Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Search in posts
Search in pages

ΕΞΟΔΟΣ ΕΤΑΙΡΟΥ Ι.Κ.Ε.

  1. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
    • Ο Α εταίρος της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία «Β» προκειμένου να εξέλθει από την τελευταία κατέθεσε αίτηση εξόδου από αυτήν λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου.
    • Όσον αφορά την αξία της συμμετοχής του Α στη Β οι γνώμες διίστανται. Ο πρώτος στην αίτηση του προσδιόρισε την αξία της συμμετοχής του στις 60.000 ευρώ λόγω μεγάλου όγκου εργασιών και κερδών της Β. Αντιθέτως, η δεύτερη επικαλούμενη ισολογισμούς της υποστήριξε ότι η αξία της συμμετοχής του Α είναι μηδενική.
    • Κατά την κρίση του Δικαστηρίου η αξία της εταιρικής συμμετοχής του αιτούντος πρέπει να αφορά στο σύνολο της εταιρικής συμμετοχής.
    • Εν συνεχεία ο Α αιτήθηκε να διατάξει το Δικαστήριο τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης.
    • Το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από το σχετικό αίτημα του Α, διέταξε τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης διότι έκρινε ότι απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης και διότι από τον τρόπο που η Β υπολόγισε τη συμμετοχή του Α δεν προέκυψε ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα απαιτούμενα στοιχεία.
    • Προς τούτο το Δικαστήριο δέχθηκε ότι συντρέχει σπουδαίος λόγος για την έξοδο του Α από τη Β, καθώς και ότι ο Α δικαιούται την απόδοση της πλήρους αξίας της εταιρικής του μερίδας και ως εκ τούτου διέταξε επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, με την επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων, από Πραγματογνώμονα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Πραγματογνωμόνων του Δικαστηρίου αυτού.
  1. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
    • Εισαγωγή

Στην υπ’ αριθμ. 298/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου αναφύονται μερικά ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ζητήματα αναφορικά με την έξοδο εταίρου από Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία[1]. Ειδικότερα, τα άξια μνείας και ανάλυσης ζητήματα είναι η έννοια του σπουδαίου λόγου που αποτελεί προαπαιτούμενο της εξόδου εταίρου, ο τρόπος και χρόνος καθορισμού της αξίας της εταιρικής μερίδας του εξερχόμενου εταίρου και τέλος το εάν είναι απαραίτητο να καταβληθεί η αξία της εταιρικής συμμετοχής στον εξερχόμενο εταίρο προκειμένου να συντελεστεί η έξοδος του.

  • Έννοια σπουδαίου λόγου[2]

Αρχικά, ο σπουδαίος λόγος είναι μία αόριστη νομική έννοια η ερμηνεία της οποίας έχει καίρια σημασία προκειμένου να διαπιστωθεί η συνδρομή του, η οποία είναι προαπαιτούμενο για την εκούσια έξοδο εταίρου ΙΚΕ. Για να οριστεί, λοιπόν, όσο καλύτερα γίνεται η αόριστη αυτή νομική έννοια θεωρεία και νομολογία ανατρέχουν στην αντίστοιχη έννοια του άρθρου 33 του Ν. 3190/1955 περί ΕΠΕ.

Σπουδαίος λόγος[3], λοιπόν, για να εξέλθει κάποιος εταίρος[4] θα συντρέχει στην περίπτωση που η παραμονή στην εταιρεία συνιστά γι’ αυτόν γεγονός δυσβάσταχτο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε για αντικειμενικούς[5] είτε για υποκειμενικούς[6] λόγους, όπως είναι η μη αποδοτικότητα της εταιρείας και η αδυναμία εκπλήρωσης των αναληφθεισών εταιρικών υποχρεώσεων λόγω μακράς ασθένειας αντίστοιχα.

Επειδή, στην εκάστοτε ΙΚΕ μπορεί να υπερτερούν τα κεφαλαιουχικά στοιχεία των προσωπικών ή και αντιστρόφως[7], κρίνεται σκόπιμο η απόδοση ή όχι του χαρακτήρα του σπουδαίου λόγου σε ένα γεγονός να κρίνεται in concreto. Ως εκ τούτου, ο χαρακτηρισμός ενός γεγονότος ως σπουδαίου λόγου εξαρτάται από τον κεφαλαιουχικό ή προσωπικό χαρακτήρα της εταιρείας. Επομένως, ένα γεγονός[8] που αποτελεί σπουδαίο λόγο εξόδου από μία εταιρεία με προσωπικά στοιχεία δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι συνιστά και σπουδαίο λόγο εξόδου από μία ΙΚΕ με κεφαλαιουχικά στοιχεία.[9]

Έχει διατυπωθεί η άποψη πως το είδος των εισφορών του εξερχόμενου εταίρου επηρεάζει την ύπαρξη ή όχι σπουδαίου λόγου, με τη λογική ότι η έξοδος εταίρου με εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές είναι ευχερέστερη σε σύγκριση με έξοδο εταίρου με κεφαλαιακές εισφορές.[10]

Πέρα από αυτά η αναγωγή ενός γεγονότος σε σπουδαίο λόγο πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια βασιζόμενη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και κατόπιν μίας προγενέστερης στάθμισης συμφερόντων.[11] Επιπλέον, επιβάλλεται να υπάρχει το στοιχείο της μονιμότητας, γεγονός που αποτελεί μία απόδειξη ότι το εκάστοτε γεγονός έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και ουσιώδη επιρροή στα ενδοεταιρικά δρώμενα, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως σπουδαίος λόγος.

Ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται να επισημανθεί ότι τυχόν υπάρχουσα υπαιτιότητα οποιουδήποτε προσώπου, δηλαδή ακόμη και του αιτούντος την έξοδο του εταίρου, δεν διαδραματίζει οιονδήποτε ρόλο στην κρίση ενός λόγου ως σπουδαίου[12]. Βέβαια στην υποθετική περίπτωση που ο αιτηθείς την έξοδο του εταίρος είναι υπαίτιος της δημιουργίας του σπουδαίου λόγου πάνω στον οποίο βασίζεται η αίτηση εξόδου του, τότε μπορεί να προβληθεί η ένσταση καταχρηστικότητας[13] του άρθρου 281 του ΑΚ.[14]

Σε κάθε περίπτωση η αίτηση για έξοδο ελέω σπουδαίου λόγου[15] είναι το έσχατο μέσο (ultima ratio) του εταίρου.[16]

Τέλος, όταν από το καταστατικό της εταιρείας τίθεται ως όρος εξόδου η συνδρομή μίας άλλης προϋπόθεσης[17] και όχι ενός σπουδαίου λόγου, τότε η έξοδος του εκάστοτε εταίρου εξαρτάται από την πλήρωση αυτής της προϋπόθεσης, ανεξάρτητα από το εάν αυτή η προϋπόθεση συνιστά σπουδαίο λόγο[18] και πραγματοποιείται με μονομερή δήλωση[19].

  • Προσδιορισμός της αξίας της εταιρικής συμμετοχής

2.3.1 Τρόπος

Στο άρθρο 92 παρ. 3 του Ν. 4072/2012 καθιερώνεται η αρχή του δικαστικού προσδιορισμού[20] της αξίας της εταιρικής συμμετοχής. Πιο αναλυτικά, το εν λόγω ζήτημα του καθορισμού της αξίας της συμμετοχής εταίρου που επιθυμεί την έξοδο του από την εταιρεία αποτελεί μείζον ζήτημα για αμφότερα τα εμπλεκόμενα μέρη, ήτοι τόσο για τον εξερχόμενο εταίρο όσο και για τη εταιρεία.

Συγκεκριμένα, το προαναφερθέν άρθρο ορίζει ρητά ότι σε περίπτωση που εταιρεία και εξερχόμενος εταίρος διαφωνήσουν στην αποτίμηση της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του τελευταίο ή σε περίπτωση που το καταστατικό δεν ορίζει τρόπο προσδιορισμού της αξίας της συμμετοχής αυτής, αρμόδιο να αποφασίσει είναι το Δικαστήριο[21]. Στην εν λόγω απόφαση συναντάμε μία περίπτωση εφαρμογής της αρχής του δικαστικού προσδιορισμού της εταιρικής συμμετοχής, όπου το Δικαστήριο καλείται να εκτιμήσει την αξία της εταιρικής συμμετοχής του αιτούντα την έξοδο του εταίρου με βάση όσα θα αναπτυχθούν παρακάτω.

Στο ανωτέρω άρθρο ορίζεται ρητά ότι ο εξερχόμενος εταίρος θα λάβει την πλήρη αξία των μεριδίων του. επομένως, στον εξερχόμενο εταίρο θα καταβληθεί η πραγματική και όχι η λογιστική αξία της εταιρικής του συμμετοχής. Αυτό σημαίνει ότι κατά τον υπολογισμό της εν λόγω συμμετοχής, πέρα από τα αναγραφόμενα κατά το χρόνο της εξόδου στον ετήσιο ισολογισμό στοιχεία της εταιρείας, θα ληφθούν υπόψη και άλλα στοιχεία, μη επιδεκτικά αναγραφής στον εταιρικό ισολογισμό, όπως τα αφανή αποθεματικά και τα άυλα αγαθά[22]. Επίσης, κατά τον προσδιορισμό της αξίας της εταιρικής συμμετοχής θα συνεκτιμηθούν και δεδομένα όπως η οργάνωση και απόδοση της εταιρείας, η δυνατότητα επιρροής στη λήψη εταιρικών αποφάσεων ή ελέγχου θυγατρικών εταιρειών, καθώς και η πιθανότητα η εταιρική συμμετοχή να βαρύνεται από υποχρεώσεις.[23]

Προς τούτο επειδή η ονομαστική αξία των εταιρικών μεριδίων δεν πρέπει να ταυτίζεται με την πραγματική[24] κατά τον υπολογισμό της εταιρικής συμμετοχής και επειδή στον εταιρικό ισολογισμό συμπεριλαμβάνονται μεν τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της εκάστοτε εταιρεία, πλην όμως δεν αναγράφονται έτερα στοιχεία που διαδραματίζουν κρείσσονα ρόλο στην αποτίμηση της εταιρικής συμμετοχής[25], κρίνεται σκόπιμη η σύνταξη ενός άλλου ισολογισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως εκκαθαριστικός. Στον ισολογισμό αυτόν, λοιπόν, θα εμπεριέχονται όλα τα απαραίτητα για την ορθή κρίση της αξίας της εταιρικής συμμετοχής στοιχεία. Βέβαια, σε περίπτωση που τα άυλα αγαθά που προαναφέρθηκαν έχουν εγγραφεί στον ετήσιο ισολογισμό, τότε ο εξερχόμενος εταίρος αδυνατεί να αιτηθεί ικανοποίηση του για δεύτερη φορά μέσω εκκαθαριστικού ισολογισμού[26].

Τέλος, η αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου στην εταιρεία μπορεί να είναι και μηδενική στην περίπτωση που η τελευταία έχει αρνητική καθαρή θέση και δεν υπάρχουν πιθανότητες και προοπτική ανάκαμψης της[27].

Αφού προσδιοριστεί η συμμετοχή του ο εταίρος μπορεί να αιτηθεί την καταβολή της[28].

2.3.2 Χρόνος

Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η πραγματική αξία της εταιρικής συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου θα αναζητηθεί κατά το χρονικό σημείο της συζήτησης της αίτησης εξόδου του. Βέβαια υποστηρίζεται ότι ως κρίσιμο χρονικό σημείο προσδιορισμού της αξίας της εταιρικής συμμετοχής θα έπρεπε να λαμβάνεται είτε ο χρόνος κατάθεσης της αίτησης εξόδου από τον εταίρο στο Δικαστήριο[29], είτε ο χρόνος έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου[30] είτε τέλος ο χρόνος τελεσιδικίας[31] της απόφασης.

2.4 Χρόνος εξόδου εταίρου[32]

Αναφορικά με το χρόνο εξόδου εταίρου από ΙΚΕ υποστηρίζονται δύο απόψεις.

Ειδικότερα, η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι παρόλο που η έξοδος απαγγέλλεται με τη δικαστική απόφαση, η εταιρική ιδιότητα αποβάλλεται μόνο από την καταβολή[33] της πλήρους αξίας της εταιρικής μερίδας στον εξερχόμενο εταίρο, ανάγοντας με αυτόν τον τρόπο την καταβολή της πλήρους αξίας της εταιρική συμμετοχής σε αναβλητική αίρεση. Παρατηρείται, λοιπόν, μία αναλογική εφαρμογή του άρθρου 93 του Ν. 4072/2012 σχετικά με την περίπτωση αποκλεισμού εταίρου αναφορικά πάντα με την προϋπόθεση καταβολής της αξίας της εταιρικής συμμετοχής, γεγονός που ομοιάζει με την αναλογική εφαρμογή του άρθρο 33 παρ. 3 του Ν. 3190/1955 αναφορικά με τον αποκλεισμό εταίρου ΕΠΕ στην περίπτωση εξόδου εταίρου από ΕΠΕ για σπουδαίο λόγο. Κατά την εν λόγω άποψη, σε περίπτωση που η καταβολή της πλήρους αξίας δεν ήταν προϋπόθεση εξόδου, τότε το δικαίωμα εξόδου θα περιορίζονταν ακόμη και στην περίπτωση συνδρομής σπουδαίου λόγου[34].

Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, πλην αντίθετης καταστατικής πρόβλεψης, ο εταίρος εξέρχεται της ΙΚΕ από την τελεσιδικία της απόφασης ανεξαρτήτως της καταβολής[35] σε αυτόν της πλήρους αξίας της εταιρικής του συμμετοχής, με μόνη προϋπόθεση την ακύρωση των μεριδίων του εξερχόμενου εταίρου και την μείωση του εταιρικού κεφαλαίου[36], εφόσον απαιτείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 92 παρ. 4 του Ν. 4072/2012. Προς επίρρωση αυτής της άποψης λειτουργεί το γεγονός ότι δεν προβλέπεται αναλογική εφαρμογή του άρθρου 93 του Ν. 4072/2012 και ότι ο νομοθέτης προέβλεψε ρητά ως προϋπόθεση αποκλεισμού την καταβολή της πλήρους αξίας της εταιρικής συμμετοχής, κάτι το οποίο δεν έκανε στην περίπτωση του άρθρου 92 του Ν. 4072/2012. Στην περίπτωση αυτή, από την έξοδο του ο εταίρος δεν διατηρεί αξίωση καταβολής εταιρικών κερδών, έστω και εάν δεν του έχει καταβληθεί η πλήρης αξία της εταιρικής του συμμετοχής. Αντίθετα, διατηρεί την απαίτηση καταβολής της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής[37].

  1. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Κατά τη γνώμη του γράφοντος, το άρθρο 92 του Ν. 4072/2012 μέσω της απόφασης για ύπαρξη σπουδαίου λόγου εξόδου αποτελεί τη σολομώντεια λύση μεταξύ της αρχής της διατήρησης των συμφωνηθέντων (pacta sunt servanta) και της ανάγκης αποδέσμευσης ενός προσώπου από μία έννομη σχέση που μετεξελίχθηκε και πλέον του είναι αφόρητη (αρχή της επιείκειας)[38]. Επομένως, η κρίση περί της ύπαρξης ή όχι σπουδαίου λόγου αποτελεί μείζον ζήτημα.

Επιπλέον, ως χρόνος προσδιορισμού της αξίας της εταιρικής μερίδας υποστηρίζεται ότι ορθώς λαμβάνεται εκείνος της συζήτησης της αίτησης εξόδου διότι ο αιτούμενος την έξοδο του εταίρος δεν έχει εξέλθει ακόμη της εταιρείας και διότι αυτό το χρονικό σημείο είναι εκείνο που μπορεί να εξακριβωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια και ασφάλεια το συνεχώς μεταβαλλόμενο μέγεθος της εταιρικής συμμετοχής.

Τέλος, αναφορικά με το χρονικό σημείο εξόδου του εταίρου συντάσσομαι με τη δεύτερη άποψη δεδομένου μάλιστα ότι ο εταίρος και ικανοποιεί την επιθυμία του να εξέλθει της εταιρείας σταματώντας να είναι δεσμευμένος σε μία έννομη σχέση που παράγει υποχρεώσεις, ενώ παράλληλα προστατεύεται πλήρως αφού διατηρεί αξίωση καταβολής της πλήρους αξίας της εταιρικής του συμμετοχής.

 

[1] Εφεξής «ΙΚΕ».

[2] Γεώργιος Πανίτσας σε επιμέλεια Παύλου Μασούρα, ΑΓΩΓΕΣ & ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΚΕ,ΕΠΕ,ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017,σ. 148,149, Ευάγγελος Περάκης, ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (ΙΚΕ), Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σ. 92, ΕΦ ΑΘ 7196/2014, ΝΟΜΟΣ, Βασίλης Γ. Αντωνόπουλος, ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (ΙΚΕ)-Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 4072/2012, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2012, σ. 171 επ., ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ 4842/2013, ΝΟΜΟΣ.

[3] Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου θα κρίνεται κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του εξερχόμενου εταίρου.

[4] Περάκης, ό.π., σ. 93, είναι αδιάφορο το είδος των μεριδίων που κατέχει ο εξερχόμενος εταίρος, Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 171, η δυνατότητα άσκησης αίτησης εξόδου για σπουδαίο λόγο από εταίρο δεν επηρεάζεται από το εάν η εταιρεία βρίσκεται σε παραγωγική λειτουργία ή εκκαθάριση.

[5] Πανίτσας, ό.π., σ. 360, Αλέξανδρος Π. Σπυρίδωνος, ΔΙΚΑΙΟ ΙΚΕ & ΕΠΕ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 553, Γεώργιος Πάνου, Έξοδος εταίρου από ΕΠΕ, ΧΡΙΔ 2002, σ. 762, ΕΦ ΑΘ 7196/2014, ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑθ 2806/2017, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, όπου ως παραδείγματα αντικειμενικών σπουδαίων λόγων αναφέρονται η αδυναμία επίτευξης του εταιρικού σκοπού, η μη αποδοτικότητα της επιχείρησης, η μεταβολή των συνθηκών της αγοράς, η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων, η διαρκής καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας και γενικώς η εν γένει συνολική καταχρηστική συμπεριφορά της πλειοψηφίας εις βάρος της μειοψηφίας, η παρακράτηση μεγάλου μέρους των εταιρικών κερδών για τη δημιουργία έκτακτου αποθεματικού επί πολλές χρήσης χωρίς αυτό να απαιτείται από το εταιρικό συμφέρον, η παραβίαση των εταιρικών υποχρεώσεων από άλλον εταίρο, το κλείσιμο του εταιρικού καταστήματος και η άρνηση παράδοσης των εταιρικών βιβλίων, η άρνηση του διαχειριστή να χορηγήσει αντίγραφα του βιβλίου πρακτικών της συνέλευσης των εταίρων και γενικά η παρεμπόδιση της άσκησης του δικαιώματος ελέγχου και πληροφόρησης, οι παρατεινόμενες διαφωνίες μεταξύ εταίρων που συνεπάγονται αδυναμία συνεργασίας και παράλυση της λειτουργίας της επιχείρησης και συνεπώς και ζημία οικονομική και τέλος η υπέρμετρη διεύρυνση των εταιρικών επενδύσεων και των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται η εταιρεία., Πανίτσας, ό.π., σ. 361, εταιρική απόφαση στη λήψη της οποίας ο εξερχόμενος εταίρος συναίνεσε ή έστω δεν εναντιώθηκε και η συμπεριφορά του αυτή δεν βασιζόταν σε υποχρέωση πίστης δεν δύναται να νοηθεί ως σπουδαίος λόγος σε περίπτωση που η έξοδος ζητηθεί αμέσως μετά τη λήψη της σχετικής απόφασης.

[6] Πανίτσας, ό.π., σ. 198, 360, Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 553, Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 171, ΕΦ ΑΘ 7196/2014, ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΑθ 2806/2017, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, όπου ως παραδείγματα υποκειμενικών σπουδαίων λόγων ορίζονται όσα σχετίζονται με το πρόσωπο του εξερχόμενου εταίρου, όπως η σοβαρή διαταραχή των σχέσεων του με συνεταίρους, το μίσος με συνεταίρους, η αδυναμία παροχής της εγγυητικής ή εξωκεφαλαιακής εισφοράς λόγω αιφνίδιας μεταβολής της οικονομικής ή οικογενειακής κατάστασης του εταίρου, η αδυναμία εκπλήρωσης των εταιρικών υποχρεώσεων λόγω μακράς ασθένειας ή εξαιτίας διαφορετικού σημαντικού κωλύματος που παρουσιάζει μονιμότητα, η αδυναμία εκπλήρωσης άλλων πιθανών παρεπόμενων παροχών, η αδυναμία κάλυψης των συμπληρωματικών εισφορών, η ύπαρξη οικονομικής ανάγκης του εταίρου για έξοδο από την εταιρεία και τέλος τυχόν λήψη απόφασης παράτασης της διάρκειας της εταιρείας ή αναβίωσης της.

[7] ΕΙΡ ΣΗΤΕΙΑΣ 50/2014, ΝΟΜΟΣ.

[8] Πανίτσας, ό.π., σ. 361, όπως η αδυναμία σύμπραξης ενός εταίρου στην εκπλήρωση του εταιρικού σκοπού.

[9] Πάνου, ό.π., σ. 761, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 605/2013, ΝΟΜΟΣ, Γεώργιος Χ. Πανίτσας, ΔΕΕ 2018, σ. 1035.

[10] Πανίτσας ΔΕΕ, ό.π., σ. 1035.

[11] ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 605/2013, ΝΟΜΟΣ.

[12] Πάνου, ό.π., σ. 762, όπου γίνεται η επισήμανση ότι εάν ο σπουδαίος λόγος οφείλεται καθ’ ολοκληρία στον εξερχόμενο εταίρο, τότε η αίτηση του απορρίπτεται ως καταχρηστική.

[13] Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 572, οπότε η δήλωση εξόδου θεωρείται άκυρη και συνεπώς δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσα. Επίσης, ο έλεγχος καταχρηστικότητας είναι πιο έντονος όσο λιγότερες είναι οι καταστατικές προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος εξόδου.

[14] ΕΙΡ ΣΗΤΕΙΑΣ 502014, ΝΟΜΟΣ, Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 171, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 605/2013, ΝΟΜΟΣ.

[15] Πανίτσας, ό.π., σ. 361, ΕΦ ΑΘ 7196/2014, ΝΟΜΟΣ, η αντικειμενική κρίση Δικαστηρίου για τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, ο οποίος αποτελεί αόριστη νομική έννοια, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου.

[16] ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 605/2013, ΝΟΜΟΣ.

[17] Περάκης, ό.π., σ. 92, μπορεί να πρόκειται για περιστατικό που αφορά την εταιρεία, όπως το εάν απολέσει κάποια άδεια, είτε τον ίδιο τον εταίρο, όπως το εάν συνταξιοδοτηθεί.

[18] Πανίτσας, ό.π., σ. 148.

[19] Ελίζα Δ. Αλεξανδρίδου, Δίκιο Εμπορικών Εταιριών, 2016, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 637.

[20] Σπυρίδωνος, ό.π.,σ. 631.

[21] Σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο της έδρας της εκάστοτε εταιρείας, το οποίο κρίνει με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, πλην ύπαρξης αντίθετης πρόβλεψης, ΜονΠρΑθ 2806/2017, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 576, το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ύπαρξη σπουδαίου λόγου και προσδιορίζει την αξία της εταιρικής συμμετοχής, χωρίς να υποχρεώνει την εταιρεία να καταβάλλει στον εξερχόμενο εταίρο, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για αναγνωριστική απόφαση, Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 633, μπορεί να γίνει σώρευση των δύο αιτημάτων, εξόδου και προσδιορισμού της αξίας της εταιρικής συμμετοχής.

[22] ΜονΠρΑθ 2806/2017, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 635, όπως η φήμη, η πελατεία, η επωνυμία, το σήμα, εκκρεμείς υποθέσεις κ.α..

[23] Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 635, Πανίτσας, ό.π., σ. 367.

[24] Πανίτσας, ό.π., σ. 367, όπου ως πραγματική αξία ορίζεται το χρηματικό ποσό που θα έδινε τη δεδομένη χρονική στιγμή ένας ανεπηρέαστος τρίτος για την απόκτηση της συγκεκριμένης εταιρική συμμετοχής,Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 637, όπου ως πραγματική θεωρείται η «αγοραία» αξία.

[25] Πανίτσας, ό.π., σ. 367, Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 636 επ., επειδή η έξοδος εταίρου για σπουδαίο λόγο εξομοιώνεται με μερική λύση στις προσωπικές εταιρείες η αξία της εταιρικής συμμετοχής δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τον ετήσιο ισολογισμό, αφού σε αυτόν δεν περιλαμβάνονται στοιχεία όπως τα αφανή αποθεματικά, η πελατεία, η φήμη και η απόδοση της εταιρείας.

[26] Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 638, ΕΦ ΑΘ 842/2017, ΝΟΜΟΣ.

[27] Πανίτσας, ό.π., σ. 555.

[28] Πανίτσας, ό.π., σ. 555.

[29] Πανίτσας, ό.π., σ. 365.

[30] Σύμφωνα με το άρθρο 763 παρ. 1 ΚΠολΔ.

[31] ΕΦ ΑΘ 842/2017, ΝΟΜΟΣ.

[32] Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 555, 640, 641, Πανίτσας, ό.π., σ. 151, 364, Περάκης, ό.π., σ. 94.

[33] Νικόλαος Κ. Ρόκας, ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ, 2012, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 563, 595.

[34] Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 172.

[35] Πάνου, ό.π., σ. 763, όπου εξελίσσει αυτή την άποψη υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο ούτε να προσδιορίσει την αξία της εταιρικής συμμετοχής, εκτός εάν κάτι τέτοιο ζητηθεί, και  πως στην περίπτωση που εξερχόμενος εταίρος παραιτηθεί του δικαιώματος του για προσδιορισμό της μερίδας του και απόδοσης σε αυτό, τότε η συμπεριφορά του αυτή πρέπει να νοηθεί ως πρόταση του εξερχόμενου εταίρου προς συνεταίρο του για σύναψη σύμβασης χαριστικής μεταβίβασης της εταιρικής του μερίδας, η οποία δεν υπάρχει ανάγκη να διαγραφεί από το εταιρικό κεφάλαιο.

[36] Γ. Σωτηρόπουλος, Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία, ΕπισκΕΔ 2012, σ. 12,18, επειδή οι εξωκεφαλαιακές και οι εγγυητικές εισφορές εμφανίζονται ως κονδύλια των ιδίων κεφαλαίων, θα πρέπει να μειωθούν και τα τελευταία σε περίπτωση που ο εξερχόμενος εταίρος κατέχει τέτοιου είδους εισφορές.

[37] ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΑ, ΔΕΕ 2016, σ. 473.

[38] ΕΦ ΑΘ 7196/2014, ΝΟΜΟΣ.