Κατάπτωση εγγυητικής επιστολής
Σχολιασμός Δικαστικής Απόφασης ΜΠρΑθ 2933/2017
- ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
- Η τράπεζα της επιλογής της εταιρείας «Η. ΑΕΕ» εξέδωσε κατόπιν αίτησης της τελευταίας εγγυητικές επιστολές με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση» με λήπτη την καθ’ης. Οι συγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές κάλυπταν την καλή πληρωμή τιμολογίων που εκδόθηκαν την περίοδο από 1/4/2013 έως και 30/6/2013. Οι ίδιες εγγυητικές επιστολές ανανεώθηκαν στις 13/5/2013, στις 5/8/2013 και για τελευταία φορά στις 21/1/2016. Ενώ στην πρώτη ανανέωση αναφέρονταν πως αυτή αφορούσε τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από 1/4/2013 έως και 30/6/2013, στις υπόλοιπες ανανεώσεις έπαυσε η αναφορά στο χρόνο έκδοσης των τιμολογίων, δεδομένου ότι η εταιρεία «Η. ΑΕΕ» με την καθ’ης συμφώνησε ότι οι εγγυητικές αυτές επιστολές θα κάλυπταν όσα τιμολόγια καθίστανται ληξιπρόθεσμα και γι’ αυτόν το λόγο δεν κρίθηκε αναγκαίο να αναφέρεται ο χρόνος έκδοσης τους. Κατά την ίδια χρονική περίοδο υπήρχαν ληξιπρόθεσμα τιμολόγια απλήρωτα από την ανακόπτουσα, εκδοθέντα σε χρόνο προγενέστερο της κάθε ανανέωσης. Προς επίρρωση της προαναφερθείσας συμφωνίας τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από τις 1/4/2013 έως και τις 30/6/2013 είχαν πληρωθεί, γεγονός που προκύπτει από την καρτέλα πελάτη που προσκόμισε η ίδια η καθ’ης.
- Η καθ’ης ζήτησε την κατάπτωση των εν λόγω εγγυητικών επιστολών την παραμονή της πτώχευσης της ανακόπτουσας και συγκεκριμένα πέτυχε την έκδοση των υπ’ αριθμ. 2397/2016 και 2398/2016 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αναφορικά με ληξιπρόθεσμες οφειλές της εταιρείας «Η. ΑΕΕ» προερχόμενες από τιμολόγια που εκδόθηκαν από 6/11/2015 έως και 30/3/2016.
- Η εταιρεία «Η. ΑΕΕ» άσκησε ανακοπή κατά των προαναφερθεισών διαταγών πληρωμής ισχυριζόμενη ότι η καθ’ης αιτήθηκε την κατάπτωση εγγυητικής επιστολής για διαφορετική γενεσιουργό αιτία, η οποία δεν καλύπτεται από τις εγγυητικές επιστολές, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο τους και τις έγγραφες παρατάσεις- τροποποιήσεις τους. Ακόμη, για τους ίδιους λόγους , αλλά και επειδή η καθ’ης γνώριζε πως η εταιρεία «Η. ΑΕΕ» ήταν στα πρόθυρα της πτώχευσης, η τελευταία ισχυρίζεται ότι το αίτημα για τη κατάπτωση εγγυητικής επιστολής ασκήθηκε καταχρηστικά σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ.
- Το Δικαστήριο απέρριψε τις ανακοπές της εταιρείας «Η. ΑΕΕ». Ειδικότερα, όσον αφορά τον πρώτο λόγο που προέβαλλε η εταιρεία «Η. ΑΕΕ» το Δικαστήριο τον έκρινε νόμιμο, αλλά τον απέρριψε ως ουσία αβάσιμο, σκεπτόμενο πως οι εγγυητικές επιστολές που εκδόθηκαν κάλυπταν όλα τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά τιμολόγια που εξέδιδε η καθ’ης προς την ανακόπτουσα. Το Δικαστήριο κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία μεταξύ της καθ’ης και της ανακόπτουσας που προαναφέρθηκε, αλλά και τις ανανεώσεις των εγγυητικών επιστολών, σκεπτόμενη πως οι ανανεώσεις αυτές δεν θα είχαν αντικείμενο εάν κάλυπταν μόνο τα εκδοθέντα από1/4/2013 έως 30/6/2013 τιμολόγια, τα οποία είχαν πληρωθεί. Αναφορικά με το δεύτερο λόγο που προέβαλλε η εταιρεία «Η. ΑΕΕ» το Δικαστήριο τον απέρριψε ως μη νόμιμο με το ίδιο σκεπτικό που απέρριψε και τον πρώτο ισχυρισμό, ενώ δεν θεώρησε ότι αρκεί η υποτιθέμενη γνώση της καθ’ ης πως η ανακόπτουσα επρόκειτο να πτωχεύσει.
- ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Στην υπ’ αριθ. 2933/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναφύονται διάφορα ζητήματα σχετικά με την εγγυητική επιστολή. Ειδικότερα, τα ζητήματα που απασχόλησαν το Δικαστήριο ήταν τα χαρακτηριστικά της εγγυητικής επιστολής, η καταχρηστική της κατάπτωση, η τύχη της σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη και τέλος η νομική της φύση.
2.1. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΖΗΤΗΣΗ
2.1.1. ΣΥΜΒΑΣΗ
Αρχικά, η τραπεζική εγγυητική επιστολή με ρήτρα «σε πρώτη ζήτηση»[1] είναι μία ενοχική σχέση στην οποία εμπλέκονται ο οφειλέτης, η τράπεζα και ο λήπτης της εγγυητικής επιστολής. Η σχέση μεταξύ οφειλέτη και λήπτη αποτελεί τη σχέση αξίας και η σχέση μεταξύ του οφειλέτη και της τράπεζας αποτελεί τη σχέση κάλυψης. Η τράπεζα με τον λήπτη της συνδέονται με τη σύμβαση εγγυητικής επιστολής[2]. Προκειμένου να εκδοθεί η εγγυητική επιστολή απαιτείται έγγραφο αίτημα του οφειλέτη προς την τράπεζα με το οποίο να προτείνει την έκδοση εγγυητικής επιστολής (ΑΚ 185) και έπεται η αποδοχή του λήπτη (ΑΚ 189)[3]. Η σύμβαση αυτή είναι υποσχετική και ετεροβαρής[4].
2.1.2. ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ
Κατά κανόνα η εγγυητική επιστολή έχει αυτόνομο χαρακτήρα. Πιο αναλυτικά, προκειμένου να καταπέσει απαιτείται μόνο μία απλή δήλωση[5] του λήπτη προς την εκδότρια τράπεζα ότι έχει επέλθει ο λόγος κατάπτωσης[6], η οποία υποχρεούται να του καταβάλλει το ποσό της εγγυητικής επιστολής μη δυνάμενη να ελέγξει το υπαρκτό, το νόμιμο[7] και το έγκυρο της οφειλής και του λόγου κατάπτωσης της εγγύησης, αλλά και αδυνατώντας να προβάλλει την ένσταση διζήσεως (ΑΚ 855)[8]. Εφαρμόζεται δηλαδή η αρχή «πρώτα πληρώνεις και μετά αντιδικείς» (“pay first, litigate later”)[9].
Επειδή, λοιπόν, η τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώσει σε πρώτη ζήτηση δεν μπορεί να προβάλλει κατά του λήπτη ούτε τις ενστάσεις που δικαιούται να προβάλλει ο οφειλέτης ούτε άλλες αντιρρήσεις που πηγάζουν είτε από τη σχέση αξίας είτε από τη σχέση κάλυψης[10]. Μάλιστα, η αυτονομία της εγγυητικής επιστολής φτάνει σε τέτοιο σημείο που η τράπεζα δεν ελέγχει ούτε την ύπαρξη[11] της βασικής σχέσης ούτε την ακυρότητα[12] ή το ανυπόστατο[13] ή την ακυρωσία[14] αυτής ούτε το λόγο για τον οποίο δεν πραγματώθηκε[15].
Βέβαια, επειδή τα μέρη είναι ελεύθερα να διαμορφώσουν το περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής όπως αυτά επιθυμούν, σύμφωνα με το άρθρο 361 ΑΚ, δεν αποκλείεται να αρθεί ο αυτόνομος χαρακτήρας της εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση, με αποτέλεσμα την μετατροπή της σε απλή εγγύηση του ΑΚ[16].
2.1.3. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Μπορεί η εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση να διέπεται από αυτονομία, ωστόσο δεν αποβάλλει τον αιτιώδη χαρακτήρα της[17]. Η αιτία της εγγυητικής επιστολής είναι η εξασφάλιση του λήπτη σε συνδυασμό με την άμεση ικανοποίηση του και την απαλλαγή του από πολυδάπανους και εξοντωτικούς δικαστικούς αγώνες[18] και όχι η απόκτηση ενός φερέγγυου εγγυητή[19], αλλά ούτε και η βασική σχέση (σχέση αξίας)[20]. Επομένως, η τράπεζα δεν υποχρεούται να καταβάλλει στο λήπτη σε περίπτωση που η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής ζητείται για λόγο που είναι εκτός του εξασφαλιστικού σκοπού[21] της σύμβασης εγγυητικής επιστολής[22]. Να σημειωθεί πως ο λόγος που κάθε φορά δίδεται η εγγυητική επιστολή περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο της σχετικής σύμβασης[23].
2.2. ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
2.2.1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗΣ
Κατά κανόνα στην εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση προκειμένου να επέλθει η κατάπτωση της δεν απαιτείται τίποτα άλλο παρά μόνο δήλωση[24] του λήπτη ότι έχει επέλθει το γεγονός για το οποίο εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή[25]. Εξαιτίας του αυτόνομου χαρακτήρα που έχει η εγγυητική επιστολή η τράπεζα προβαίνει μόνο σε τυπικό έλεγχο του αιτήματος του λήπτη μέσα σε χρονική περίοδο συνήθως τριών ημερών. Σε αυτήν την προθεσμία η τράπεζα πέρα από τον τυπικό έλεγχο που οφείλει[26] να διεξάγει υποχρεούται[27] και να ειδοποιήσει τον οφειλέτη σχετικά με το αίτημα κατάπτωσης που υπέβαλε ο λήπτης. Εφόσον ο τυπικός έλεγχος δεν αναδείξει κάποιο ελάττωμα του αιτήματος και συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής η τράπεζα υποχρεούται να πληρώσει τον λήπτη.[28]
2.2.2. ΕΠΙΤΡΕΠΤΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ
Παρά την αυτονομία που χαρακτηρίζει την εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση» η τράπεζα πέρα από τη διενέργεια τυπικού ελέγχου έχει και τη δυνατότητα προβολής προς τον λήπτη ορισμένων ενστάσεων[29].
Συγκεκριμένα πρόκειται για ενστάσεις που πηγάζουν από τη σύμβαση της εγγυητικής επιστολής, δηλαδή για ενστάσεις που καθιστούν αυτή τη σύμβαση άκυρη ή ακυρώσιμη. Τέτοιες ενστάσεις είναι η μη τήρηση τύπου, η πλάνη-απάτη-απειλή[30], η εικονικότητα, η δικαιοπρακτική ανικανότητα και η έλλειψη εξουσίας αντιπροσώπευσης.[31]
Ακόμα, πρόκειται και για ενστάσεις που πηγάζουν από το περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής[32]. Στη συγκεκριμένη κατηγορία εντάσσονται όσες ενστάσεις σχετίζονται με τη λήξη της εγγυητικής επιστολής ή με τη μη πλήρωση τυπικών προϋποθέσεων της κατάπτωσης. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε μπορεί η εγγυητική επιστολή να διέπεται από αυτονομία ωστόσο δεν χάνει τον αιτιώδη χαρακτήρα της. Επομένως, ένσταση προερχόμενη από το περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής αποτελεί και εκείνη η ένσταση που προβάλλεται όταν η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής ασκείται από το λήπτη για λόγο που δεν συμπεριλαμβάνεται στον εξασφαλιστικό σκοπό της εγγυητικής επιστολής.[33]
Τελευταία κατηγορία ενστάσεων αποτελούν αυτές που ανάγονται στην παρανομία της σχέσης οφειλέτη-λήπτη, εφόσον αυτή καθίσταται παράνομη ή ανήθικη. Όταν π.χ. η σχέση αξίας αφορά εμπόριο όπλων ή όταν παραβιάζεται η νομοθεσία για την προστασία του εθνικού νομίσματος ή συναλλάγματος.[34] Αναφορικά με τη συγκεκριμένη κατηγορία ενστάσεων έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις από μέρος της θεωρίας[35].
Μία αμφισβητούμενη ένσταση της τράπεζας είναι εκείνη του συμψηφισμού[36]. Αμφισβητείται δηλαδή η δυνατότητα της τράπεζας να μην καταβάλλει στο λήπτη λόγω ανταπαίτησης που έχει εναντίον του. Η όλη προβληματική έγκειται στο εάν η δυνατότητα προβολής της ένστασης αυτής πλήττει ανεπανόρθωτα το σκοπό της εγγυητικής επιστολής, δηλαδή την εξασφάλιση του λήπτη από το γεγονός της κατάπτωσης και την άμεση ικανοποίηση του[37]. Ωστόσο, υποστηρίζεται[38] πως αυτός ο σκοπός της εγγυητικής επιστολής είναι που συνηγορεί στο επιτρεπτό της ένστασης συμψηφισμού, εφόσον βέβαια πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 440 επ. ΑΚ, καθώς σκοπός είναι ο μη επηρεασμός του λήπτη από το γεγονός της κατάπτωσης και όχι ο προσπορισμός σε αυτόν ρευστότητας. Πάντως, η ανταπαίτηση της τράπεζας δεν πρέπει να πηγάζει από τη σχέση αξίας[39].
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ότι όλες οι ενστάσεις που αναφέρθηκαν μπορούν να προταθούν ανεξάρτητα από την ένσταση της καταχρηστικής κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής.[40]
2.2.3. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ
Δεν αποκλείεται ο λήπτης της εγγυητικής επιστολής να ζητήσει την κατάπτωση της για λόγο διαφορετικό από αυτόν που προβλέπεται σε αυτήν ή ακόμη και χωρίς να έχει συντρέξει ο λόγος κατάπτωσης της. Ο λήπτης ενδέχεται να προβεί στη συγκεκριμένη ενέργεια για να εκμεταλλευθεί τη δυνατότητα που του παρέχει η εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση να επωμιστεί τα οφέλη της μόνο με μία απλή δήλωση του. Προκειμένου να αποτραπεί αυτό ακριβώς το φαινόμενο παρατηρείται άλλη μία εξαίρεση από την απαγόρευση προβολής ενστάσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για την ένσταση καταχρηστικότητας που πηγάζει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ.[41]
Στο συγκεκριμένο σημείο κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί πως ο λήπτης δεν μπορεί να ζητήσει την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής για λόγο διαφορετικό από αυτόν που περιλαμβάνεται στη σχετική σύμβαση εξαιτίας της αρχής της αυστηρής ερμηνείας των όρων της εγγυητικής επιστολής. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτή την αρχή κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής μπορεί να επέλθει μόνο για το λόγο που αναφέρεται σε αυτήν, ο οποίος δεν μπορεί να ερμηνευθεί διασταλτικά.[42]
Μάλιστα, όταν ο λήπτης ζητάει κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής για λόγο διάφορο εκείνου που συμπεριλαμβάνεται στη σχετική σύμβαση δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής, αλλά αντισυμβατικής δήλωσης κατάπτωσης, οπότε και δεν χρειάζεται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αποδοχή του καταχρηστικού αιτήματος κατάπτωσης.[43]
Η ένσταση, λοιπόν, καταχρηστικής κατάπτωσης προβάλλεται όταν παραβιάζεται ο εξασφαλιστικός σκοπός της εγγυητικής επιστολής και αυτό συμβαίνει γιατί τότε ο λήπτης καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερος και λαμβάνει περισσότερα από τα συμφωνηθέντα.
2.2.3.1. ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗΣ[44]
Αναφορικά με το ζήτημα της δυνατότητας προβολής της ένστασης καταχρηστικής κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής έχει αναπτυχθεί μία ιδιαίτερη προβληματική.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την πρώτη άποψη η δυνατότητα προβολής της ένστασης αυτής αντιστρατεύεται το σκοπό της εγγυητικής επιστολής που είναι η άμεση ικανοποίηση του λήπτη και η απεμπλοκή του από δικαστικούς αγώνες, αλλά και τον αυτόνομο χαρακτήρα της, ο οποίος την αποσυνδέει από τη σχέση αξίας. Παράλληλα με τον δανειστή όμως πλήττεται και η εκδότρια τράπεζα δεδομένου ότι τη συμφέρει να μην ανακύπτουν προβλήματα και αμφισβητήσεις στην πληρωμή των εγγυητικών επιστολών που εκδίδει, δεδομένου ότι τοιουτοτρόπως πλήττεται η φήμη της. Αντιθέτως, ο οφειλέτης και είναι νομικά ξένος στην έννομη σχέση μεταξύ της τράπεζας και του λήπτη και είναι ο μόνος που δεν ζημιώνεται, αφού μπορεί μεν να χάνει τη δυνατότητα προβολής της εν λόγω ένστασης, ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα να στραφεί κατά του λήπτη βάσει είτε των διατάξεων 904 επ. ΑΚ σχετικά με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό[45] είτε των 914 επ. ΑΚ, όταν συντρέχει περίπτωση αδικοπραξίας[46].[47]
Σε αντίθεση με όσα προαναφέρθηκαν υποστηρίζεται μία δεύτερη άποψη, η οποία είναι και η κρατούσα. Πρώτο επιχείρημα της άποψης αυτής είναι ότι ναι μεν η εγγυητική επιστολή δεν έχει παρεπόμενο χαρακτήρα, ωστόσο είναι αιτιώδης σύμβαση και γι’ αυτόν το λόγο δικαιολογείται η προβολή της ένστασης καταχρηστικότητας όταν ζητείται η κατάπτωση της για λόγο που δεν συμπεριλαμβάνεται στον εξασφαλιστικό της σκοπό. Επιπλέον, η άποψη αυτή στηρίζεται στο ότι το άρθρο 281 ΑΚ αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου[48], σε αντίθεση με τη ρήτρα «σε πρώτη ζήτηση», η οποία θεσπίζει κανόνα ενδοτικού δικαίου[49]. Τρίτο επιχείρημα αποτελούν τα άρθρα 17 του Ν. 5325/1932 και 22 του Ν. 5960/1933[50]. Ειδικότερα υποστηρίζεται πως θα ήταν παράλογο στην περίπτωση της συναλλαγματικής και της επιταγής να υπερισχύει η καλοπιστία από την αρχή του απροβλήτου των ενστάσεων και να μην εφαρμόζεται το ίδιο και στην εγγυητική επιστολή, δεδομένου μάλιστα ότι τα πρώτα είναι αναιτιώδη, σε αντίθεση με τη δεύτερη που διατηρεί τον αιτιώδη χαρακτήρα της. Τέλος, προτείνεται ως λύση η ένσταση καταχρηστικότητας να υπαχθεί στην κατηγορία των ενστάσεων που σχετίζονται με το περιεχόμενο της σύμβασης εγγυητικής επιστολής[51].[52]Προκειμένου ο οφειλέτης να εμποδίσει το λήπτη μπορεί να ζητήσει και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τα άρθρα 682 επ. ΚΠολΔ[53].
2.2.3.2. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ακριβώς επειδή σκοπός της εγγυητικής επιστολής είναι η εξασφάλιση του λήπτη, ναι μεν γίνεται δεκτή η δυνατότητα προβολής της ένστασης καταχρηστικής κατάπτωσης, αλλά κρίνεται απαραίτητο να τεθούν όρια, προκειμένου να μην υπάρξει μία καταχρηστική επίκληση της καταχρηστικής κατάπτωσης.
Το περιεχόμενο των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, δηλαδή η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος κρίνονται κάθε φορά in concreto.[54]
Ειδικότερα, προκειμένου να προταθεί η ένσταση καταχρηστικότητας πρέπει να προσβάλλεται είτε η καλή πίστη είτε ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος είτε τα χρηστά ήθη. Τα δύο πρώτα θίγονται όταν ο λήπτης επιδιώκει να επωφεληθεί από την εγγυητική επιστολή προτείνοντας την κατάπτωση της χωρίς να έχει επέλθει το γεγονός για το οποίο δόθηκε, παραβιάζοντας έτσι και τον εξασφαλιστικό-οικονομικό σκοπό της. Όταν δεν παραβιάζεται ούτε η καλή πίστη ούτε ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος επιχειρείται να διαγνωσθεί εάν παραβιάζονται τα χρηστά ήθη που είναι πιο ευρεία έννοια από τις άλλες δύο.[55]
Ωστόσο ακόμη και εάν παραβιάζονται η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η ένσταση καταχρηστικής κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής δεν μπορεί να προβληθεί εάν δεν συντρέχει το στοιχείο του προφανούς της κατάχρησης[56] και του ευαπόδεικτου των πραγματικών περιστατικών της[57]. Επομένως, εάν η καταχρηστικότητα δεν είναι προφανής ή ακόμη και εάν αμφισβητείται εάν είναι, η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει στο λήπτη το ποσό της εγγυητικής επιστολής. Το προφανές της καταχρηστικότητας συντρέχει όταν είναι εμφανές στον καθένα και η απόδειξη του γίνεται με ευκολία και αμεσότητα. Είναι λογικό από τη βαρύτητα της καταχρηστικότητας να εξαρτάται και το προφανές ή όχι αυτής. Όπως και τα άλλα κριτήρια έτσι και το προφανές της καταχρηστικότητας κρίνεται in concreto. Τέλος, όλες οι προϋποθέσεις κρίνονται αντικειμενικά[58], χωρίς να απαιτείται υπαιτιότητα.[59]
2.2.4. ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ[60]
Όσον αφορά την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού υπάρχουν δύο πιθανά ενδεχόμενα.
Το πρώτο είναι δικαιούχος της εν λόγω αξίωσης κατά του λήπτη να είναι η τράπεζα. Αυτό θα συμβαίνει όταν η τράπεζα κατέβαλλε το ποσό της εγγυητικής επιστολής στο λήπτη, ενώ μπορούσε και όφειλε να προβάλλει εναντίον του κάποια από τις ενστάσεις αναφορικά με τη σύμβαση της εγγυητικής επιστολής ή το περιεχόμενο της[61], καθώς και όταν κατέβαλλε ενώ προηγουμένως είχε ασκηθεί ένσταση καταχρηστικότητας από τον οφειλέτη και συνέτρεχε το στοιχείο του προφανούς και του ευαπόδεικτου. Σε αυτήν την περίπτωση η τράπεζα δεν θα μπορεί να αναζητήσει το καταβληθέν ποσό από τον οφειλέτη, αφού υποχρεούταν να μην καταβάλλει βάσει της σχέσης κάλυψης εφόσον γνώριζε με αξιόπιστο τρόπο ότι αιτία είτε δεν υπήρχε είτε εκπληρώθηκε[62], και συνεπώς θα ζημιώνεται η δική της περιουσία.
Το δεύτερο είναι η τράπεζα να μην μπορούσε να αρνηθεί την καταβολή του ποσού στο λήπτη. Αυτό θα συμβαίνει όταν δεν συντρέχει κάποιο τυπικό ελάττωμα. Εάν σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει, όμως, κάποιο ελάττωμα από τη σχέση αξίας, τότε αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού θα έχει ο οφειλέτης εναντίον του λήπτη, δεδομένου ότι η τράπεζα θα αναζητήσει[63] το ποσό της εγγυητικής επιστολής που κατέβαλε από τον πρώτο.
2.3. ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ[64]
Ο σκοπός της εγγυητικής επιστολής με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση» έγκειται στην άμεση, ανεμπόδιστη, χωρίς προβολή αντιρρήσεων και αμφισβητήσεων και χωρίς την ανάγκη προσφυγής στα δικαστήρια ικανοποίηση του λήπτη. Σκοπός, δηλαδή, είναι η εξασφάλιση του λήπτη σε περίπτωση που ο οφειλέτης αθετήσει τις υποχρεώσεις του και η εγγυητική επιστολή καταπέσει. Επομένως, θα ήταν παράλογο να μη δικαιούται ο λήπτης να προβεί στην κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής προκειμένου να ικανοποιηθεί όταν συντρέχει μία περίπτωση αφερεγγυότητας, όπως είναι η πτώχευση.
Ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 857 περ. 3 του ΑΚ ο εγγυητής δεν μπορεί να προβάλλει την ένσταση διζήσεως κατά του λήπτη όταν πτωχεύσει ο οφειλέτης. Η ευθύνη της τράπεζας παραμένει ανεπηρέαστη, λοιπόν, από ενδεχόμενη πτώχευση του οφειλέτη.
Συμπερασματικά, η ευθύνη της τράπεζας δεν αλλοιώνεται σε περίπτωση που ο οφειλέτης πτωχεύσει ή πρόκειται να πτωχεύσει και ο λήπτης επιδιώξει την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής. Μάλιστα, από τη στιγμή που ο λήπτης διατηρεί το συγκεκριμένο δικαίωμα του δεν μπορεί να προσβληθεί η συμπεριφορά του ως καταχρηστική, αφού ο σκοπός της εγγυητικής επιστολής είναι αυτός ακριβώς, δηλαδή να καταπίπτει όταν ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι στο λήπτη.
2.4. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ[65]
Στην εν λόγω απόφαση αναφέρεται και η νομική φύση της εγγυητικής επιστολής, ένα θέμα γύρω από το οποίο έχουν υποστηριχθεί διάφορες απόψεις. Στο σχολιασμό αυτό δεν θα επιχειρηθεί ανάλυση όλων των απόψεων αλλά μία απλή παράθεση τους.
Αρχικά, η εγγυητική επιστολή αποτελεί έναν αρρύθμιστο νομικά τύπο σύμβασης λόγω του ότι οφείλει τη δημιουργία της στις συναλλακτικές ανάγκες. Η εγγυητική επιστολή αποτελεί ένα μέσο προσωπικής ασφάλειας[66] με την έννοια ότι κάποιος τρίτος (εκδότρια τράπεζα) εγγυάται για την ασφάλεια του δανειστή (λήπτη). Η ευθύνη της τράπεζας είναι αυτοτελής, η τράπεζα δηλαδή αναλαμβάνει δική της υπόσχεση απέναντι στο λήπτη.
Κρατούσα νομολογιακά[67] είναι η άποψη ότι η εγγυητική επιστολή αποτελεί ένα ιδιαίτερο είδος εγγύησης[68]. Πράγματι εγγύηση και εγγυητική επιστολή ομοιάζουν αρκετά, καθώς ταυτίζονται ως προς τον εξασφαλιστικό σκοπό τους. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποσιωπηθεί μία καίρια διαφορά τους. Η εγγυητική επιστολή χαρακτηρίζεται από αυτονομία και αυτοτέλεια, ενώ η εγγύηση έχει χαρακτήρα παρεπόμενο και επικουρικό.[69]
Υποστηρίζεται ακόμα πως η εγγυητική επιστολή είναι μία ιδιόμορφη σύμβαση, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις για την εγγύηση[70]. Ωστόσο, ιδιότυπη δεν είναι ούτε η αιτία της εγγυητικής επιστολής ούτε το περιεχόμενο της, το οποίο διαμορφώνεται ελεύθερα από τα μέρη[71].
Επίσης, έχει υποστηριχθεί ότι η εγγυητική επιστολή είναι σωρευτική αναδοχή χρέους. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει αφού στην περίπτωση της σωρευτικής αναδοχής χρέους απαιτείται προϋφιστάμενο χρέος και δημιουργείται ενοχή εις ολόκληρον σε αντίθεση με την εγγυητική επιστολή.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εγγυητική επιστολή ομοιάζει με την έκταξη λόγω της τριγωνικής σχέσης και της απαγόρευσης στον εκδότη προβολής ενστάσεων κατά του λήπτη από τη σχέση του με αυτόν και από τη σχέση αξίας. Ωστόσο, η βασικότερη διαφορά είναι πως σκοπός της έκταξης είναι η μετακίνηση οικονομικών αγαθών ανάμεσα στα συμβληθέντα πρόσωπα χωρίς πραγματοποίηση απευθείας παροχών μεταξύ τους, σκοπός διαφορετικός του εξασφαλιστικού σκοπού της εγγυητικής επιστολής.
Η εγγυητική επιστολή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε ως αφηρημένη υπόσχεση-αναγνώριση χρέους, δεδομένου ότι μπορεί να ομοιάζουν ως προς την αυτοτέλεια που τις χαρακτηρίζει, αλλά διαφέρουν ως προς το ότι η πρώτη είναι αιτιώδης σύμβαση, ενώ η δεύτερη αναιτιώδης.[72]
Ως ορθότερη άποψη προκρίνεται η θεώρηση της εγγυητικής επιστολής ως εγγυοδοτική σύμβαση[73], λόγω του αυτόνομου χαρακτήρα τους και του ότι και στις δύο περιπτώσεις ένα πρόσωπο (τράπεζα) αναλαμβάνει την ευθύνη για την επέλευση ενός γεγονότος (κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής και εξασφάλιση λήπτη).
Επομένως, η εγγυητική επιστολή υπάγεται στις εγγυοδοτικές συμβάσεις[74]. Λόγω, όμως, της ομοιότητας της εγγυητικής επιστολής με την εγγύηση κρίνεται ορθό να εφαρμόζονται αναλογικά όσες διατάξεις της δεύτερης δεν έρχονται σε αντίθεση[75] με τον αυτόνομο και αυτοτελή χαρακτήρα της πρώτης[76].
2.5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κατά τη γνώμη του γράφοντος και ύστερα από όσα προαναφέρθηκαν, η υπ’ αριθμ. 2933/2017 ΜΠρΑθ αποτυπώνει πολύ ορθά τον αυτόνομο, αλλά ταυτόχρονα και αιτιώδη χαρακτήρα της εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση. Επιπλέον, κρίνει σωστά ότι το γεγονός πως ο οφειλέτης πρόκειται να πτωχεύσει, ακόμη και εάν ο λήπτης το γνωρίζει, δεν επηρεάζει την τύχη της εγγυητικής επιστολής δεδομένου ότι ο σκοπός της είναι να παρέχει εξασφάλιση στο λήπτη σε πιθανή αφερεγγυότητα του οφειλέτη και η πτώχευση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αφερεγγυότητας.
Ωστόσο, κατά την άποψη του γράφοντος το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη την ανακοπή της εταιρείας «Η. ΑΕΕ». Ειδικότερα, η σύμβαση της εγγυητικής επιστολής με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση» έχει ορισμένα χαρακτηριστικά προκειμένου να εξυπηρετείται ο σκοπός της που δεν είναι άλλος από την εξασφάλιση του λήπτη και την άμεση και ανεμπόδιστη ικανοποίηση του, σε περίπτωση που συντρέξει ο λόγος κατάπτωσης της. Με την παροχή, λοιπόν, της δυνατότητας στον εκάστοτε οφειλέτη να παρεμβαίνει, έστω και υπό αυστηρές προϋποθέσεις βλάπτεται αυτός ο σκοπός, με αποτέλεσμα να πλήττονται οι συναλλαγές. Επομένως, προκρίνεται ως ορθότερο, εφόσον οφειλέτης και λήπτης επιλέξουν να καταρτίσουν τη σύμβαση εγγυητικής επιστολής, να μην δίνεται η ευχέρεια στον πρώτο να παρεμβαίνει στην έννομη σχέση του δεύτερου με την τράπεζα ασκώντας ασφαλιστικά μέτρα, ακόμη και εάν το αίτημα κατάπτωσης ασκείται καταχρηστικά..
Τέλος, η απόφαση συμπαρασύρεται από την ελληνική νομολογιακή τάση και θεωρεί την εγγυητική επιστολή ως ιδιόμορφη σύμβαση, η οποία διέπεται από τις διατάξεις για την εγγύηση. Το ορθότερο θα ήταν να τη χαρακτήριζε ως είδος εγγυοδοτικής σύμβασης, στην οποία εφαρμόζονται αναλογικά όσες διατάξεις της εγγύησης δεν συγκρούονται με τον αυτόνομο χαρακτήρα της.
[1] Ή αλλιώς με ρήτρα «απλή ειδοποίηση», Στυλιανός Βασ. Αντωνόπουλος, Η ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ «ΑΠΛΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ», Νομικό Βήμα 1987, σ. 255.
[2]Ανθούλα Σ. Χατζησεβαστού, ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΖΗΤΗΣΗ- ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΤΩΣΕΩΣ, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2011, σ.3 υποσημ. 3, Όπου η σχέση τράπεζας και λήπτη χαρακτηρίζεται και ως σύμβαση εγγυητικής επιστολής υπό στενή έννοια.
[3] Αγγέλικα Αντ. Γκούσκου, Η εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση», ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 1995, σ. 97.
[4] Γκούσκου ό.π. σ. 97, Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2001, σ. 153, Ιάκωβος Βενιέρης, Τραπεζικές Εγγυήσεις, σε επιμέλεια Γεώργιου Τριανταφυλλάκη, ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ.797.
[5] ΕφΑθ4758/1995, ΕΕμπΔ1995, σ. 585 επ. παρατηρήσεις Αγγέλικα Αντ. Γκούσκου, ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ, ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, 1992, σ. 207-209.
[6] Νικόλαος Κ. Ρόκας, Χρήστος Βλ. Γκόρτσος, ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 273.
[7] Θαν. Λιακόπουλος, ΕΓΓΥΗΥΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΕ ΡΗΤΡΑ ΠΛΗΡΩΜΗΣ «ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΖΗΤΗΣΗ» ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ, Νομικό Βήμα 1987, σ.287.
[8] ΜονΕΘ 10/2017, ΕπισκΕΔ Γ/2017, σ. 527, ΠΠρΑθ 4777/2001, ΕΕμπΔ 2001, σ. 560 επ., ΕφΑθ4758/1995, ΕΕμπΔ1995, σ. 583 επ., ΜονΠρΠειρ 534/2005, ΕΕμπΔ 2005, σ. 349 επ, Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 255, Ρόκας, Γκόρτσος, ό.π., σ. 268, ΕΦΑΘ 6042/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 983/1999, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1793/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 48/1996, ΝΟΜΟΣ.
[9] Ρόκας, Γκόρτσος,ό.π., σ. 269.
[10] Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Τεύχος 1, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2008, σ. 353, Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ, Νομικό βήμα 1994 σ. 596, Λιακόπουλος, ό.π., σ. 290, Γκούσκου, ό.π., σ. 80-81, ΑΠ 16/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1273/2014, ΝΟΜΟΣ.
[11] ΠΠΡΑΘ 82/2014, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΑΘ 5941/2012, ΝΟΜΟΣ, ΕΦΛΑΡ 708/2010, ΝΟΜΟΣ.
[12] ΧΡΥΣΑΝΘΗ Α. ΘΕΜΕΛΗ, Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ, 1999, σ. 139-143.
[13] Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 256.
[14] Γκούσκου, ό.π., σ. 125.
[15] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 13, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 153-154., Κωνσταντίνος Δ. Κεραμέως, Ζητήματα Καταπτώσεως Εγγυητικών Επιστολών, ΕπισκΕΔ Α/1998, σ. 4.
[16] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 11-12,29-30, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 153-154.
[17] Ρόκας, Γκόρτσος,ό.π., σ. 268, ΜΠΡΘΕΣΣΑΛ 28831/2012, ΝΟΜΟΣ, Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 78, όπου αναφέρεται η σύγχυση της νομολογίας αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ αυτόνομου και αιτιώδους χαρακτήρα της εγγυητικής επιστολής.
[18] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 14, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 155, ΕΣ 134/2013, ΝΟΜΟΣ.
[19] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 84, ΕφΑθ4758/1995, ΕΕμπΔ1995, σ. 583 επ, Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 256., ΑΠ 1884/2013, ΝΟΜΟΣ.
[20] Ψυχομάνης, ΝοΒ, ό.π., σ. 602.
[21] Νικόλαος Ι. Ελευθεριάδης, ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2002, σ. 31, ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ, ό.π., σ. 209, ΕΦΑΘ 8320/1989, ΕΕμπΔ 1991, σ. 45.
[22] ΜονΠρΠειρ 534/2005, ΕΕμπΔ 2005, σ. 349 επ, Απόστολος Α. Καραγκουνίδης, Ζητήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου από την αυτοτέλεια της τραπεζικής εγγυητικής επιστολής, ΕπισκΕΔ Β/2002, σ. 375, Λιακόπουλος, ό.π., σ. 288,289, Γκούσκου, ό.π., σ. 86, Βασίλης Τσούμας, Εγγύηση και Εγγυοδοσία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ. 58, ΑΠ 1273/2014, ΝΟΜΟΣ, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 633/2011, ΝΟΜΟΣ, ΕΦΠΕΙΡ 46/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑΘ 7798/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕΦΛΑΡ 671/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 104/2001, ΝΟΜΟΣ.
[23] Ψυχομάνης, ΝοΒ, ό.π., σ. 600-601, ΜΠΡΑΘ 3709/2013, ΝΟΜΟΣ.
[24] Γεωργιάδης, ό.π., σ. 164. Η δήλωση του λήπτη περί κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής κατά κανόνα είναι γραπτή.
[25] Ελευθεριάδης, ό.π., σ. 45-48, ΕΦΑΘ 2023/1988, ΝΟΜΟΣ, όπου απαιτείται να προτείνεται σαφώς και συγκεκριμένα ο λόγος κατάπτωσης, ΕΦΑΘ 3181/1987, ΝΟΜΟΣ, όπου απαιτείται απλή αναφορά του λόγου κατάπτωσης προκειμένου να προστατευθεί ο εξασφαλιστικός σκοπός της εγγυητικής επιστολής.
[26] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 170, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 150.
[27] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 169, Ελευθεριάδης, ό.π., σ. 27, Λιακόπουλος, ό.π., σ. 299.
[28] Γεωργιάδης, ό.π., σ. 164-165, Γκούσκου, ό.π., σ. 149.
[29] Καραγκουνίδης, ό.π., σ. 376.
[30] Ψυχομάνης, ΝοΒ, σ. 604.
[31] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 70, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 166, ΠΠρΑθ 4777/2001, ΕΕμπΔ 2001, σ. 560 επ.
[32] ΕφΑθ4758/1995, ΕΕμπΔ1995, σ. 585 επ. παρατηρήσεις Αγγέλικα Αντ. Γκούσκου.
[33] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 70-71, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 166-167.
[34] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 171-172, ΕφΑθ4758/1995, ΕΕμπΔ1995, σ. 585 επ. παρατηρήσεις Αγγέλικα Αντ. Γκούσκου, Γκούσκου, ό.π., σ. 85, Ρόκας, Γκόρτσος,ό.π., σ. 273, όπου απαιτεί να προκύπτει με ευαπόδεικτο και προφανή τρόπο η παρανομία-ανηθικότητα της αιτίας έκδοσης της εγγυητικής επιστολής.
[35] Γεωργιάδης, ό.π., σ. 168, ΜονΠρΠειρ 534/2005, ΕΕμπΔ 2005, σ. 349 επ.
[36] Λιακόπουλος, ό.π., σ. 297, Γκούσκου, ό.π., σ. 152, Ρόκας, Γκόρτσος, ό.π., σ. 273, Ελευθεριάδης, ό.π., σ. 37, ΘΕΜΕΛΗ, ό.π., σ. 137-138, ΠΠΡΑΘ 4777/2001, ΝΟΜΟΣ.
[37] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 184.
[38] Γεωργιάδης, ό.π., σ. 167.
[39] ΠΠρΑθ 4777/2001, ΕΕμπΔ 2001, σ. 560 επ..
[40] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 72.
[41] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 73-78,87, ΠΠρΑθ 4777/2001, ΕΕμπΔ 2001, σ. 560 επ., ΕφΑθ4758/1995, ΕΕμπΔ1995, σ. 585 επ. παρατηρήσεις Αγγέλικα Αντ. Γκούσκου, ΜονΠρΑθ 6351/2002, ΕΕμπΔ 2003, σ. 865 επ., παρατηρήσεις Αλέξανδρου Π. Σπυρίδωνος, Κεραμέως, ό.π., σ. 12, ΜονΠρΠειρ 534/2005, ΕΕμπΔ 2005, σ. 353 παρατηρήσεις Αντώνης Εμμ. Ρούσσος.
[42] ΕΦΑΘ 8320/1989, ΕΕμπΔ 1991, σ. 45.
[43] ΜονΠΡΑΘ 7913/1998, ΕΕμπΔ 1999, σ. 279, ΕΦΑΘ 8320/1989, ΕΕμπΔ 1991, σ. 45.
[44] Λιακόπουλος, ό.π., σ. 291-292, 300, Ρόκας, Γκόρτσος,ό.π., σ. 270.
[45] Ρόκας, Γκόρτσος,ό.π., σ. 272.
[46] ΕΦΑΘ 7798/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 2516/2001, ΝΟΜΟΣ.
[47] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 95-96, ΜονΠρΘεσ 6127/2003, σ. 123 επ., παρατηρήσεις Αντώνης Εμμ. Ρούσσος, ΕφΘες 449/1996, ΔΕΕ 1996, σ. 826, παρατηρήσεις Χρήστος Χρυσάνθης, Γκούσκου, ό.π., σ. 179, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 171, ΜΠΡΑΘ 11682/1985, ΕΕμπΔ 1986, σ. 81, ΜΠΡΑΘ 32577/1999, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΚΑΒ 424/1993, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΑΘ 12171/2013, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΑΘ 5941/2012, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΘΕΣΣΑΛ 169/1986, Αρμ. 1988, σ. 324, ΜΠΡΑΘ 9790/1992, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΑΘ 24784/1995, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΠΑΤΡ 1683/1997, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΑΘ 11682/1985, ΕΕμπΔ 1986, σ, 81.
[48] Γεωργιάδης, ό.π., σ. 172.
[49] ΠΠΡΑΘ 3865/2005, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΑΘ 4777/2001, ΝΟΜΟΣ.
[50] Λιακόπουλος, ό.π., σ. 298.
[51] Ελευθεριάδης, ό.π., σ. 39, η ένσταση καταχρηστικότητας δεν μπορεί να αποτελέσει ένσταση προερχόμενη από το περιεχόμενο της σύμβασης της εγγυητικής επιστολής γιατί δεν προκύπτει από το κείμενο αυτής, ΘΕΜΕΛΗ, ό.π., σ. 148-150, όπου γίνεται η εξής διάκριση: Εάν προκύπτει απευθείας από το περιεχόμενο της σύμβασης η καταχρηστικότητα, τότε μπορεί να προβληθεί ως τέτοια ένσταση. Αντιθέτως, όταν από το περιεχόμενο της σύμβασης αντλούνται μόνο πραγματικά και νομικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της καταχρηστικότητας, τότε η ένσταση αυτή δεν μπορεί να προταθεί, ΜΠΡΑΘ 3140/1992, ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑΘ 8188/2003, ΝΟΜΟΣ.
[52] Χατζησεβαστού, ό.π., σ.97-100, ΜονΠρΠειρ 534/2005, ΕΕμπΔ 2005, σ. 352 παρατηρήσεις Αντώνης Εμμ. Ρούσσος, Ψυχομάνης, ΝοΒ, ό.π., σ. 621, Τσούμας, ό.π. σ. 63, ΠΠΡΑΘ 82/2014, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΘΕΣΣΑΛ 3280, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΒΟΛ 845/1993, ΕπισκΕΔ Β/1996, σ. 708, ΜΠΡΑΘ 7913/1998, ΕΕμπΔ 1999, σ. 279, ΕΦΑΘ 8320/1989, ΕΕμπΔ 1991, σ. 45, ΜΠΡΑΘ 9714/1996, ΕΕμπΔ 1998, σ. 45, ΠΠΡΑΘ 15000/1983, ΕλλΔ/νη 1986, σ. 363, ΜΠΡΑΘ 3140/1992, ΝΟΜΟΣ.
[53] Ψυχομάνης, ΝοΒ, ό.π., σ. 621.
[54] Χατζησεβαστού, ό.π., σ.101-104.
[55] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 104-108.
[56] ΜονΠρΠειρ 534/2005, ΕΕμπΔ 2005, σ. 353 παρατηρήσεις Αντώνης Εμμ. Ρούσσος, Ψυχομάνης, ΝοΒ, ό.π., σ. 622, Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 259, Γκούσκου, ό.π., σ. 177-179, Ρόκας, Γκόρτσος,ό.π., σ. 271, Ελευθεριάδης, ό.π., σ. 49-53, ΘΕΜΕΛΗ, ό.π., σ. 151-155, ΜΠΡΑΘ 3140/1992, ΝΟΜΟΣ, όπου δεν αρκεί η εκκρεμοδικία για απόδειξη προφανούς.
[57] Ελευθεριάδης, ό.π., σ. 53.
[58] Γκούσκου, ό.π., σ. 176, Ελευθεριάδης, ό.π., σ. 43.
[59] Χατζησεβαστού, ό.π., σ.108-113.
[60] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 172-174, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 169-170, 175-176.
[61] ΜονΕΘ 10/2017, ΕπισκΕΔ Γ/2017, σ. 527, από όπου προκύπτει ότι εάν η ένσταση καταχρηστικότητας θεωρηθεί ως ένσταση από το περιεχόμενο της σύμβασης της εγγυητικής επιστολής, τότε μπορεί να την προτείνει και η τράπεζα, δεδομένου ότι δεν θα προέρχεται από τη βασική σχέση, ΑΠ 1403/2008, ΝΟΜΟΣ.
[62] ΜονΠρΠειρ 534/2005, ΕΕμπΔ 2005, σ. 352 παρατηρήσεις Αντώνης Εμμ. Ρούσσος, ΜονΠρΘες 6127/2003, σ. 124, παρατηρήσεις Αντώνης Εμμ. Ρούσσος, Καραγκουνίδης, ό.π., σ. 377, Λιακόπουλος, ό.π., σ. 299, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 150, ΠΠΡΑΘ 15000/1983, ΕλλΔ/νη, 1986, σ. 363, ΜΠΡΑΘ 9714/1996, ΕΕμπΔ 1998, σ. 45, ΜΠΡΑΘ 7913/1998, ΕΕμπΔ 1999, σ. 279, όπου ως αξιόπιστη γνώση αναφέρεται η δικαστική διαπίστωση της εξάλειψης της αιτίας έκδοσης της εγγυητικής επιστολής.
[63] Η αναζήτηση μπορεί να γίνει τόσο σύμφωνα με το άρθρο 722 ΑΚ όσο και μέσω του άρθρου 858 ΑΚ, Γεωργιάδης, ό.π., σ. 175.
[64] Χατζησεβαστού, ό.π., σ. 142-144, Παναγιώτης Αλ. Παπανικολάου, Τύχη της εγγυητικής επιστολής σε περίπτωση πτωχεύσεως του οφειλέτη, θέσεως αυτού υπό ειδική εκκαθάριση και συμφωνίας του άρθρου 44 του Ν 1892/1990 (γνωμ.), ΔΕΕ 2005, σ. 1022, Τσούμας, ό.π., σ. 65.
[65] Γεωργιάδης, ό.π., σ. 156-161, Χατζησεβαστού, ό.π., σ.30-35, 46-61.
[66] Βενιέρης, ό.π., σ. 797.
[67] ΑΠ 1273/2014, ΝΟΜΟΣ.
[68] ΠΠΡΘΕΣΣΑΛ 29245/2006, ΝΟΜΟΣ.
[69] ΠΠρΑθ 4777/2001, ΕΕμπΔ 2001, σ. 560 επ., Ψυχομάνης, ό.π., σ. 596.
[70] ΑΠ 1287/2012, ΝΟΜΟΣ.
[71] Γκούσκου, ό.π., σ. 102.
[72] ΠΠρΑθ 4777/2001, ΕΕμπΔ 2001, σ. 560 επ., ΠΠΡΡΟΔ 171/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1793/2008, ΝΟΜΟΣ.
[73] Κεραμέως, ό.π., σ. 4, Καραγκουνίδης, ό.π., σ. 371.
[74] Ρόκας, Γκόρτσος,ό.π., σ. 268.
[75] Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, ό.π., σ. 353, Ψυχομάνης, ΝοΒ,ό.π., σ. 596,599, ΑΠ 1884/2013, ΝΟΜΟΣ.
[76] Π.χ. οι διατάξεις των άρθρων 858,854,857,860,861,865, αλλά όχι των άρθρων 850,851, 855,864,865,867.
Recent Comments