Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Search in posts
Search in pages

Η προπτωχευτική διαδικασία της ειδικής διαχείρισης

1) Εισαγωγή

Με τον Ν. 4307/2014, γνωστό και ως «Νόμος Δένδια» θεσπίστηκε η έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης, άρθρα 68 επ.. Σε αντίθεση με το όνομα της η διαδικασία αυτή είναι εκκαθαριστική[1], δεδομένου ότι έχει ως στόχο τη διατήρηση της επιχείρησης σε λειτουργία[2] προκειμένου να εκποιηθεί[3] με τους καλύτερους όρους και να ικανοποιηθούν σύμμετρα οι πιστωτές της και όχι την εξυγίανση και ανόρθωση αυτής και του φορέα της[4]. Η ειδική διαχείριση, λοιπόν, μέσω της γρήγορης εκποίησης της επιχείρησης λειτουργεί προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας, αφού αποτρέπει συνέπειες της παύσης λειτουργίας της επιχείρησης, όπως η απώλεια θέσεων εργασίας[5].

Βέβαια από μέρος της θεωρίας παρατηρείται ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας της ειδικής διαχείρισης προδίδουν μία εκποιητική διαδικασία, η οποία δεν συγκαταλέγεται στους τρόπους διάσωσης της επιχείρησης και μεταβίβασης της. [6]Σημειώνεται ότι η απουσία του εξυγιαντικού χαρακτήρα της εν λόγω διαδικασίας προδίδεται από το γεγονός ότι προαπαιτούμενο για την υπαγωγή της εκάστοτε επιχείρησης σε αυτήν δεν τάσσεται η διατήρηση της σε λειτουργία ούτε η επικείμενη παύση πληρωμών, αλλά αντιθέτως απαιτείται η τελευταία να έχει επέλθει. Ακόμα, δεν προβλέπεται από το θεσμικό της πλαίσιο ούτε λειτουργία της επιχείρησης κατά την κατάθεση της αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης[7] ούτε υποχρέωση του διαχειριστή διατήρησης «εν ζωή» της επιχείρησης.[8] Ωστόσο, παρόλο που η διαδικασία αυτή δεν χαρακτηρίζεται ρητά ως εξυγιαντική είναι πολύ δύσκολο να θεωρηθεί εκποιητική, δεδομένου ότι εάν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η τελευταία θα είχε υπάρξει ένα συγκεκριμένο πλέγμα ρυθμιστικών της εκποιητικής διαδικασίας διατάξεων. Μολαταύτα η διαδικασία της ειδικής διαχείρισης παρουσιάζει  ως προς το εκποιητικό της σκέλος σοβαρά κενά[9].

Επιπλέον, η ειδική διαχείριση θεωρείται συλλογική[10], λόγω του ότι είναι εξωτερική και οργανωμένη από το νόμο διαδικασία με στόχο τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών, παραπτωχευτική[11], καθώς κηρύσσεται, εξελίσσεται και περατώνεται αυτοτελώς, χωρίς ανάμειξη με την πτώχευση, και προπτωχευτική διαδικασία γιατί σε περίπτωση αποτυχίας της έπεται η διαδικασία της πτώχευσης.[12]

Στη συγκεκριμένη διαδικασία εφαρμόζονται αναλογικά-συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΠτΚ[13]. Η αναλογική αυτή εφαρμογή είτε ορίζεται ρητά από επιμέρους διατάξεις του Ν. 4307/2014 είτε γίνεται προς κάλυψη κενών. Ωστόσο, η καταφυγή στις διατάξεις του ΠτΚ δεν πρέπει να προτιμάται εφόσον είναι δυνατή η αναπλήρωση των προαναφερθέντων κενών από τις διατάξεις του ίδιου του Ν. 4307/2014. Επίσης, η αναλογική εφαρμογή διατάξεων του ΠτΚ δεν πρέπει να αποκλείεται από τα άρθρα του Ν. 4307/2014, κατόπιν γραμματικής και τελολογικής ερμηνείας αυτών.[14]

Δυνατότητα υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης με βάση το άρθρο 68 παρ. 1 του Ν. 4307/2014, έχει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο[15] με πτωχευτική ικανότητα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠτΚ, το οποίο έχει την έδρα[16] του στη Ελλάδα και βρίσκεται σε παύση πληρωμών[17].

Στην ίδια παράγραφο ορίζεται ότι οι κεφαλαιουχικές εταιρείες μπορούν να υπαχθούν στην εν λόγω διαδικασία και εφόσον συντρέχει ως προς αυτές για δύο συνεχόμενες χρήσεις λόγος λύσης[18] κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του Ν. 2190/1920, διάταξη η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και για τις άλλες μορφές κεφαλαιουχικών εταιρειών.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 68 του Ν. 4307/2014, που ορίζει ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται από τον οφειλέτη, αλλά από πιστωτή[19] ή πιστωτές αυτού[20], στους οποίους περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας χρηματοδοτικός φορέας[21], και οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 40%[22] του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη.

Τέλος, το μέγεθος μίας επιχείρησης δεν αποτελεί κριτήριο υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης[23].

2) Αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης[24]

Σε αντίθεση με το άρθρο 3 παρ. 4 του ΠτΚ, στην περίπτωση του Ν. 4307/2014 δεν ελέγχεται εάν υπάρχουν επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας[25]. Εν ολίγοις δεν ελέγχεται το κατά πόσο η επιχείρηση του οφειλέτη είναι βιώσιμη[26]. Ωστόσο, πιθανή έλλειψη του απαιτούμενου για τη κάλυψη των διαδικαστικών εξόδων ενεργητικού μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της σχετικής αίτησης περί ανοίγματος της διαδικασίας από το δικαστήριο λόγω καταχρηστικότητας.[27]

Με βάση το άρθρο 70 παρ. 1 του Ν. 4307/2014 αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την έδρα του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώ οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά[28].

Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 70 προβλέπεται ότι η δικάσιμος ορίζεται εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης. Επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα, κατά το άρθρο 748 παρ. 3 του ΚΠολΔ, στον αρμόδιο δικαστή να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών. Οι πιστωτές που κλητεύθηκαν καθώς και οποιοσδήποτε άλλος πιστωτής μπορούν να ασκήσουν παρέμβαση με τις προτάσεις τους και χωρίς τήρηση προδικασίας, ενώ η άσκηση παρέμβασης με κατάθεση δικογράφου σε άλλη δικάσιμο δεν αποτελεί λόγο αναβολής της εκδίκασης της αίτησης.

Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου ο πρόεδρος του αρμόδιου δικαστηρίου δύναται, κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, να διατάξει, για την περίοδο από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης, την αναλογική εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 10 του ΠτΚ[29] μέτρων για χρονική περίοδο όχι μεγαλύτερη των έξι μηνών. Ακόμη, η αναστολή επάγεται αυτοδικαίως την αναστολή για τις ίδιες απαιτήσεις και έναντι των λοιπών συνοφειλετών, καθώς και την απαγόρευση διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του[30].

Ακόμα, η αίτηση υπαγωγής σε ειδική διαχείριση μαζί με την πράξη ορισμού δικασίμου κοινοποιείται στην επιχείρηση και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες πριν τη δικάσιμο, ενώ, με ποινή απαραδέκτου, το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες πριν τη δικάσιμο κατατίθενται κύριες παρεμβάσεις, οι οποίες συνεκδικάζονται υποχρεωτικά, όπως και οι πρόσθετες παρεμβάσεις, με την αίτηση. Οι κυρίως παρεμβαίνοντες έχουν το βάρος απόδειξης ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της επιχείρησης στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης. (άρθρο 70 παρ. 4 του Ν. 4307/2014)

Το πιο σημαντικό είναι ότι η κατάθεση της αίτησης περί υπαγωγής επιχείρησης στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης συνεπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 5 του Ν. 4307/2014, την αναστολή τυχόν εκκρεμών αιτήσεων είτε κήρυξης  σε πτώχευση είτε υπαγωγής στη διαδικασία εξυγίανσης, εφόσον βέβαια έχουν υποβληθεί σχετικές αιτήσεις, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 99 παρ. 3 και 5 του ΠτΚ. Η αναστολή αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι η ειδική διαχείριση αποτελεί μία ειδικού χαρακτήρα διαδικασία, η οποία είναι λιγότερο επώδυνη ,για τα εμπλεκόμενα μέρη, από τις διαδικασίες της εξυγίανσης και της πτώχευσης και συνεπώς είναι λογικό να προηγείται αυτών[31].

Τέλος, το άρθρο 72 παρ. 1 του Ν. 4307/2014 προβλέπει ότι η αποδοχή της αίτησης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αναστολή όλων των ατομικών διώξεων[32] κατά της επιχείρησης καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των μέτρων διασφάλισης οφειλής, όπως η κατάσχεση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του Ν. 4174/2013. Σύμφωνα με τη θεωρία[33] αν και ο Ν. 4307/2014 αναφέρεται μόνο σε αναστολή των ατομικών διώξεων είναι λογικό να αναστέλλεται και η δυνατότητα υποβολής αιτήσεων για έναρξη συλλογικών διαδικασιών.

3) Απόφαση του δικαστηρίου

Εφόσον μία επιχείρηση πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις το δικαστήριο αποδέχεται την αίτηση υπαγωγής της στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης και με την απόφαση του διορίζει τον ειδικό διαχειριστή που προτάθηκε ή τον κατά τη κρίση του καταλληλότερο εάν έχουν προταθεί περισσότεροι διαχειριστές επειδή είτε υπάρχουν περισσότερες της μιας αιτήσεις είτε ασκήθηκε κύρια παρέμβαση με αίτημα τη θέση σε ειδική διαχείριση. (άρθρο 71 παρ. 1 και 2 του Ν. 4307/2014)

Η δικαστική απόφαση, εγκριτική ή απορριπτική, εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη συζήτηση και δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ.. Κατά αυτής μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή, σε προθεσμία τριάντα ημερών από τη δημοσίευση, από πρόσωπο που δεν παρέστη λόγω μη ή ελαττωματικής κλήτευσης. Κατά της απορριπτικής και μόνο απόφασης μπορεί να ασκηθεί έφεση[34] εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της, η οποία εκδικάζεται εντός διμήνου από την κατάθεση της. (άρθρο 71 παρ. 3-6 του Ν. 4307/2014)

Μέχρι την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης ο πρόεδρος του αρμόδιου Δικαστηρίου μπορεί να διατάξει, κατά το άρθρο 70 παρ. 3 του Ν. 4307/2014, τα μέτρα του άρθρου 10 του Πτωχευτικού Κώδικα, το οποίο θα εφαρμοστεί αναλογικά. Απαραίτητη είναι προηγούμενη αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η αναστολή επάγεται αυτοδικαίως την αναστολή για τις ίδιες απαιτήσεις και έναντι των λοιπών συνοφειλετών, καθώς και την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του. Η απόφαση λήψης ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να μεταρρυθμιστεί[35]. Από τη νομολογία[36] προκύπτει ότι η επιλογή των προληπτικών μέτρων που θα επιβληθούν πρέπει να γίνεται ad hoc, δεδομένου ότι οι ανάγκες κάθε επιχείρησης είναι διαφορετικές.

4) Ειδικός διαχειριστής

Σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 5 του Ν. 4307/2014 για το παραδεκτό της αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης απαιτείται η ταυτόχρονη κατάθεση δήλωσης του προτεινόμενου ως ειδικού διαχειριστή περί αποδοχής του έργου του. Ο διαχειριστής αυτός μπορεί να είναι και φυσικό και νομικό πρόσωπο. Στο άρθρο 69 του ίδιου νόμου ρυθμίζονται όλα τα σχετικά με τον ειδικό διαχειριστή θέματα.[37]

Άξιο προσοχής αναφορικά με τον ειδικό διαχειριστή είναι το άρθρο 72 παρ. 2 του Ν. 4307/2014. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι μετά τη δημοσίευση της εγκριτικής απόφασης υπαγωγής της εκάστοτε επιχείρησης στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης, η εξουσία των καταστατικών οργάνων της διοίκησης και διαχείρισης της επιχείρησης περιέρχεται στο σύνολο της στον κατά περίπτωση διοριζόμενο ειδικό διαχειριστή[38]. Επομένως, ο τελευταίος αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της εταιρείας έναντι τρίτων και τη διεκπεραίωση των καθημερινών της συναλλαγών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η σύνταξη οικονομικών καταστάσεων και η υποβολή φορολογικών δηλώσεων, ενώ αναστέλλεται για τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής η υποχρέωση έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων από τη γενική συνέλευση των μετόχων. Η διάταξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί όλες οι εξουσίες[39], και της Γ.Σ. και του Δ.Σ., περιέρχονται στον ειδικό διαχειριστή[40].

5) Διαδικασία εκποίησης

5.1) Διάθεση του ενεργητικού

Σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 1 του Ν. 4307/2014 ο ειδικός διαχειριστής αφού εγκατασταθεί με τη βοήθεια της δημόσιας αρχής στη διοίκηση της επιχείρησης, συντάσσει αμελλητί απογραφή των στοιχείων της επιχείρησης, και στη συνέχεια καταρτίζει με βάση την απογραφή αυτή υπόμνημα προσφοράς, στο οποίο, πλην των απογραφέντων στοιχείων της επιχείρησης, περιλαμβάνει και κάθε χρήσιμη πληροφορία για την εικόνα του ενεργητικού[41] της.

Ακόμα, με βάση την τρίτη παράγραφο του ίδιου άρθρου ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να διενεργήσει δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) της ή περιουσιακών στοιχείων της που δεν αποτελούν κλάδους[42]. Στη διάταξη αυτή γίνεται σαφές το εύρος της εξουσίας που παρέχεται από το νόμο στον ειδικό διαχειριστή, ο οποίος έχει την ευχέρεια να επιλέξει τη σειρά και τον τρόπο εκποίησης, αλλά δεν μπορεί να αποφασίσει ελεύθερα τη μερική εκποίηση της περιουσίας της επιχείρησης[43].

Ο ειδικός διαχειριστής επιβάλλεται να προβεί στη δημοσίευση πρόσκλησης διενέργειας του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (άρθρο 73 παρ. 3 του Ν. 4307/2014). Στην πρόσκληση αυτή πρέπει να ορίζεται η ημερομηνία για την υποβολή[44] δεσμευτικών προσφορών, οι οποίες είναι απαλλαγμένες από οποιαδήποτε αίρεση ή επιφύλαξη και συνοδεύονται από εγγυητική επιστολή αναφορικά με ολόκληρο το ποσό. Επιπρόσθετα, στην πρόσκληση καθορίζονται και οι υπόλοιποι όροι του διαγωνισμού, όπως η δέσμευση ότι με την υπογραφή της σύμβασης μεταβίβασης θα καταβάλλεται τοις μετρητοίς το σύνολο του τιμήματος. Ακόμη, περιλαμβάνεται και το κείμενο της σύμβασης μεταβίβασης για την εκάστοτε δικαιοπραξία. Η ημερομηνία υποβολής προσφορών δύναται να απέχει το λιγότερο είκοσι και το περισσότερο σαράντα ημέρες από τη δημοσίευση της πρόσκλησης διενέργειας του διαγωνισμού. (άρθρο 73 παρ. 4 του Ν. 4307/2014)[45]

Μέχρι τη λήξη της διαδικασίας ο ειδικός διαχειριστής μπορεί να πληροφορεί τους ενδιαφερόμενους σχετικά με τα διατιθέμενα περιουσιακά στοιχεία, την επιχειρηματική δραστηριότητα, τα εργασιακά θέματα και τις σχέσεις της επιχείρησης. Μπορεί ακόμα να τους παρέχει πρόσβαση σε στοιχεία της επιχείρησης. (άρθρο 73 παρ. 6 του Ν. 4307/2014).

Μετά τη λήξη της διαδικασίας υποβολής προσφορών, ο ειδικός διαχειριστής αναλαμβάνει να τις αποσφραγίσει και να συντάξει έκθεση, όπου και αναφέρεται ο πλειοδότης. Η έκθεση αυτή κοινοποιείται νόμιμα σε όσους κατέθεσαν προσφορές και υποβάλλεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο, που έχει την έδρα της η επιχείρηση, σχετική αίτηση αποδοχής της. (άρθρο 73 παρ. 7 του Ν. 4307/2014)

Εάν κατατέθηκε μία μόνο προσφορά, τότε κατά το άρθρο 73 παρ. 8 του Ν. 4307/2014, συνέρχεται αμελλητί με πρόσκληση[46] του ειδικού διαχειριστή συνέλευση των πιστωτών, η οποία με απόφαση[47] της αποφασίζει την υποβολή της έκθεσης που προαναφέρθηκε. Οι πιστωτές λαμβάνουν γνώση της προσφοράς τουλάχιστον δέκα μέρες πριν τη συνέλευση. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι πιστωτές που αναφέρονται στο άρθρο 68 παρ. 4 του ίδιου νόμου. Εφόσον η συνέλευση αποφασίσει την υποβολή της έκθεσης, τότε ο ειδικός διαχειριστής την υποβάλει στο δικαστήριο με τη διαδικασία που προαναφέρθηκε. (άρθρο 73 παρ. 8του Ν. 4307/2014)

Σε περίπτωση, όμως, αρνητικής απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών η διαδικασία θεωρείται ότι έχει λήξει και ο ειδικός διαχειριστής είναι υποχρεωμένος να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εις βάρος του οφειλέτη. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο διαγωνισμός αφορά το σύνολο του ενεργητικού της επιχείρησης και είτε δεν κατατέθηκε καμία προσφορά είτε δεν κατατέθηκε καμία προσφορά για οποιοδήποτε από τα λειτουργικά σύνολα της επιχείρησης. (άρθρο 73 παρ. 9 του Ν. 4307/2014)

Εφόσον, όμως, δεν κατατέθηκε προσφορά για ορισμένα μόνο από τα λειτουργικά σύνολα, ο ειδικός διαχειριστής προβαίνει σε διάθεση, με την προαναφερθείσα διαδικασία, των στοιχείων για τα οποία υποβλήθηκαν προσφορές, ενώ για τα υπόλοιπα δεν προβαίνει στη διενέργεια νέου διαγωνισμού. (άρθρο 73 παρ. 10 του Ν. 4307/2014)

5.2) Εκδίκαση της αίτησης αποδοχής

Το άρθρο 74 του Ν. 4307 ορίζει τα σχετικά με την εκδίκαση της αίτησης αποδοχής της προσφοράς του πλειοδότη. Ειδικότερα, το δικαστήριο πρώτα διαπιστώνει εάν τηρήθηκαν οι όροι του νόμου και εάν η προς έγκριση προσφορά είναι ή εκείνη που κατέθεσε ο πλειοδότης ή είναι εγκεκριμένη από τη συνέλευση πιστωτών, εφόσον είναι η μοναδική. Στη συνέχεια, αποδέχεται[48] την υποβληθείσα σχετική αίτηση και ανακηρύσσει τον ή τους αγοραστές, κατά περίπτωση με απόφαση του, η οποία δεν υπάγεται σε ένδικα μέσα και δημοσιεύεται σε περίληψη στο Γ.Ε.Μ.Η.. Ακόμα, εάν αποδεχθεί την αίτηση οφείλει να ορίσει και εισηγητή δικαστή για τις ανάγκες διανομής του πλειστηριάσματος κατά το άρθρο 77 του Ν. 4307/2014.

Πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση είτε γιατί δεν κλητεύθηκε είτε γιατί δεν κλητεύθηκε νόμιμα σε αυτή, δύναται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης στο Γ.Ε.Μ.Η. να ασκήσει τριτανακοπή κατά αυτής.

Τέλος, για όσα δεν προβλέπονται ρητά για την εκδίκαση της αίτησης αποδοχής του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλογικά τα προβλεπόμενα για την εκδίκαση της αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης στο άρθρο 70 του Ν. 4307/2014.

5.3) Μεταβίβαση ενεργητικού

Κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 75 του Ν. 4307/2014 με τη δημοσίευση της θετικής δικαστικής απόφασης ο ειδικός διαχειριστής απευθύνει έγγραφη πρόσκληση προς τον αγοραστή και τον καλεί να υπογράψει μέσα σε πέντε εργάσιμες μέρες τη σύμβαση μεταβίβασης, η οποία περιλαμβάνεται στην πρόσκληση και επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης των άρθρων 1003 επ. του ΚΠολΔ.

Μετά την εμπρόθεσμη καταβολή του τιμήματος ο ειδικός διαχειριστής συντάσσει αμελλητί πράξη εξόφλησης, η οποία προσαρτάται στη σύμβαση μεταβίβασης, επέχει θέση περίληψης έκθεσης κατακύρωσης του άρθρου 1005 του ΚΠολΔ[49] και έχει ως έννομη συνέπεια, εφόσον μεταβιβάζονται ακίνητα, την εξάλειψη και διαγραφή των υπέρ τρίτων βαρών[50].

Τέλος, κατά τη μεταβίβαση ενεργητικού στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης παρατηρούνται ομοιότητες με τη μεταβίβαση της επιχείρησης κατά την προπτωχευτική διαδικασία της εξυγίανσης. Πιο αναλυτικά, και στις δύο περιπτώσεις: α) αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 479 του ΑΚ[51], β) μεταβιβάζονται οι εκκρεμείς συμβάσεις και οι διοικητικές άδειες της επιχείρησης[52], γ) οι απαιτούμενες για τη μεταβίβαση πράξεις απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα του Δημοσίου ή τρίτων, καθώς και τελών χαρτοσήμου, εξαιρουμένου του Φ.Π.Α., δ) περιορίζονται οι προκύπτουσες αμοιβές κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 134 του ΠτΚ, και ε) εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης κατά τα άρθρα 41 επ. του ΠτΚ.

6) Περάτωση της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης

Σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 3 του Ν. 4307/2014 η διαδικασία και το λειτούργημα του ειδικού διαχειριστή παύουν εντός δώδεκα μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης υπαγωγής της επιχείρησης στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο Ν. 4307/2014.

Εάν, λοιπόν, παρέλθει η προαναφερθείσα δωδεκάμηνη προθεσμία και δεν έχει ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία μεταβίβασης τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της εταιρείας (ως λογιστική αξία), τότε θεωρείται ότι η τελευταία έχει λήξει και ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλλει αίτηση πτώχευσης της εν λόγω εταιρείας. Εάν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης προχωρά η εξέταση της. Ωστόσο, σε περίπτωση που εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας εκκρεμεί πλειοδοτική διαδικασία και υποβολή αίτησης προς το δικαστήριο για αποδοχή προσφοράς με την οποία να επιτυγχάνεται (λαμβανομένων υπόψη και τυχόν προηγουμένων διαθέσεων) η διάθεση τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της εταιρίας, ανεξαρτήτως τρόπου διάθεσης, τότε η ειδική διαχείριση παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι την έκδοση των σχετικών αποφάσεων από το αρμόδιο δικαστήριο και την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης των σχετικών στοιχείων. (άρθρο 76 παρ. 1 του Ν. 4307/2014)

Άλλη περίπτωση παράτασης του διορισμού του ειδικού διαχειριστή προβλέπεται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 76 του Ν. 4307/2014. Πιο αναλυτικά, ο ειδικός διαχειριστής μπορεί να υποβάλλει αίτημα στο αρμόδιο δικαστήριο ζητώντας την παράταση του διορισμού του. Το τελευταίο δύναται να εγκρίνει το αίτημα του και να παρατείνει το διορισμό του με αποκλειστικό αντικείμενο τη διάθεση του προϊόντος ρευστοποίησης προς τους δικαιούχους. Απαραίτητη προϋπόθεση όλων αυτών είναι να έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς από τον ειδικό διαχειριστή η μεταβίβαση τουλάχιστον του 90% του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης και κατά την εκτίμησή του, βάσει των αναγγελθεισών απαιτήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Ν, 4307/2014 το προϊόν ρευστοποίησης επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση όλων των πιστωτών. Μετά την πλήρη ικανοποίηση του συνόλου των πιστωτών ο οφειλέτης ανακτά τη διοίκηση του φορέα της επιχείρησης[53]. Σε αντίθετη περίπτωση, ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται και πάλι να υποβάλει αίτηση πτώχευσης του οφειλέτη και σε περίπτωση που εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης προχωρά η εξέτασή της.

Τέλος, εάν η επιχείρηση κηρυχθεί σε πτώχευση και ταυτόχρονα εκκρεμεί η διάθεση μέρους του ενεργητικού της στους πιστωτές ο ειδικός διαχειριστής διατηρεί τον έλεγχο του ανωτέρω υπολοίπου και την ευθύνη διανομής του στους δικαιούχους σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν. 4307/2014 και η διανομή αυτή δεν υπόκειται σε πτωχευτική ανάκληση. (άρθρο 76 παρ. 3 του Ν. 4307/2014)

7) Διανομή προς τους πιστωτές

Ο ειδικός διαχειριστής οφείλει, το συντομότερο από τη μεταβίβαση, να δημοσιοποιήσει πρόσκληση αναγγελίας των απαιτήσεων των πιστωτών, οι οποίοι αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσιοποίηση. (άρθρο 77 παρ. 1 του Ν. 4307/2014)

Ακόμη, ο ειδικός διαχειριστής αφαιρεί από το προϊόν της ειδικής διαχείρισης τα έξοδα της διαδικασίας, στα οποία περιλαμβάνονται οι δαπάνες της λειτουργίας της επιχείρησης κατά την ειδική διαχείριση και αποδίδει τα αντίστοιχα ποσά συμμέτρως προς τους δικαιούχους[54]. Στη συνέχεια επαληθεύει τις απαιτήσεις, ανεξαρτήτως ποσού, με βάση τα στοιχεία της επιχείρησης κατά το άρθρο 163 του ΠτΚ, και για το εναπομείναν υπόλοιπο συντάσσει πίνακα κατάταξης κατά τα άρθρα 153-161 του ΠτΚ. Τέλος, η διανομή προς τους πιστωτές γίνεται με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠολΔ. (άρθρο 77 παρ. 3του Ν. 4307/2014)

8) Διατήρηση της επιχείρησης σε λειτουργία

Όπως προαναφέρθηκε η διαδικασία της ειδικής διαχείρισης είναι εκκαθαριστική. Στόχος, λοιπόν, της διαδικασίας αυτής είναι η εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη. Ωστόσο, η εκπλήρωση του στόχου αυτού θα ήταν κενή περιεχομένου εάν το τίμημα ήταν ευτελές. Γι’ αυτόν το λόγο το άρθρο 73 παρ. 2 του Ν. 4307/2014 δίνει τη δυνατότητα στον ειδικό διαχειριστή να λάβει κατά τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης χρηματοδοτήσεις[55] ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών, προκειμένου να διατηρήσει την επιχείρηση σε λειτουργία και να καλύψει δαπάνες και έξοδα της ειδικής διαχείρισης, περιλαμβανομένων και των δικών του αμοιβών. Μάλιστα, στις χρηματοδοτήσεις αυτές προσδίδεται και το ειδικό προνόμιο του άρθρου 154 περ. α του ΠτΚ[56], για να διευκολύνει τον ειδικό διαχειριστή στο έργο του. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω λεχθέντων, στόχος της διαδικασίας της ειδικής διαχείρισης είναι η διατήρηση της επιχείρησης σε λειτουργία και η εκποίηση της.[57]

Σύμφωνα με μέρος της νομολογίας[58] και της θεωρίας[59], από τη προηγούμενη διάταξη προκύπτει ότι ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να διατηρήσει την επιχείρηση σε λειτουργία και για να το καταφέρει αυτό του δίνεται η ευχέρεια εξεύρεσης χρηματοδότησης[60]. Μάλιστα, θεωρείται ότι εφόσον ο ειδικός διαχειριστής δεν κατορθώσει να βρει χρηματοδότηση, συντρέχει λόγος ανάκλησης της απόφασης περί υπαγωγής στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 758 του ΚΠολΔ[61].

Ωστόσο, μέρος της θεωρίας[62] διαφωνεί με την προαναφερθείσα νομολογία. Ειδικότερα, υποστηρίζεται πως ο ειδικός διαχειριστής δύναται να βρει χρηματοδότηση και δεν υποχρεούται γι’ αυτό, δεδομένου ότι στόχος της όλης διαδικασίας δεν είναι η διατήρηση πάση θυσία σε λειτουργία των υπαγόμενων επιχειρήσεων, αλλά η καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας προκειμένου να επιτευχθεί αυτό και κατ’ επέκταση το τίμημα της μεταβίβασης να είναι μεγαλύτερο[63].

Ακόμα, αμφισβητείται η δυνατότητα ανάκλησης, έστω και εάν η αδυναμία εύρεσης χρηματοδότησης και η μη βιωσιμότητα της επιχείρησης χαρακτηρισθούν νέα πραγματικά περιστατικά. Πιο αναλυτικά, θεωρείται πως ο Ν. 4307/2014 προβλέπει ρητά και ότι η απόφαση για υπαγωγή στη διαδικασία δεν υπόκειται σε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο (άρθρο 70 παρ. 1) και ότι μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή κατά αυτής (άρθρο 71 παρ. 5). Επομένως, προκύπτει με σαφήνεια το πνεύμα του Ν. 4307/2014 και μολονότι η αίτηση ανάκλησης δεν είναι ένδικο μέσο θα πρέπει να αποκλείεται. Προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού υποστηρίζεται και πως ο Ν. 4307/2014 προβλέπει ρητά και τις περιπτώσεις όπου η διαδικασία έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο και επιβάλλεται να κηρυχθεί η επιχείρηση σε πτώχευση (άρθρα 73 παρ. 9, 76 παρ. 1 και 2). Συμπερασματικά, θεωρείται πως, εφόσον ο Ν. 4307/2014 προβλέπει ποικίλους τρόπους λήξης της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης, δεν θα ήταν νομικά ορθό να εφαρμόζεται το άρθρο 758 του ΚΠολΔ[64], και πως εν τέλει το όφελος από ενδεχόμενη ανάκληση θα ήταν μηδαμινό.

9) Σχέση ειδικής διαχείρισης και ειδικής εκκαθάρισης[65]

Στη συγκεκριμένη μελέτη δεν θα αναπτυχθεί η διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης, η οποία αποτελούσε το άρθρο 106ια του ΠτΚ και καταργήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 14 του Ν. 4446/2016. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να μελετηθεί η σχέση της ειδικής εκκαθάρισης με την ειδική διαχείριση.

Αρχικά, το γεγονός ότι η επιλογή από επιχειρήσεις της διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης υπήρξε μηδαμινή σε συνδυασμό με το ότι η διαδικασία αυτή βρίσκονταν σε συστηματική αναντιστοιχία[66] με το σύνολο του ΠτΚ οδήγησαν στην απόφαση κατάργησης της. Το κενό της αναπληρώθηκε από τη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, η οποία μπορεί να ομοιάζει σε σκοπό και δομή με την ειδική εκκαθάριση[67], αλλά αποτελεί μία πιο ορθή και πληρέστερη παραπτωχευτική διαδικασία.[68]

Ειδικότερα, τα σημαντικότερα σημεία διαφοροποίησης της ειδικής διαχείρισης από την ειδική εκκαθάριση είναι το ότι: α) η πρώτη αφορά και φυσικά και νομικά πρόσωπα, β) την αίτηση υπαγωγής στην πρώτη μπορεί να υποβάλλει μόνο ο πιστωτής και εφόσον ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών, δεδομένου ότι εάν αρκούσε επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης ή πιθανότητα αφερεγγυότητας[69] την αίτηση θα μπορούσε να υποβάλλει μόνο ο οφειλέτης, και γ) στην πρώτη προβλέπονται περιπτώσεις στις οποίες ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλλει αίτηση πτώχευσης, ενώ στη δεύτερη η εκκαθάριση παύει αυτοδικαίως και εξετάζεται πιθανή αίτηση πτώχευσης που εκκρεμεί. Τέλος, η πιο σημαντική ομοιότητα τους είναι ότι η αίτηση υπαγωγής και στις δύο διαδικασίες αναστέλλει εκκρεμείς αιτήσεις κήρυξης σε πτώχευση ή υπαγωγής σε εξυγίανση.[70]

 

[1] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 316, όπου αναφέρει ότι η διαδικασία της ειδικής διαχείρισης στερείται παντελώς εξυγιαντικού χαρακτήρα, Γεώργιος Σωτηρόπουλος, Ζητήματα δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 επ. Ν. 4307/2014, ΔΕΕ 2018, σ. 161.

[2] Παναγιώτου, ό.π., σ. 188, όπου επισημαίνεται ότι επειδή η επιχείρηση διατηρείται σε λειτουργία η εν λόγω διαδικασία ονομάζεται ειδική διαχείριση, ΜονΠρΑθ 963/2017, ΔΕΕ 2017, σ. 371 επ., ΜΠΡΠΕΙΡ 1883/2018, ο εκκαθαριστικός χαρακτήρας προκύπτει και από το σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσης της διαδικασίας, ΜΠΡΠΕΙΡ 4814/2018, ΝΟΜΟΣ.

[3] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 92, όπου προτιμότερη είναι η συνολική εκποίηση της επιχείρησης, ΜονΠρΑθ 963/2017, ΔΕΕ 2017, σ. 371 επ., όπου η εκποίηση μπορεί να αφορά και επιμέρους λειτουργικά σύνολα (κλάδους) ή κατ’ ιδίαν περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης.

[4] ΜονΠρΑθ 963/2017, ΔΕΕ 2017, σ. 371 επ., Παναγιώτου, ό.π., σ. 188, ΜονΠρΑθ 1612/2017, ΕΕμπΔ 2017, 656 επ..

[5] Παναγιώτου, ό.π., σ. 187, Πρβλ. Δημήτριος Λ. Παπαδόπουλος, Ο προσδιορισμός της αξίας-φήμης και πελατείας υπερχρεωμένων-μη βιώσιμων επιχειρήσεων, Επιχείρηση 2017, σ. 765, το επείγον της ρευστοποίησης μειώνει την εύλογη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, σ. 761, 768, όπου αναφέρεται η μέθοδος υπολογισμού της αξίας της φήμης και της πελατείας της επιχείρησης, μέθοδος η οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπόθεση του ΔΟΛ, όπου η προαναφερθείσα αξία θα υπολογιστεί υποκειμενικά, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ιστορία του εν λόγω ομίλου, όσο και την επιπλέον χρηματοοικονομική επιβάρυνση μίας πολιτικής ανάκαμψης της επιχείρησης.

[6] ΜΠΡΠΕΙΡ 4814/2018, ΝΟΜΟΣ.

[7] ΜΠΡΠΕΙΡ 1883/2018, ΝΟΜΟΣ.

[8] Ιωάννα Καλαντζάκου-Τσατσαρώνη, Παρέμβσαη Α’, Οι πρόσφατες εξελίξεις του Πτωχευτικού Δικαίου, 27ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 444 επ..

[9] Καλαντζάκου, Παρέμβαση, ό.π., σ. 446,447, όπου ως κενά αναφέρονται η απουσία πρόβλεψης τιμής πρώτης προσφοράς στον πλειοδοτικό διαγωνισμό, η μη ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή να κηρύξει άγονο τον διαγωνισμό εάν κρίνει το τίμημα δυσανάλογα χαμηλό, όπως επίσης και να διενεργήσει νέο διαγωνισμό αν δεν υποβλήθηκε καμία προσφορά για κάποια περιουσιακά στοιχεία, η αδυναμία ελέγχου του ύψους του τιμήματος από το Δικαστήριο και κατά το άρθρο 74 του Ν. 4307/2014, η μη ύπαρξη πρόβλεψης ρύθμισης της περίπτωσης όπου η περιουσία αποτελείται από διάσπαρτα και ασύνδετα περιουσιακά στοιχεία, οπότε και δεν υπάρχει νόημα συνολικής εκποίησης.

[10] ΜονΠρΑθ 1612/2017, ΕΕμπΔ 2017, 656 επ..

[11] ΜονΠρΑθ 963/2017, ΔΕΕ 2017, σ. 371 επ..

[12] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 92, Παναγιώτου, ό.π., σ. 187.

[13] ΜΠΡΔΡΑΜΑΣ 53/2017, ΝΟΜΟΣ, Κ. Αυγητίδης, Χρηματοδότηση εταιρίας υπό ειδική διαχείριση, ΧρΙΔ 2019, σ. 232, όπου από την αναλογική αυτή εφαρμογή, καθώς επίσης και από τη ρητή παραπομπή του άρθρου 75 παρ. 4 του Ν. 4307/2014 στο άρθρο 106δ παρ. 1 του ΠτΚ και από ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 133 παρ. 2 του ΠτΚ, προκύπτει ότι δεν απαιτείται πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας ούτε στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης ούτε σε ιδιωτικές συναλλαγές, όπως για χρηματοδότηση από πιστωτικό ίδρυμα για κάλυψη λειτουργικών δαπανών, δεδομένου ότι σε τέτοια περίπτωση θα καταστρατηγούνταν ο σκοπός της διαδικασίας  για διατήρηση εν λειτουργία της εκάστοτε υπαγόμενης επιχείρησης  προς επίτευξη υψηλότερου τιμήματος, λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψη ότι ο οφειλέτης ευρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών.

[14] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 93, ΜονΠρΑθ 963/2017, ΔΕΕ 2017, σ. 371 επ. και ΜονΠρΑθ 1612/2017, ΕΕμπΔ 2017, 656 επ., όπου ως παράδειγμα τίθεται το άρθρο 72 παρ. 1 του Ν. 4307/2014 σε σχέση με τα άρθρα 25 και 26 του ΠτΚ, ΜονΠρΔράμ 53/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 427επ..

[15] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 92, παραπ. 191 και εκεί παραπομπές, όπου αναφέρει ότι και η αστική εταιρία με οικονομικό σκοπό μπορεί να αιτηθεί την υπαγωγή της στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, Σωτηρόπουλος, ΔΕΕ 2016, ό.π., σ. 169, η αίτηση υπαγωγής υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας.

[16] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 92, όπου διατυπώνεται η απορία γιατί απαιτείται η ύπαρξη έδρας και όχι κέντρου κύριων συμφερόντων στην Ελλάδα.

[17] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 39, δεν αρκεί ούτε επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης ούτε πιθανότητα αφερεγγυότητας.

[18] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 92 και Αλέξανδρος Ν. Ρόκας, Παρατηρήσεις στην ΜονΠρΑθ 843/2016, ΕΕμπΔ 2016, σ. 682 επ. και ΜονΠρΑθ 843/2016, ΕΕμπΔ 2016, σ. 679 επ., όπου αναφέρεται ότι κατά πάσα πιθανότητα ο λόγος λύσης που θα συντρέχει θα είναι η περ. γ του άρθρου 48 του Ν. 2190/1920 (πλέον 165 περ. γ του Ν. 4548/2018) και όχι οι περ. α, β, δ του ίδιου άρθρου, διότι μόνο η γ περ. συνεπάγεται δυσχερή οικονομική θέση της επιχείρησης, ΜονΠρΑθ 1612/2017, ΕΕμπΔ 2017, 656 επ., όπου πως προς την περ. δ του προαναφερθέντος άρθρου για να θεμελιωθεί παύση πληρωμών η μη υποβολή προς καταχώρηση οικονομικών καταστάσεων για μία τριετία (πλέον διετία) πρέπει να συνεχιστεί για ακόμη δύο συνεχόμενα χρόνια από το πέρας της τριετίας, Πρβλ. Ρόκας, ΕΕμπΔ 2016, σ. 685 υπ. 10,ΜΠΡΑΘ 843/2016, ΝΟΜΟΣ, Σωτηρόπουλος, ΔΕΕ 2018, ό.π., σ. 168, όπου στην προκειμένη περίπτωση το άνοιγμα της διαδικασίας της ειδικής διαχείρισης πρέπει να προτιμάται από τη λύση της εταιρείας και της κοινής εκκαθάρισης της μόνο εάν κρίνεται απολύτως αναγκαίο για τα συμφέροντα του αιτούντος, δεδομένου ότι το πρώτο μέτρο είναι αυστηρότερο του δεύτερου, όπως επίσης διότι η συνδρομή κάποιου λόγου λύσης της εταιρείας δεν συνεπάγεται αφερεγγυότητα της τελευταίας, ΜΠΡΑΘ 1985/2018, ΝΟΜΟΣ, αρκούν τρεις συνεχόμενες εταιρικές χρήσεις, ΜΠΡΠΕΙΡ 4814/2018, ΝΟΜΟΣ, δεν αρκεί μόνο αυτός ο λόγος λύσης, αλλά απαιτείται και γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής.

[19] ΜΠΡΑΘ 1988/2015, ΝΟΜΟΣ, Δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική ενέργεια η κατάθεση αίτησης για υπαγωγή στο καθεστώς της ειδικής διαχείρισης από πιστωτή όταν καταθέτοντας την εν λόγω αίτηση ενεργεί προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της περιουσίας του, ανεξάρτητα από το εάν έρχεται σε οικονομική δυσχέρεια ο οφειλέτης, ΜΠΡΠΕΙΡ 4814/2018, ΝΟΜΟΣ, όπου καταχρηστική είναι η αίτηση όταν από την έκθεση περί ύπαρξης ή μη περιουσιακών στοιχείων προκύπτει ότι η έναρξη της διαδικασίας είναι άσκοπη λόγω έλλειψης ενεργητικού, ενώ αντιθέτως δεν είναι όταν λόγω της επίσπευσης, μέσω της διαδικασίας της ειδικής διαχείρισης, μειώνεται η αξία της επιχείρησης του οφειλέτη.

[20] Παναγιώτου, ό.π., σ. 187, όπου η ειδική διαχείριση δεν θεωρείται συναινετική διαδικασία.

[21] Ιάκωβος Βενιέρης, Προβληματισμοί και ερμηνευτικές προσεγγίσεις ως προς την ειδική διαχείριση εκ των αρ. 68 επ. Ν. 4307/2014, ΕΕμπΔ 2018, σ. 512, η πρόβλεψη αυτή οδηγεί σε άνιση μεταχείριση των πιστωτών, καθώς δεν προκύπτει δικαιολογητικός λόγος αποκλεισμού κατάθεσης της αίτησης από το ίδιο ή μεγαλύτερο ποσοστό πιστωτών μεταξύ των οποίων δεν ευρίσκεται χρηματοδοτικός φορέας, όπως επίσης δεν υπάρχει διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αποδοχή ή μη της αίτησης που υποβλήθηκε από το συγκεκριμένο ποσοστό, ακόμη και στην περίπτωση που αντιτίθεται η πλειοψηφία, όπως για παράδειγμα το 59%.

[22] Αλέξανδρος Ν. Ρόκας, Παρατηρήσεις στην ΜονΠρΧίου 136/2015, ΕΕμπΔ 2015, σ. 709, ΜονΠρΧίου 136/2015, ΕΕμπΔ 2015, σ. 702 επ., στον υπολογισμό τον συναινούντων πιστωτών δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό συνδεδεμένου πιστωτή, και εάν ληφθεί τότε το Δικαστήριο μπορεί να προβεί στον επανυπολογισμό του ποσοστού των συναινούντων πιστωτών.

[23] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 92, Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 38.

[24] Βενιέρης, ό.π., οι δικαστικές αποφάσεις δεν δέχονται αιτήσεις, αλλά τις απορρίπτουν ως καταχρηστικές, όπου το άνοιγμα οιαδήποτε συλλογικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας του Ν. 4307/2014, χρησιμοποιείται αντί διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης του πιστωτή ή αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αυτού, Ε.Π. Μαστρομανώλης, Παρατηρήσεις, ΕΕμπΔ 2017, σ. 435, υπος. 7, όπου υποστηρίζεται ότι είναι δυνατόν να μην υπερισχύει η συλλογική ικανοποίηση, έστω και εάν προωθούνται σκοπιμότητες μέσω αυτής.

[25] ΜονΠρΑθ 963/2017, ΔΕΕ 2017, σ. 371 επ., όπου η παράλειψη σχετικής πρόβλεψης θεωρείται ως αστοχία του νόμου, ΜΠΡΛΙΒΑΔΕΙΑΣ 74/2017, ΝΟΜΟΣ, πιθανή ανεπάρκεια της περιουσίας δεν οδηγεί σε απόρριψη της αίτησης.

[26] Παναγιώτου, ό.π., σ. 188, όπου αναφέρεται ότι γι’ αυτόν το λόγο η υποβολή οικονομικών καταστάσεων δεν θεωρείται λόγος έναρξης της διαδικασίας.

[27] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 93.

[28] Βενιέρης, ό.π., σ. 507, συνεπώς δεν απαγορεύεται η άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και ειδικότερα αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης κατά το άρθρο 758 του ΚΠολΔ και τριτανακοπή κατά το άρθρο 71 παρ. 5 του Ν. 4307/2014 εντός προθεσμίας 30 ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης.

[29] Ξενογιάννης Οδ. Νίκος, Σκέψεις για το ειδικό καθεστώς των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (Ν 3301/2004) στις διαδικασίες αφερεγγυότητας (πτώχευση, διαδικασία εξυγίανσης και αναγκαστική διαχείριση), ΔΕΕ 2019, σ. 348, και αναφορικά με τα προληπτικά μέτρα που διατάσσονται στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης ισχύουν οι περιορισμοί σχετικά με τις συμφωνίες χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

[30] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 94, όπου μολονότι ο Ν. 4307/2014 δεν αναφέρει και τους εγγυητές, a fortiori πρέπει να θεωρηθεί ότι η αναστολή αφορά και αυτούς, ΕΦΑΘ 2897/2018, ΝΟΜΟΣ, Καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης οι πιστωτές απαγορεύεται να ασκήσουν αγωγή, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού χαρακτήρα, κατά της επιχείρησης, και η δίκη που άρχισε πριν την υπαγωγή στη διαδικασία αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ακόμη και ενώπιον του Εφετείου. Επίσης, οι πιστωτές δεν μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν στη δίκη μετά την υπαγωγή της επιχείρησης στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, όπως επίσης ούτε να προχωρήσουν στην εκδίκαση έφεσης που ασκήθηκε πριν την υπαγωγή. Οποιαδήποτε έφεση ή αγωγή ασκηθεί κατά παρέκκλιση των ανωτέρω απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως, ενώ αντιθέτως εάν η έφεση έχει ασκηθεί πριν την υπαγωγή αλλά φέρεται προς συζήτηση μετά από αυτήν κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.

[31] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 37, Πρβλ. όμως και Χριστοπούλου, ό.π., σ. 317, όπου θεωρείται ότι η διαδικασία της ειδικής διαχείρισης προηγείται χωρίς λόγο από εκείνη της εξυγίανσης, δεδομένου ότι η πρώτη δεν προσφέρει κάτι διαφορετικό. Μάλιστα, επισημαίνεται ο κίνδυνος μολονότι η διαδικασία ειδικής διαχείρισης διευκολύνει τους πιστωτές εν τέλει να χρησιμοποιηθεί από μερίδα των πιστωτών κακόπιστα σε βάρος των υπολοίπων.

[32] ΜΠΡΑΘ 963/2017, ΝΟΜΟΣ, μη υπάρχουσας διευκρίνισης, η αναστολή αφορά και τους ενέγγυους πιστωτές. Κατά τη γνώμη του γράφοντος παρόλο που εφαρμόζεται αναλογικά ο ΠτΚ σε περιπτώσεις κενών του Ν. 4307/2014, σην προκειμένη περίπτωση δεν αποτελεί η απουσία διευκρίνισης κενό, όπως αντιθέτως συμβαίνει στην περίπτωση των χρηματοοικονομικών ασφαλειών, όπου εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 26 παρ. 6 του ΠτΚ, ΜΠΡΠΕΙΡ 4814/2018, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΝΑΥΠΛΙΟΥ 768/2018, ΝΟΜΟΣ, η ειδική διαχείριση είναι παραπτωχευτική διαδικασία και συνεπώς όταν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση από τον ΠτΚ δεν υπάρχει και αναλογική εφαρμογή του τελευταίου, ως εκ τούτου η αναστολή αφορά και τους εγχειρόγραφους και τους ενέγγυους πιστωτές.

[33] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 94.

[34] Βενιέρης, ό.π., σ. 508, όπου αν και είναι συνταγματικώς αποδεκτή η απαγόρευση προσφυγής σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εν προκειμένω υπάρχει συνταγματικό ατόπημα αφού επιτρέπεται η άσκηση έφεσης μόνο από πιστωτές που η αίτηση τους απορρίφθηκε και όχι η ίδια η επιχείρηση του υπάγεται στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης.

[35] Νίκος Ε. Πιμπλής, Η διατήρηση της επιχείρησης σε λειτουργία και η χρηματοδότηση της κατά την προπτωχευτική διαδικασία της ειδικής διαχείρισης (ν. 4307/2014)-Σκέψεις και προβληματισμοί με αφορμή την ΜΠρΑθ 963/2017 (ΔΕΕ 2017.371), Οι πρόσφατες εξελίξεις του Πτωχευτικού Δικαίου, 27ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 456.

[36] Πιμπλής, ό.π., σ. 455, 456, όπου αποφασίστηκε αποδέσμευση συγκεκριμένου τραπεζικού λογαριασμού αποκλειστικά και μόνο για την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας της επιχείρησης και την καταβολή της μισθοδοσίας, διότι ήταν αναγκαίο για τη λειτουργία της επιχείρησης να εκταμιεύονται χρήματα από αυτόν.

[37] ΜΠΡΑΘ 1385/2017, ΝΟΜΟΣ, μπορεί να είναι και σύμπραξη προσώπων, εφόσον συμμετέχει σε αυτήν νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο ή πτυχιούχος ανωτάτης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιτελείου Ελλάδος και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ τάξεως του ν. 2515/1997.

[38] Παναγιώτου, ό.π., σ. 190, όπου παρομοιάζεται το άρθρο 72 παρ. 2 του Ν. 4307/2014 με την περίπτωση της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, Βενιέρης, ό.π., σ. 511, όπου προβληματίζει ως προς τη συνταγματικότητα της η εν λόγω διάταξη, δεδομένου ότι δεν αφαιρούνται μόνο οι εξουσίες της συνέλευσης, αλλά και της διοίκησης, οπότε απαγορεύεται η δικαστική εκπροσώπηση της εταιρείας και η προσφυγή κατά πράξεων ανταγωνιστών, πιστωτών ή του ίδιου του διαχειριστή, ο οποίος αμείβεται από τους πιστωτές κατόπιν σχετικής συμφωνίας, ρύθμιση που προκαλεί υποψίες μεροληπτικής συμπεριφοράς, ΜΠΡΑΘ 1988/2018, ΝΟΜΟΣ, συμπεριλαμβανομένων των καθημερινών συναλλαγών, της σύνταξης οικονομικών καταστάσεων και της υποβολής φορολογικών δηλώσεων.

[39] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ.  95, όπου αναφέρεται ότι η φράση «τη διεκπεραίωση των καθημερινών της συναλλαγών» δεν ερμηνεύεται κατά γράμμα και συνεπώς δεν σημαίνει ότι ο ειδικός διαχειριστής αναλαμβάνει μόνο αυτές. Αντιθέτως, ο ειδικός διαχειριστής αναλαμβάνει όλες τις εξουσίες του Δ.Σ., άρα και τις έκτακτες, όπως προκύπτει από όλο το άρθρο 72 παρ. 2, αλλά και από το άρθρο 76 παρ. 2 εδ. β του Ν. 4307/2014.

[40] Χάρισμα, ό.π., σ. 8, όπου ασκείται κριτική στο άρθρο 72 παρ. 2 του Ν. 4307/2014 με το σκεπτικό ότι δεν υπάρχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση η προστασία και τα εχέγγυα του ΠτΚ, ενώ επίσης δεν επιβάλλεται η τήρηση οποιασδήποτε αρχής, σε αντίθεση με τον ΠτΚ.

[41] Ξενογιάννης, ό.π., σ. 349 επ., ο ασφαλειολήπτης χρηματοοικονομικής ασφάλειας έχει ευχέρεια και όχι υποχρέωση, κατά το άρθρο 4 του Ν. 3301/2004 να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησης του  στηριζόμενος στη συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Άλλως θα ικανοποιηθεί προνομιακά ως ενεχυρούχος από το μέρος του τιμήματος που αντιστοιχεί στην αξία της χρηματοοικονομικής ασφάλειας, μολονότι η τελευταία δεν συγκαταλέγεται ούτε στα προνόμια του άρθρου 976 του ΚΠολΔ ούτε σε εκείνα του άρθρου 155 του ΠτΚ, ωστόσο αποτελεί μία ειδική μορφή ενεχύρου. Η ρευστοποίηση μετοχών που έχουν δοθεί ως χρηματοοικονομική ασφάλεια με την ενιαία διαδικασία εκποίησης του υπόλοιπου ενεργητικού δεν απαγορεύεται επίσης δεδομένου ότι ο Ν. 4307/2014 δεν περιέχει σχετική ειδική ρύθμιση περί εκποίησης τους σε χωριστή διαδικασία, ενώ κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο το σκοπό του νομοθέτη περί εκποίησης τουλάχιστον του 90% των στοιχείων του ενεργητικού. Κατά τη γνώμη του γράφοντος ευσταθεί μόνο το πρώτο εγχείρημα περί γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 4 του Ν. 3301/2004, καθώς και η διαδικασία της ειδικής διαχείρισης εμπίπτει στις διαδικασίες αφερεγγυότητας του Ν. 3301/2004. Πρβλ. Γεώργιος Κ. Λέκκας, Εμπράγματη Χρηματοοικονομική Ασφάλεια (ν 3301/2004) και Έκτακτη Διαδικασία Ειδικής Διαχείρισης (άρθρα 68 επ. του Ν 4307/2014) (γνωμ.), ΔΕΕ 2018, σ. 443 επ., όπου προτείνεται τελολογική ερμηνεία του Ν. 3301/2004 και της Οδηγίας 2002/47/ΕΚ και καταλήγει σε υποχρέωση και όχι ευχέρεια του ασφαλειολήπτη να μην ρευστοποιήσει το εκάστοτε αντικείμενο χρηματοοικονομικής ασφάλειας σε δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, άλλως προβλέπει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 175 του ΑΚ, ενώ αποκλείει την ενιαία εκποίηση με άλλα ετεροειδή περιουσιακά στοιχεία και ενιαίο τίμημα και λόγω των αρχών της ειδικότητας και της διαφάνειας.

[42] Παναγιώτου, ό.π., σ. 188.

[43] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 96.

[44] Η υποβολή γίνεται είτε ενώπιον του ειδικού διαχειριστή στα γραφεία της επιχείρησης είτε κατά την κρίση του στο αρμόδιο δικαστήριο.

[45] ΜΠΡΑΘ 1385/2017, δεν είναι υποχρεωτικό η υπό ειδική διαχείριση εταιρεία να διαθέτει ιστότοπο.

[46] Η πρόσκληση γίνεται με τον ίδιο τρόπο που γίνεται και η πρόσκληση διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (άρθρο 73 παρ. 8 του Ν. 4307/2014).

[47] Η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία επί του συνόλου των εκπροσωπούμενων στη συνέλευση απαιτήσεων, εφόσον βέβαια υφίσταται η απαιτούμενη απαρτία που ορίζεται ως η πλειοψηφία των απαιτήσεων των πιστωτών (άρθρο 73 παρ. 8 του Ν. 4307/2014).

[48] ΜΠΡΑΘ 963/2017, ΝΟΜΟΣ, με την έκδοση και δημοσίευση της απόφασης επέρχεται οιονεί πτωχευτική απαλλοτρίωση με παύση της συνολικής εξουσίας των καταστατικών οργάνων διοίκησης και διαχείρισης της επιχείρησης, ήτοι της ΓΣ και του ΔΣ και άμεση ανάληψη των εξουσιών διοίκησης από τον εκάστοτε διορισθέντα διαχειριστή, Πιμπλής, ό.π., σ. 459, αφού επέρχεται απώλεια της εξουσίας διάθεσης δεν ισχύουν ούτε οι εκχωρήσεις μελλοντικών απαιτήσεων.

[49] Όσα ισχύουν στο άρθρο 1005 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση της πράξης εξόφλησης του άρθρου 75 παρ. 2 του Ν. 4307/2014.

[50] Με την προϋπόθεση ότι θα έχει προηγηθεί μεταγραφή της πράξης εξόφλησης και σχετικό αίτημα στο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολόγιο.

[51] Αλέξανδρος Ν. Ρόκας, Παρατηρήσεις στην ΜονΠρΑθ 843/2016, ΕΕμπΔ 2016, σ. 682 επ., Παναγιώτου, ό.π., σ. 191, ΜονΠρΑθ 2030/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 661 επ..

[52] Θεόδωρος Αθανασόπουλος, Η μεταβίβαση επιχειρήσεως ως μέσο εξυγιάνσεως-Πρακτικά προβλήματα και προκλήσεις, Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης στο 27ο Πανελλήνιο Συνέδριο Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων, σ. 3, όπου η μεταβίβαση των διοικητικών αδειών θεωρείται καίριας σημασίας για κάποιον επενδυτή.

[53] Περάκης, Πτωχευτικό δίκαιο, ό.π., σ. 98, όπου κρίνεται δίκαιο η ολοκλήρωση της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης και η ανάληψη της διοίκησης της εταιρείας από τον οφειλέτη να λαμβάνει χώρα εφόσον ικανοποιήθηκε πλήρως το σύνολο των πιστωτών, ακόμη και εάν εκποιήθηκε λιγότερο του 90% του ενεργητικού της εταιρείας.

[54] Αυγητίδης, ΧρΙΔ, σ. 230, 231, όπου η συγκεκριμένη διάταξη θεωρείται αντίστοιχη του προνομίου του άρθρου 154 περ. α, συμμορφούμενη με την Πρόταση Οδηγίας για τροποποίηση της Οδηγίας 2012/30/ΕΕ σχετικά με την ενθάρρυνση των δανειστών για επενδύσεις με θεσμοθέτηση κινήτρων. Επομένως, εάν η διανομή γίνει στο πλαίσιο της ειδικής διαχείρισης εφαρμόζεται το άρθρο 77 παρ. 2 του Ν. 4307/2014, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας της εν λόγω διαδικασίας εφαρμόζεται το άρθρο 154 περ. α του ΠτΚ.

[55] Αυγητίδης, ΧρΙΔ, ό.π., όπου μη υπάρχουσας διευκρίνισης ως χρηματοδότηση εκλαμβάνεται και εκείνη που δίνεται υπό μορφή δανείου ή άλλης πίστωσης, όπως είναι ο αλληλόχρεος λογαριασμός, από πιστωτικό ίδρυμα, ΜΠΡΛΙΒΑΔΕΙΑΣ 74/2017, ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡΝΑΥΠΛΙΟΥ 768/2018, ΝΟΜΟΣ, όπου η εξεύρεση χρηματοδότησης είναι δυνητική, ενώ κατά τρόπο αντιφατικό η συνέχιση της λειτουργίας είναι υποχρεωτική γιατί αλλιώς παραβιάζεται ο σκοπός της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης, ο οποίος έγκειται στη διατήρηση σε λειτουργία της πωλούμενης επιχείρησης προκειμένου να αποφευχθεί η απαξίωση της.

[56] Χάρισμα, ό.π., σ. 7, όπου θεωρείται λανθασμένη η πρόβλεψη του ειδικού προνομίου του άρθρου 154 παρ. α του ΠτΚ, γιατί δεν υφίστανται στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης οι δομημένες και λειτουργικές διαδικασίες του ΠτΚ, ΜΠΡΝΑΥΠΛΙΟΥ 768/2018, ΝΟΜΟΣ, στα έξοδα της διαδικασίας περιλαμβάνονται και οι δαπάνες λειτουργίας της επιχείρησης.

[57] Περάκης, Πτωχευτικό δίκαιο, ό.π., σ. 95.

[58] ΜονΠρΑθ 963/2017, ΔΕΕ 2017, σ. 371 επ., ΜονΠρΑθ 1612/2017, ΕΕμπΔ 2017, 656 επ..

[59] Παναγιώτου, ό.π., σ. 187, παραπ. 91, 189.

[60] ΜΠΡΑΘ 963/2017, ΝΟΜΟΣ, ο διαχειριστής υποχρεούται μεν να βρει χρηματοδότηση, αλλά ο τρόπος χρηματοδότησης εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε συγκεκριμένο τρόπο ούτε μέσω ασφαλιστικών μέτρων.

[61] ΜΠΡΑΘ 963/2017, ΝΟΜΟΣ, στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί και το γεγονός ότι η επάρκεια ή μη της περιουσίας του οφειλέτη δεν προσμετράται σαν προϋπόθεση υπαγωγής της εκάστοτε επιχείρησης στο καθεστώς της ειδικής διαχείρισης, ΜΠΡΠΕΙΡ 4814/2018.

[62] Περάκης, Πτωχευτικό δίκαιο, ό.π., σ. 96.

[63] Πιμπλής, ό.π., σ. 458, όπου αναφέρει ότι παρόλο που η κατεύθυνση του νόμου είναι προς τη διατήρηση της επιχείρησης σε λειτουργία, γεγονός που ενισχύεται από το ότι η αναστολή των ατομικών διώξεων καταλαμβάνει και του ενέγγυους πιστωτές, εντούτοις απουσιάζει σχετική ρύθμιση για τις συμβάσεις εργασίας, γεγονός που ευνοεί τη διατήρηση τους σε ισχύ, αλλά οδηγεί και σε αδυναμία καταγγελίας χωρίς καταβολή αποζημίωσης, σ. 457, όπου η αδυναμία διατήρησης της επιχείρησης σε λειτουργία, συνεπώς και η αδυναμία εξεύρεσης χρηματοδότησης, δεν προβλέπεται ως λόγος κήρυξης της σε πτώχευση.

[64] Περάκης, Πτωχευτικό δίκαιο, ό.π., σ. 96, παραπ. 202 βλ. και εκεί παραπομπές.

[65] Παναγιώτης Μάζης, Η ειδική εκκαθάριση των προβληματικών επιχειρήσεων, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2005.

[66] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 13, όπου παρατηρείται ότι η επιλογή του νομοθέτη να μην ενσωματώσει στον ΠτΚ τη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης, λόγω του ειδικού και συγκυριακού χαρακτήρα αυτής, είναι ορθή.

[67] ΜονΠρΑθ 963/2017, ΔΕΕ 2017, σ. 371 επ., Παναγιώτου, ό.π., σ. 187, Χριστοπούλου, ό.π., σ. 314, ΜονΠρΑθ 1612/2017, ΕΕμπΔ 2017, 656 επ..

[68] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 13.

[69] Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 4, όπου θεωρείται πιο ωφέλιμο να αρκεί και η επικείμενη παύση πληρωμών. Ωστόσο, η πρόταση αυτή γίνεται από οικονομική σκοπιά χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες της υιοθέτησης μίας τέτοιας αλλαγής.

[70] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 38 επ., Χριστοπούλου, ό.π., σ. 316.