Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Search in posts
Search in pages

ΚΟΙΝΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

Χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού χρήση μπορεί να κάνει ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι. Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους αλλά μπορεί να καταρτιστεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο (Ν. 5638/1932, ν.δ. 17.7/13.8.1923, άρθρα 411, 489, 490, 491 και 493 Α.Κ.).

Σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, ανεξαρτήτως εάν τα χρήματα ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους του λογαριασμού ή σε μερικούς ή έναν από αυτούς, παράγεται μεταξύ ενός εκάστου του λογαριασμού και της τράπεζας (δέκτης καταθέσεως) ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη ολόκληρου του ποσού της κατάθεσης ή μέρους αυτής από κάθε δικαιούχο του λογαριασμού να γίνεται στο όνομα του και όχι ως αντιπροσώπου των λοιπών, η δε καταβολή του ποσού των χρημάτων της κατάθεσης σε έναν από τους δικαιούχους  επιφέρει απόσβεση της απαίτησης έναντι του δέκτη (τράπεζας) και ως προς τον άλλο, δηλαδή τον μη αναλαβόντα δικαιούχο. Ο μη αναλαβών αποκτά απαίτηση έναντι του αναλαβόντος για την καταβολή ποσού ίσου προς το ήμισυ του αναληφθέντος, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης  έχει ο διάδικος ο οποίος προβάλει περιστατικά που θεμελιώνουν το παραπάνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 1001/2012, 2058/2007).

Με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932 ορίστηκε ότι στις χρηματικές καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό μπορεί να τεθεί όρος πως σε περίπτωση θανάτου οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεση και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες μέχρι του τελευταίου από αυτούς ελεύθερη παντός φόρου κληρονομίας ή άλλου τέλους. Στην περίπτωση αυτή σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες κατά το χρόνο που ο λογαριασμός είναι σε χρήση, περιέρχεται αυτοδικαίως η κατάθεση και ο από αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογεί σε εκείνον,  όπως θα μπορούσαν εάν δεν είχε τεθεί ο όρος αυτός.

Ωστόσο για την προστασία των δικαιωμάτων των νομίμων μεριδούχων εισήχθη με τον Αστικό Κώδικα η διάταξη του άρθρου 117Εισ.Ν.Α.Κ., σύμφωνα με την οποία, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέστηκε δωρεά, αυτή κρίνεται σε σχέση με το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά. Έτσι οι αναγκαίοι κληρονόμοι έχουν δικαίωμα να επιδιώξουν την ολική ή μερική ανατροπή της περιέλευσης της κατάθεσης στους επιζώντες συνδικαιούχους του λογαριασμού κατά το μέρος που θίγεται το ποσοστό της νόμιμης μοίρας που τους αναλογεί. Για την εξεύρεση του χρηματικού ποσού, που αποτελεί τη δωρεά του θανόντος προς τον έτερο δικαιούχο, κρίσιμο δεν είναι μόνο το υπόλοιπο της κατάθεσης κατά το χρόνο θανάτου, αλλά το σύνολο της κίνησης του κοινού λογαριασμού, αφού ο δωρεοδόχος ενδέχεται να έχει προβεί και πριν από αυτό το χρονικό σημείο σε περισσότερες διαδοχικές αναλήψεις ποσών (ad hoc ΑΠ 1595/2008 ΧρΙΔ 2009, 624).

Ο δικαιούχος του λογαριασμού τεκμαίρεται ότι γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί του λογαριασμοί, ατομικοί ή κοινοί. Η μη ανταπόκριση του στην κλήση της φορολογικής αρχής για χορήγηση πληροφοριακών στοιχείων επιτρέπεται να οδηγήσει σε κρίση περί ανακρίβειας της δήλωσης του και αντίστοιχης παράβασης φοροδιαφυγής, η τέλεση της οποίας μπορεί να προκύπτει και από έμμεσες αποδείξεις, χωρίς τούτο να συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Το ποσό τραπεζικού λογαριασμού για το οποίο δεν αποδεικνύεται η πηγή εισαγωγής του λογίζεται και φορολογείται ως προερχόμενο από ελευθέριο επάγγελμα (ΣΤΕ 440/2019).