προσφορά υπηρεσιών χωρίς αντίτιμο ή η προσφορά κάποιου εμπορεύματος κ.α.. Να σημειωθεί ότι ακόμη και ελλείψει αντιτίμου[26] μπορεί μία ανάρτηση να θεωρηθεί διαφήμιση[27].

Πέρα από την ύπαρξη αμοιβής, ένδειξη αποτελεί και η σχέση συνεργασίας ή εξάρτησης με τον ιατρό, όπως επίσης και η παρουσίαση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχει ο εκάστοτε ιατρός με πλεονεκτικό τρόπο που συνάδει με τρόπο προβολής διαφήμισης, αλλά και η χρήση σε hashtag του διακριτικού γνωρίσματος του εκάστοτε ιατρού. Ακόμα, η χρήση hashtag “ad” ανάμεσα σε πλειάδα άλλων hashtags θεωρείται ότι υποκρύπτει τον διαφημιστικό σκοπό, δεδομένου ότι ο τελευταίος δεν είναι εμφανής με ευχέρεια[28].

Αμφισβητείται η άποψη ότι και μόνο το γεγονός ότι πρόκειται για ανάρτηση Influencer που διαθέτει πιστοποιημένο λογαριασμό ελεύθερα προσβάσιμο και μεγάλο αριθμό ακολούθων, συνηγορεί στο γεγονός ότι η αναρτήσεις του δεν είναι προσωπικές, αλλά επιχειρηματικές[29]. Κατά τη γνώμη του γράφοντος η άποψη αυτή παραβιάζει κατάφωρα την ελευθερία έκφρασης του άρ. 14 παρ. 1 του Σ. εξάγοντας αυθαίρετα συμπεράσματα.

Επομένως, χρειάζεται να εκτιμάται συνολικά και ad hoc η εκάστοτε ανάρτηση προκειμένου να διαπιστώνεται ο διαφημιστικός της χαρακτήρας ούτως ώστε και να μην παραβιαστεί η ελευθερία έκφρασης[30] και να μην επιτραπεί η δημοσίευση συγκαλυμμένης διαφήμισης. Η απουσία οικονομικού συμφέροντος σε συνδυασμό με την ελευθερία έκφρασης συνηγορεί στη μη θεώρηση της ανάρτησης ως διαφήμιση[31].

Β4) Η εφαρμογή του ΚΙΔ στη περίπτωση του Influential marketing

Ύστερα από την εκτενή ανάλυση των άρθρων 17 και 18 του ΚΙΔ, αλλά και της φύσης της συγκαλυμμένης διαφήμισης, συνάγεται ότι το Influential marketing δεν είναι επιτρεπτή μορφή διαφήμισης από τον ΚΙΔ, παρόλο που ο τελευταίος δεν περιέχει ειδική ρύθμιση.

Αυτό συμβαίνει, διότι το Influential marketing είναι  διαδικτυακή έμμεση διαφήμιση περισσότερων των επιτρεπόμενων από τον ΚΙΔ στοιχείων, παραπλανητική, η οποία διεξάγεται από τρίτα πρόσωπα που έχουν σχέση συνεργασίας ή εξάρτησης με τον εκάστοτε διαφημιζόμενο ιατρό. Επιπλέον, γίνεται εν γνώσει του ιατρού και πλήττει τις αρχές της αντικειμενικότητας, της προσφορότητας και της αναγκαιότητας, αφού πρόκειται για δημοσίευση υποκειμενικών πληροφοριών, οι οποίες δεν στοχεύουν στην ενημέρωση του κοινού για τις αναγκαίες και πρόσφορες για τη βελτίωση της υγείας του ιατρικές πληροφορίες.

Επιπλέον, μορφή Influential marketing που απαγορεύεται, θεωρείται ακόμη και το σχόλιο ενός Influencer σε, νόμιμο κατά τα άλλα, post του ιατρού στα social media.

Τέλος, πέρα από το Influential marketing, μη επιτρεπτή διαφήμιση αποτελεί και η δημοσίευση ενός ιατρού στα social media, η οποία σαν περιεχόμενο είναι νόμιμη, αλλά ο ιατρός τη διαφημίζει επί πληρωμή στο εκάστοτε social media, όπως επίσης και η διατήρηση σχολίων κάτω από δημοσίευση του, η οποία επίσης είναι νόμιμη κατά περιεχόμενο, τα οποία είτε γίνονται εν γνώση του είτε τα ανέχεται. Στη πρώτη περίπτωση παραβιάζεται η αρχή της αντικειμενικότητας, διότι όσοι ιατροί δεν έχουν πληρώσει για να διαφημιστούν δεν θα προβληθούν[32], ενώ στη δεύτερη θεωρείται ότι υπάρχει αντίθεση στο άρ. 17 παρ. 5 και 6 του ΚΙΔ. Να σημειωθεί ότι όπως προαναφέρθηκε[33], αποστολή προσωπικών μηνυμάτων στα social media από Influencer με διαφημιστικό σκοπό, αποτελεί μη επιτρεπτή μορφή διαφήμισης κατά τον ΚΙΔ, ενώ αντιθέτως είναι επιτρεπτή η παροχή ιατρικών πληροφοριών με προσωπικά μηνύματα στα social media.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Γ1) Ευθύνη

Γ1.1) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΔ

Αρχικά, ο ιατρός που θα παραβιάσει τα άρθρα 17 και 18 του ΚΙΔ τιμωρείται πειθαρχικά από τα αρμόδια όργανα, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 1 του ΚΙΔ.

Επίσης, αστική ευθύνη λόγω παραβίασης του άρθρου 21 παρ. 2 του ΚΙΔ δεν αποκλείεται. Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο απαριθμεί ενδεικτικά πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, μεταξύ των οποίων αναφέρονται αθέμιτες συμπεριφορές προέλκυσης πελατείας. Οπότε ανάμεσα τους μπορεί να συμπεριληφθεί η μη επιτρεπτή ιατρική διαφήμιση, δεδομένου ότι στοχεύει στη προσέλκυση καταναλωτών και είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη. Εφόσον, μάλιστα, αποδειχθεί και υπαιτιότητα του ιατρού που διαφημίζεται τότε είναι δυνατή η αξίωση αποζημίωσης κατά τα άρθρα 914 επ. του Α.Κ. αποκλειστικά και μόνο από τους ιατρούς που υπέστησαν ζημία οφειλόμενη στη συγκεκριμένη αθέμιτη διαφήμιση. Παραβίαση του άρθρου 21 παρ. 2 του ΚΙΔ απειλεί και πειθαρχικές κυρώσεις κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του ΚΙΔ.[34]

Γ1.2) Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 για τη προστασία του καταναλωτή

Από τη διατύπωση του άρθρου 1 α περ. 2 του Ν. 2251/1994 συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο ιατρός ευθύνεται και σύμφωνα με το δίκαιο για τη προστασία του καταναλωτή, οπότε θα απειλούνται οι προβλεπόμενες στα άρθρα 9θ και 13 α του Ν. 2251/1994 κυρώσεις.

Προβληματισμός γεννάται αν ευθύνεται και ο Influencer και η πλατφόρμα social media. Στη θεωρία[35] υποστηρίζεται ότι παρόλο που δεν προκύπτει ρητά από το αρ. 1 α περ. 2 του Ν. 2251/1994, ευθύνεται και ο Influencer, αλλά και η πλατφόρμα, εφόσον έχει γνώση του χαρακτήρα της διαφήμισης ως αθέμιτης εμπορικής πρακτικής και δεν την αποσύρει, λαμβάνοντας υπόψη το προϊσχύον άρθρο 9 α του ίδιου ως άνω νόμου, το οποίο αφορούσε και τα τρίτα αυτά μέλη. Συνεπώς, η διατύπωση του νέου άρθρου αποδίδεται σε νομοτεχνική αβλεψία.

Γ1.3.1) Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού[36]

Σχετικά με το ζήτημα της ευθύνης του ιατρού που διαφημίζεται παραβιάζοντας τα άρθρα 17 και 18 του ΚΙΔ σύμφωνα με τις διατάξεις του αθέμιτου ανταγωνισμού η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού.

Μολονότι υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας εντονότερα μετά[37] την Οδηγία 2005/29/ΕΚ, αλλά και πριν[38] από αυτή, ότι τα ελευθέρια επαγγέλματα συμπεριλαμβάνονται στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 1 και 3 του ν. 146/1914, ωστόσο κρατούσα θεωρείται η αντίθετη άποψη. Σύμφωνα με την τελευταία η γραμματική ερμηνεία της γενικής ρήτρας του άρθρου 1 του ν. 146/1914 δεν αφήνει αμφιβολία ότι δεν αφορά τα ελευθέρια επαγγέλματα και ως εκ τούτου και το ιατρικό επάγγελμα, δεδομένου ότι ο εν λόγω νόμος αφορά απρόσωπες γενικές τυποποιημένες εμπορικές συναλλαγές, χωρίς να ενδιαφέρει η εμπορικότητα του υποκειμένου, αλλά η εμπορικότητα των συναλλαγών.  Επιπλέον, κατά την άποψη αυτή η Οδηγία 2005/29/ΕΚ αφορά τη σχέση επιχείρησης και καταναλωτή και γι’ αυτό το λόγο δεν ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με τη δημιουργία νέου νομοθετήματος, αλλά με τη τροποποίηση του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή. Τέλος, κατόπιν των ανωτέρω, αλλά και επειδή ο ν. 146/1914, παρότι δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του αντίστοιχου γερμανικού νόμου, διαφοροποιείται ως προς αυτόν στη γενική ρήτρα και δεν περιλαμβάνει τα ελευθέρια επαγγέλματα, τα οποία ο γερμανικός νόμος περιλαμβάνει ρητά, αλλά και επειδή το εν λόγω ζήτημα δεν λύθηκε με την εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με την Οδηγία 2005/29/ΕΚ, θα πρέπει να γίνεται όχι αναλογική, αλλά εξ αντιδιαστολής ερμηνεία της γενικής ρήτρας και να μην εφαρμόζεται ο ν. 146/1914 στα ελευθέρια επαγγέλματα.

Σε κάθε περίπτωση οποιαδήποτε θεωρία και αν επικρατήσει ο ν. 146/1914 θα πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τον ΚΙΔ, η εφαρμογή, μάλιστα, του οποίου θα προηγείται ως ειδικότερου νομοθετήματος (lex specialis derogat lex generalis). Επομένως, σε περίπτωση διάπραξης πράξης αθέμιτου ανταγωνισμού εφαρμόζεται αρχικά το άρθρο 21 παρ. 2 του ΚΙΔ και εν συνεχεία, ανάλογα με το ποια άποψη θα υιοθετηθεί, ο ν. 146/1914.

Γ1.3.2) Ιατρικές εταιρείες

Κρατούσα άποψη είναι ότι στη περίπτωση των ιατρικών εταιρειών εφαρμόζεται ο Ν. 146/1914 λόγω απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη, η οποία δεν δέχεται εφαρμογή του Ν. 146/1914 ούτε στις ιατρικές εταιρείες, δεδομένου ότι ο Ν. 146/1914 αναφέρεται σε συγκεκριμένα είδη συναλλαγών και όχι σε συναλλαγές που τα υποκείμενα τους έχουν την εμπορική ιδιότητα. Κατά τη γνώμη του γράφοντος η τελευταία άποψη δεν είναι νομικά ορθή, δεδομένου ότι σε περίπτωση μη υπαγωγής των ιατρικών εταιρειών στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 146/1914 θα υπάρχει ευθύνη μόνο σε επίπεδο B2C σύμφωνα με τον Ν. 2251/1994, και όχι σε επίπεδο B2B, αφού δεν θα εφαρμόζεται ούτε ο ΚΙΔ ούτε ο Ν. 146/1914[39].

 

Μάλιστα, σε επίπεδο B2B, δηλαδή ιατρικής εταιρείας προς ιατρική εταιρεία ο χαρακτηρισμός μίας διαφήμισης ως αθέμιτης εμπορικής πρακτικής κατά τον Ν. 2251/1994 δεν αποτελεί ούτε τεκμήριο ούτε ισχυρή ένδειξη, αλλά απλή ένδειξη αντίθεσης στο άρθρο 1 του Ν. 146/1914.[40]

Γ1.4) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΚ

Αρχικά, και ο ΚΙΔ και ο Ν. 2251/1994 δεν καθιερώνουν ποινική ευθύνη. Επομένως, ο ιατρός που διαφημίζεται κατά παράβαση των άρθρων 17 και 18 του ΚΙΔ, μολονότι διαπράττει μία αθέμιτα ανταγωνιστική πράξη, εντούτοις δεν ευθύνεται ποινικά.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι ακόμη και εάν επικρατήσει η άποψη που συμπεριλαμβάνει τα ελεύθερα επαγγέλματα στο ρυθμιστικό πεδίο του Ν. 146/1914 η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του συγκεκριμένου νόμου που καθιερώνουν ποινική ευθύνη για αθέμιτα εμπορικές πράξεις δεν είναι δυνατή. Αυτό συμβαίνει διότι από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 προκύπτει ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, εν προκειμένω οι ιατροί, δεν καλύπτονται από αυτό τον νόμο και ενδεχόμενη αναλογική εφαρμογή του είναι απαγορευμένη και συνιστά επέκταση του αξιοποίνου εις βάρος του δράστη κατά παράβαση των άρθρων 1 του ΠΚ και 7 παρ. 1 του Σ..[41]

Επομένως, ιατρός ευθύνεται ποινικά μόνο εάν πληρούται η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση τυποποιημένων στον ΠΚ εγκλημάτων[42].[43]

Αντιθέτως, στη περίπτωση των ιατρικών εταιρειών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 146/1914 που καθιερώνουν ποινική ευθύνη, αφού λόγω εμπορικής ιδιότητας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 146/1914.[44]

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Εν κατακλείδι, μολονότι δεν είναι επιτακτική η ανάγκη, κρίνεται ορθό να τροποποιηθούν τα άρθρα 17 και 18 του ΚΙΔ και συγκεκριμένα να ενοποιηθούν σε ένα ενιαίο άρθρο, το οποίο θα ρυθμίζει συνολικά τόσο την έντυπη όσο και τη διαδικτυακή διαφήμιση και θα περιλαμβάνει ρυθμίσεις και για τις σύγχρονες μορφές διαφήμισης, όπως είναι το Influencer marketing.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

  • Δανιήλ Γεώργιος, Ποινική ευθύνη ιατρών για πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού στο διαδίκτυο, Ιατρική, Δίκαιο και Διαδίκτυο σε επιμέλεια Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κ. Κηπουρίδου, Μ. Μηλαπίδου, Μ. Βασιλείου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 343 επ..
  • Δελούκα-Ιγγλέση Κ., Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή σε επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σ. 461 επ..
  • Ζ. Δουγαλής, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) σε επιμέλεια Ε. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 270 επ..
  • Ελευθεριάδης Ι. Νικόλαος, Το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού» επί των υπηρεσιών των ιατρών και των βιοεπιστημόνων, Ιατρική, Δίκαιο και Διαδίκτυο σε επιμέλεια Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κ. Κηπουρίδου, Μ. Μηλαπίδου, Μ. Βασιλείου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 185 επ..
  • Κηπουρίδου Καλλιόπη-Μηλαπίδου Μαρία, Ιατρική διαφήμιση ιδίως μέσω διαδικτύου, Ιατρική, Δίκαιο και Διαδίκτυο σε επιμέλεια Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κ. Κηπουρίδου, Μ. Μηλαπίδου, Μ. Βασιλείου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 248 επ..
  • Κοτσίρης Ε. Λάμπρος, Δίκαιο Ανταγωνισμού, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015.
  • Λασκαρίδης Ι. Εμμανουήλ, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) σε επιμέλεια Ε. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 211 επ..
  • Μαρίνος Δ. Μιχαήλ-Θεόδωρος, Από το ελληνικό στο κοινοτικό δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού-Προβλήματα εφαρμογής της «μαύρης λίστας» της Οδηγίας 2005/29 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (άρθρα 9στ και 9η Ν 2251/1994), ΔΕΕ 2011, σ. 877 επ..
  • Ίδιος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Π.Ν. Σάκκουλας, 2009.
  • Ίδιος, Η εφαρμογή του Ν. 146/1914 κτά του αθέμιτου ανταγωνισμού στα ελεύθερα επαγγέλματα, ΔΕΕ 1999, σ.267 επ..
  • Παμπούκης Κωνσταντίνος, Η διαφήμιση στα ελευθέρια επαγγέλματα, Αρμενόπουλος 2000, σ. 465 επ..
  • Παραμυθιώτης Γιάννος, Influencer marketing και συγκαλυμμένη διαφήμιση, ΧΡΙΔ 2020, σ.233 επ..
  • Χρυσόγονος Κώστας, Η ελευθερία της διαφήμισης κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Αρμενόπουλος, 1996, σ. 530 επ..

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

  • ΝΟΜΟS ΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
  • europa.eu

 

 

[1] Άρ. 2 παρ. 1 και 2 ΚΙΔ.

[2] Κωνσταντίνος Παμπούκης, Η διαφήμιση στα ελευθέρια επαγγέλματα, Αρμενόπουλος 2000, σ. 466.

[3] Κώστας Χρυσόγονος, Η ελευθερία της διαφήμισης κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Αρμενόπουλος, 1996, σ. 531.

[4] Παμπούκης, ό.π., σ. 473 επ., όπου γίνεται η διάκριση ελευθερίας επιλογής επαγγέλματος και περιορισμών κατά την άσκηση αυτού που τίθενται από την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή άσκηση αυτού, γεγονός του επηρεάζει τους δέκτες των υπηρεσιών.

[5] Παμπούκης, ό.π., σ. 465, όπου αναφέρεται σε επαγγελματική ελευθερία των διαφημιστών.

[6] Χρυσόγονος, ό.π., σ. 533.

[7] Παμπούκης, ό.π., σ. 470, Χρυσόγονος, ό.π., σ. 535.

[8] Ε. Λασκαρίδης, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) σε επιμέλεια Ε. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 214, 215, Καλλιόπη Κηπουρίδου/Μαρία Μηλαπίδου, Ιατρική διαφήμιση ιδίως μέσω διαδικτύου, Ιατρική, Δίκαιο και Διαδίκτυο σε επιμέλεια Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κ. Κηπουρίδου, Μ. Μηλαπίδου, Μ. Βασιλείου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 248 επ..

[9] Λασκαρίδης, ό.π., σ. 215, Κηπουρίδου/Μαλαπίδου, ό.π., σ. 249, 250.

[10] Χρυσόγονος, ό.π., σ. 533, 535.

[11] Βλ. άρθρο 9 του Κώδικα Διαφήμισης.

[12] Λασκαρίδης, ό.π., σ. 215, Κηπουρίδου-Μηλαπίδου, ό.π., σ. 250.

[13] Λασκαρίδης, ό.π., σ. 216.

[14] Λασκαρίδης, ό.π. σ. 217, Κηπουρίδου-Μηλαπίδου, ό.π., σ. 250 υποσημ. 10.

[15] Λασκαρίδης, ό.π., σ. 217.

[16] Λασκαρίδης, ό.π., σ. 218.

[17] Λασκαρίδης, ό.π., σ. 230 επ..

[18] Λασκαρίδης, ό.π., σ. 232 επ., Κηπουρίδου-Μηλαπίδου, ό.π., σ. 251.

[19] Λασκαρίδης, ό.π., σ. 238.

[20] Γιάννος Παραμυθιώτης, Influencer marketing και συγκαλυμμένη διαφήμιση, ΧΡΙΔ 2020, σ. 233.

[21] Κ. Δελούκα-Ιγγλέση, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή σε επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σ. 517.

[22]Δελούκα-Ιγγλέση, ό.π., σ. 516 επ., Παραμυθιώτης, ό.π., σ. 233-234.

[23] Παραμυθιώτης, ό.π., σ. 234.

[24] Και αυτό το άρθρο συνιστά per se ανεπιθύμητη εμπορική πρακτική.

[25] Λάμπρος Ε. Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σ. 708.

[26]Υπόθεση C-52/10, “Alter Channel”, σκέψη 34, http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=E254BDDDD6645C7CF0FC63E8EA798281?text=&docid=85130&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=4799589, σκέψη 34.

[27] Κοτσίρης, ό.π., σ. 698,

[28] Παραμυθιώτης, ό.π., σ. 235, 236.

[29] Παραμυθιώτης, ό.π., σ. 236.

[30] Παμπούκης, ό.π., σ. 468, η ελευθερία έκφρασης δεν καλύπτει το δικαίωμα στην οικονομική διαφήμιση, Χρυσόγονος, ό.π., σ. 532, η ελευθερία διαφήμισης δεν κατοχυρώνεται από το άρθρο 14 παρ. 1 και 2 του Σ..

[31] Παραμυθιώτης, ό.π., σ. 235 υποσημ. 33.

[32] Λασκαρίδης, ό.π., σ. 235.

[33] Υπό Α10.

[34] Ζ. Δουγαλής, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) σε επιμέλεια Ε. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 270 επ..

[35] Παραμυθιώτης, ό.π., σ. 237.

[36] Νικόλαος Ι. Ελευθεριάδης, Το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού» επί των υπηρεσιών των ιατρών και των βιοεπιστημόνων, Ιατρική, Δίκαιο και Διαδίκτυο σε επιμέλεια Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κ. Κηπουρίδου, Μ. Μηλαπίδου, Μ. Βασιλείου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 185 επ., Δουγαλής, ό.π., σ. 270, ΜονΠρΡεθύμνου 925/2003, ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑθ 32309/1997, ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑθ 8011/1992, ΝΟΜΟΣ,

[37] Μ.-Θ. Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Π.Ν. Σάκκουλας, 2009, σ. 96 επ., ΑΠ 1125/2011, ΝΟΜΟΣ.

[38] Μ.-Θ. Μαρίνος, Η εφαρμογή του Ν. 146/1914 κτά του αθέμιτου ανταγωνισμού στα ελεύθερα επαγγέλματα, ΔΕΕ 1999, σ. 267 επ., όπου τάσσεται υπέρ τη άποψης της ενδεικτικής και όχι αποκλειστικής απαρίθμησης του ρυθμιστικού πεδίου του αρ. 1 του Ν. 146/1914, υποστηρίζοντας επίσης ότι ο τελευταίος καλύπτει όλες τις επιχειρηματικές πράξεις και δεν σχετίζεται με την ύπαρξη εμπορικής ιδιότητας.

[39] Κηπουρίδου-Μηλαπίδου, ό.π., σ. 252, όπου υποστηρίζεται ότι ο ΚΙΔ δεν αφορά τις ιατρικές εταιρείες, όπου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 146/1914 και του Ν. 2251/1994, Λασκαρίδης, ό.π., σ. 226, ΜονΠρΡεθύμνου 925/2003, ΝΟΜΟΣ, Αντίθετος Ελευθεριάδης, ό.π., σ. 186, 187.

[40] Μ.-Θ. Μαρίνος, Από το ελληνικό στο κοινοτικό δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού-Προβλήματα εφαρμογής της «μαύρης λίστας» της Οδηγίας 2005/29 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (άρθρα 9στ και 9η Ν 2251/1994), ΔΕΕ 2011, σ. 877 επ..

[41] Γεώργιος Δανιήλ, Ποινική ευθύνη ιατρών για πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού στο διαδίκτυο, Ιατρική, Δίκαιο και Διαδίκτυο σε επιμέλεια Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κ. Κηπουρίδου, Μ. Μηλαπίδου, Μ. Βασιλείου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 345 υποσημ. 16, 347.

[42] Άρθρο 305 του ΠΚ περί διαφήμισης μέσων τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης.

[43] Δανιήλ, ό.π., σ. 348.

[44] Δανιήλ, ό.π., σ. 346.