Σύμφωνα με το μόνο άρθρο του ν.δ. 2573/1953, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 9 του ν. 2307/1995 ορίζεται ότι «1. Η πρόσληψη και η αλλαγή επωνύμου… γίνεται με απόφαση του Νομάρχη… 2. Προκειμένου περί: α) Ελλήνων του εξωτερικού, β) ομογενών αλλοδαπών που αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια και γ) παλλινοστούντων ομογενών που έχουν την ελληνική ιθαγένεια, ο Νομάρχης, προς το σκοπό εξελληνισμού του ονοματεπωνύμου τους, μπορεί να αποφασίσει κατά τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου την αλλαγή τόσο του επωνύμου όσο και του κύριου ονόματος. Μετά την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών, ο νομάρχης εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία αποδέχεται ή απορρίπτει την αίτηση. Η απόφαση του νομάρχη με την οποία αποδέχεται τη ζητηθείσα αλλαγή επωνύμου κοινοποιείται στις αρχές που τηρούν δημοτολόγιο και μητρώο αρρένων, στο γραφείο ποινικού μητρώου του οικείου Πρωτοδικείου, στην Εισαγγελία και Αστυνομικές Αρχές του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου και στον ενδιαφερόμενο για να την προσκομίσει στην Αστυνομική Αρχή του τόπου της κατοικίας του, κατά την έκδοση νέου δελτίου ταυτότητας. Τέλος, με το άρθρο 94 παρ. 6 του ν. 3852 /2010 η αρμοδιότητα για την έκδοση των παραπάνω πράξεων μεταφέρθηκε στα όργανα των οικείων Δήμων και ασκείται με απόφαση του Δημάρχου.
Επισημαίνεται ότι ο εξελληνισμός των ονοματεπωνυμικών στοιχείων αφορά μόνο πολιτογραφημένους ομογενείς και όχι πολιτογραφημένους αλλογενείς και συνίσταται στην προσθήκη ελληνικής κατάληξης στο επώνυμο. Ο εξελληνισμός του κυρίου ονόματος πολιτογραφημένου ομογενή συνίσταται σε μεταφορά «επί το ελληνικότερον» του κυρίου ονόματος στη μορφή που ο κάθε διοικούμενος επιθυμεί π.χ. Βαγγέλ σε Βαγγέλης ή Ευάγγελος.
Η εγγραφή των πολιτογραφημένων αλλοδαπών στα δημοτολόγια γίνεται με βάση την απόφαση πολιτογράφησης του και με τα ονοματεπωνυμικά στοιχεία που αναγράφονται σ’ αυτή. Οι αλλογενείς μπορούν να ζητήσουν την αλλαγή του επωνύμου τους και να αποκτήσουν ένα ελληνικό επώνυμο, μόνο όταν έχουν ξενικό, δυσχερές στην προφορά επώνυμο.
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το επώνυμο αποτελεί μεν στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, πλην, όμως, η πρόσκτηση ή η αλλαγή του δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, κυρίως ως προς την ειδικότερη έκφανση της αποτελεσματικής αστυνόμευσης και δίωξης του εγκλήματος, αλλά και ως θέμα συναπτόμενο με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, του ατόμου. Η ρύθμιση αυτή έχει υπαγορευθεί από λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι το επώνυμο, το οποίο έχει καθοριστικό ρόλο στην ταυτοποίηση του προσώπου, ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και ειδικότερα, συνέχεται με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου.
Recent Comments