ΠΑΡΑΚΑΜΨΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ ΜΕΤΟΧΩΝ-ΕΤΑΙΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 101 ΠΑΡ. 2 ΚΑΙ 3 ΠτΚ
1.1) Μετά την παύση πληρωμών
Η απαιτούμενη απόφαση της θετικής συναίνεσης δεν παρέχει στους μετόχους/εταίρους το δικαίωμα να αρνούνται καταχρηστικά την εκπλήρωση όρων της συμφωνίας εξυγίανσης. Καταχρηστική άρνηση υπάρχει σε περίπτωση που η αραίωση της συμμετοχής των διαφωνούντων μετόχων/εταίρων δεν τους επηρεάζει αρνητικά οικονομικά[1], δηλαδή στην περίπτωση που η εταιρεία αναμένεται , αν δεν επιτευχθεί η συμφωνία εξυγίανσης, να πτωχεύσει και οι διαφωνούντες μέτοχοι/εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης.
Τη λύση σε πιθανή καταχρηστική άρνηση μετόχων δίνει το άρθρο 101 παρ. 2 και 3 του ΠτΚ.
Η δεύτερη παράγραφος προστατεύει τους πιστωτές από καταχρηστική άρνηση μετόχων εφόσον ο οφειλέτης νομικό πρόσωπο βρίσκεται σε παύση πληρωμών[2]. Πιο αναλυτικά, το πτωχευτικό δικαστήριο μέσω της απόφασης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης κατά το άρθρο 106β του ΠτΚ έχει τη δυνατότητα να διορίσει ειδικό εντολοδόχο σύμφωνα με την παράγραφο 6 του προαναφερθέντος άρθρου. Ο ειδικός αυτός εντολοδόχος θα έχει την εξουσία να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου των μη συμπραττούντων, στο σχέδιο εξυγίανσης, μετόχων ή εταίρων της οφειλέτιδας εταιρείας υπό τον όρο της μη σύμπραξης τους και εφόσον, επιπλέον των οριζομένων στο άρθρο 106β του ΠτΚ, πιθανολογεί ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το όγδοο Κεφάλαιο του ΠτΚ οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης. Σε αυτή την περίπτωση, στην έκθεση του εμπειρογνώμονα του άρθρου 104 του ΠτΚ εκτίθεται η γνώμη του σχετικά με τη συνδρομή των ως άνω προυποθέσεων. Ιδίως αυτή την έκθεση θα λάβει υπόψη του το δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώσει εάν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικότητας[3].
Ακόμα, προβλέπεται ότι η κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στην οφειλέτιδα εταιρεία υποκαθιστά την κατά το νόμο διαδικασία νομιμοποίησης του ειδικού εντολοδόχου για τη συμμετοχή του στη γενική συνέλευση. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι σύμφωνα με την παράγραφο αυτή στη γενική συνέλευση πρώτα δίδεται ο λόγος στους μετόχους ή εταίρους, οι οποίοι δηλώνουν την πρόθεση τους να υπερψηφίσουν ή καταψηφίσουν τη συμφωνία εξυγίανσης, η οποία μπορεί περιλαμβάνει και κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων, ή να απέχουν από τη σχετική ψηφοφορία και εφόσον από την καταμέτρηση των ψήφων δεν συγκεντρώνεται η απαραίτητη απαρτία ή πλειοψηφία για την έγκριση της ως άνω απόφασης, τότε μόνο ο ειδικός εντολοδόχος ασκεί το δικαίωμα ψήφου στην έκταση[4] που αυτό απαιτείται για την έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης. Ο διορισμός ειδικού εντολοδόχου από το δικαστήριο εξαιτίας και μόνο της άρνησης σύμπραξης στη συμφωνία εξυγίανσης από διαφωνούντες εταίρους ή μετόχους, ενώ υπάρχει το ενδεχόμενο να μην υπάρξει τέτοια συμπεριφορά, βασίζεται στο ότι από την ύπαρξη παύσης πληρωμών τεκμαίρεται[5] πως η άρνηση των διαφωνούντων είναι καταχρηστική επειδή οι πιθανότητες επιβίωσης της εταιρείας είναι περιορισμένες και η αξία της υποτιμημένη, ενώ ο περιορισμός της δράσης του ειδικού αυτού εντολοδόχου μόνο στην απαιτούμενη για την έγκριση της κεφαλαιοποίησης απαιτήσεων έκταση και εφόσον δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη απαρτία ή πλειοψηφία συμβαδίζει με την αρχή της αναγκαιότητας. [6]
Η επέλευση της παύσης πληρωμών και η πιθανολόγηση ότι η θέση των διαφωνούντων μετόχων/εταίρων δεν θα χειροτερεύσει δεν υποχρεώνουν το δικαστήριο να διορίσει ειδικό εντολοδόχο. Ειδικότερα, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να μην διορίσει ειδικό εντολοδόχο εφόσον κρίνει ότι η διαφωνία πηγάζει όχι από ιδιοτελής σκοπούς, κάτι το οποίο θα συμβαίνει όταν υπάρχει και άλλος τρόπος διάσωσης της επιχείρησης, λιγότερο επαχθής για τους διαφωνούντες.[7]
Τέλος, με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 101 του ΠτΚ θεσπίζεται δικαίωμα αποζημίωσης των μη συμπραττούντων μετόχων ή εταίρων έναντι της εταιρείας και των πιστωτών, υπό την προϋπόθεση απόδειξης σε διαγνωστική δίκη ότι μετά την εκκαθάριση θα απέμενε σχετικό προϊόν.
Η πρόβλεψη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τρεις λόγους. Αρχικά, θεωρεί ότι η δικαστική απόφαση που ενέκρινε το διορισμό ειδικού εντολοδόχου ούτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων της εταιρείας και των πιστωτών ούτε διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ αυτών των πράξεων και της επελθούσας στους διαφωνούντες μετόχους/εταίρους ζημία. Δεύτερον, γιατί η υποχρέωση αποζημίωσης βαρύνει την εταιρεία, χωρίς να εξετάζεται εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 71 του ΑΚ. Τρίτον, επειδή η υποχρέωση των πιστωτών προς αποζημίωση συνεπάγεται υπαιτιότητα τους, πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί παρανομία της συμπεριφοράς τους κατά το άρθρο 914 του ΑΚ και υποχρέωση πίστης αναφορικά με τα συμφέροντα των διαφωνούντων που πλήττουν με τις αποφάσεις τους.[8]
1.2) Πριν την παύση πληρωμών
Σε συνέχεια της προστασίας που παρέχει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 101 του ΠτΚ, η τρίτη παράγραφος του ίδιου άρθρου προστατεύει τους πιστωτές σε κάθε άλλη περίπτωση , δηλαδή ακόμη και πριν την παύση πληρωμών[9]. Συγκεκριμένα ορίζει ότι σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ένας ή περισσότεροι μέτοχοι ή εταίροι Ε.Π.Ε. δηλώνουν ότι δεν θα παραστούν στη σχετική συνέλευση ή δεν θα υπερψηφίσουν την απόφαση σε συνέλευση που έχει λάβει χώρα και έχει συγκληθεί ή πρόκειται να συγκληθεί νέα συνέλευση πάλι με τα ίδια θέματα, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται, εάν κρίνει ότι η άρνηση είναι καταχρηστική[10], δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση οφειλέτη ή πιστωτή, να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, ο οποίος θα δύναται να συγκαλέσει γενική συνέλευση και να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου αντί των μετόχων ή των εταίρων αυτών. Η άρνηση των μετόχων ή εταίρων θεωρείται καταχρηστική ιδίως εάν το δικαστήριο κρίνει ότι χωρίς την επίτευξη συμφωνίας ο οφειλέτης αναμένεται να πτωχεύσει και ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το Κεφάλαιο όγδοο οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης.
Και σε αυτή τη περίπτωση η κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στην εταιρεία υποκαθιστά την κατά το νόμο διαδικασία νομιμοποίησης του ειδικού εντολοδόχου για τη συμμετοχή του στη γενική συνέλευση, καθ’ όλα τα στάδια αυτής.
Από μέρος της θεωρίας[11] έχει αμφισβητηθεί η αποτελεσματικότητα της τρίτης παραγράφου του άρθρου 101 του ΠτΚ. Ειδικότερα, υποστηρίζεται πως ρυθμίζεται η άρνηση σύμπραξης των διαφωνούντων μετόχων ή εταίρων στη Γ.Σ., ενώ δεν ρυθμίζεται το κυριότερο, δηλαδή η άρνηση του Δ.Σ. να συγκαλέσει Γ.Σ. προκειμένου να συζητηθεί η κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων. Το συγκεκριμένο ζήτημα επιλύεται με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 39 παρ. 1 του Ν. 2190/1920[12] (πλέον 141 παρ. 1 του Ν. 4548/2018), του άρθρου 11 του Ν. 3190/1955 και του άρθρου 70 παρ. 2 του Ν. 4072/2012[13].
Επιπλέον, ορίζεται ρητά στο άρθρο 101 παρ. 3 του ΠτΚ ότι ο διορισμένος από το δικαστήριο ειδικός εντολοδόχος δύναται να συγκαλέσει Γ.Σ. και εν συνεχεία να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου των καταχρηστικά διαφωνούντων μετόχων. Αντιθέτως, στην προηγούμενη παράγραφο δεν ορίζεται ρητά το δικαίωμα του ειδικού εντολοδόχου να συγκαλεί Γ.Σ.. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θεωρείται δεδομένο διότι πρώτον δεν δικαιολογείται να παρέχεται αυτή η εξουσία στον ειδικό εντολοδόχο πριν τη παύση πληρωμών και όχι μετά από αυτήν και δεύτερον διότι από το δικαίωμα παράστασης και ψήφου πηγάζουν και άλλα ειδικότερα δικαιώματα, όπως αυτό της πρότασης θεμάτων της Γ.Σ., το δικαίωμα λόγου, υποβολής ερωτήσεων. Διαφορετικά, η δυνατότητα παράστασης και ψήφου στη Γ.Σ. θα ήταν κενή περιεχομένου.[14]
Συγκριτικά με την προηγούμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου αυτή είναι αυστηρότερη δεδομένου ότι λόγω της έλλειψης παύσεως πληρωμών η άρνηση των διαφωνούντων μετόχων ή εταίρων δεν τεκμαίρεται ως καταχρηστική. Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει καταχρηστική την άρνηση και σε άλλες περιπτώσεις πέρα των αναφερθέντων ενδεικτικά[15] στη συγκεκριμένη παράγραφο. Ακόμη, εάν και εφόσον αποδειχθεί από δηλώσεις των διαφωνούντων, χωρίς να αρκεί απλά να πιθανολογηθεί από ενδείξεις, η άρνηση τους για συναίνεση, μόνο τότε μπορεί να ζητηθεί ο διορισμός ειδικού εντολοδόχου.[16]
Έχει διατυπωθεί η άποψη πως η παράγραφος αυτή αφορά ακόμη και περιπτώσεις όπου οι μέτοχοι/εταίροι θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης, αλλά και πάλι θα ικανοποιούνταν καλύτερα μέσω της επίτευξης συμφωνίας εξυγίανσης. Θεμέλιο αυτής της άποψης είναι ότι η μηδενική συμμετοχή των μετόχων/εταίρων στο προϊόν της εκκαθάρισης αποτελεί ένα ενδεικτικό κριτήριο για την ύπαρξη ή όχι καταχρηστικότητας, σε αντίθεση με τη δεύτερη παράγραφο, όπου αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο.[17]
1.3) Συνταγματικότητα του άρθρου 101 παρ. 2 και 3 του ΠτΚ
Η ανάγκη ύπαρξης δηλώσεων άρνησης από τους διαφωνούντες μετόχους ή εταίρους είναι επιτακτική, διότι διορισμός ειδικού εντεταλμένου με βάση απλές ενδείξεις, στηριζόμενες σε συμπεριφορές των διαφωνούντων, θα συνιστούσε περιορισμό του συνταγματικά και κοινοτικά[18] κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας[19]. Αντιθέτως, όταν αποδεικνύεται ρητά[20] ότι οι διαφωνούντες μέτοχοι/ εταίροι αρνούνται να συμπράξουν καταχρηστικά, τότε η δυνατότητα που παρέχεται με το άρθρο 101 του ΠτΚ στο δικαστήριο να υποκαταστήσει τη βούληση των διαφωνούντων δεν είναι ούτε αντισυνταγματική ούτε αντικοινοτική.
Μέρος της θεωρίας εκφράζει την άποψη πως όταν η παράκαμψη της βούλησης των διαφωνούντων μετόχων/εταίρων βασίζεται σε δηλώσεις τους είναι σε κάθε περίπτωση αντισυνταγματική, επειδή οι δηλώσεις οδηγούν μόνο σε πιθανολόγηση[21]. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του γράφοντος εάν κάποιος μέτοχος/εταίρος δηλώνει ρητά την εναντίωση του τότε δεν θα αλλάξει απόφαση τη τελευταία στιγμή, διότι κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στην κοινή λογική. Αντιθέτως, υπάρχει ο κίνδυνος να εμφανίζεται θετικός, για λόγους σκοπιμότητας, και την ώρα της ψηφοφορίας να ψηφίσει αρνητικά. Επομένως, προτείνεται όταν προκύπτει σαφώς από τις δηλώσεις διαφωνούντων μετόχων/εταίρων η άρνηση τους τότε να δικαιολογείται η παράκαμψη της βούλησης τους.
Αντισυνταγματική δεν είναι διότι δεν θίγει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας των μετόχων, αφού η κατάχρηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 3 του Σ[22] και αντικοινοτική δεν είναι αφού η γενική συνέλευση πραγματοποιείται, οπότε δεν παρακάμπτεται η αρμοδιότητα αυτής[23]. Ρητή απόδειξη συνιστά στη μεν δεύτερη παράγραφο του άρθρου 101 του ΠτΚ η παύση πληρωμών που δημιουργεί τεκμήριο μη ύπαρξης συμφέροντος διαφωνίας στη σύμπραξη στη συμφωνία εξυγίανσης, στη δε τρίτη παράγραφο η ύπαρξη δηλώσεων από μετόχους ή εταίρους περί διαφωνίας τους[24]. Επομένως, επιβάλλεται να γίνεται ad hoc εκτίμηση[25].
Βέβαια, μέρος της θεωρίας[26] έχει διατυπώσει την άποψη πως η γενική συνέλευση σαφώς και παρακάμπτεται δεδομένου ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της πρόβλεψης του άρθρου 101 και μίας ρητής υποκατάστασης της Γ.Σ. με μία δικαστική απόφαση, με το σκεπτικό ότι και στις δύο περιπτώσεις δεν εκφράζεται η βούληση των μετόχων, αλλά του δικαστηρίου. Επίσης, υποστηρίζεται[27] ότι επειδή ενδέχεται οι μέτοχοι να μην είναι υπεύθυνοι για την κακή πορεία της εταιρείας, όπως γίνεται στην περίπτωση των μετόχων-επενδυτών, επειδή επιβάλλεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με την επέμβαση του δικαστηρίου στην αυτονομία της εταιρείας και στην ατομική μετοχική ιδιοκτησία και τέλος επειδή παρατηρείται η θέσπιση μίας ειδικής υποχρέωσης των μετόχων στην εξυγίανση περί χρηστής συμπεριφοράς και πίστης όπου ως υπέρτερο συμφέρον κρίνεται η εταιρεία και οι πιστωτές, προκρίνεται η προσεκτική ad hoc κρίση περί της ύπαρξης ή μη καταχρηστικής συμπεριφοράς από τους μετόχους. Ακόμη, υποστηρίζεται[28] πως ναι μεν είναι συνταγματικά ορθό να θεωρείται άκυρη η καταχρηστική άρνηση, αλλά δεν συμβαδίζει με το Σύνταγμα η παράκαμψη της βούλησης των διαφωνούντων με διορισμό ειδικού εκπροσώπου, διότι κάτι τέτοιο συνιστά μη επιτρεπόμενη αναγκαστική απαλλοτρίωση.
Αντιθέτως, υπέρ της συνταγματικότητας του άρθρου 101 παρ. 2 και 3 του ΠτΚ συνηγορεί το γεγονός ότι ναι μεν οι μέτοχοι/εταίροι έχουν δικαιώματα, αλλά τα δικαιώματα αυτά δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος βάσει των άρθρων 17 παρ. 1, 25 παρ. 1 εδ. γ και 106 παρ. 2 του Σ, το οποίο γενικό συμφέρον εξειδικεύεται εν προκειμένω σε εταιρικό συμφέρον, δηλαδή σε εξυπηρέτηση του εταιρικού σκοπού και διάσωση εν λειτουργία εταιρειών που βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώχευσης.[29] Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη[30], σύμφωνα με την οποία ακόμη και εάν κριθεί αντισυνταγματική η παράκαμψη της βούλησης των διαφωνούντων μετόχων/εταίρων, θεωρηθεί δηλαδή ως απαλλοτρίωση, αποζημίωση δεν οφείλεται γιατί η αξία των μετοχών είναι πλήρως απαξιωμένη.
Τέλος, προτείνεται η κρίση της συνταγματικότητας ή όχι να γίνεται όχι μόνο με βάση το εάν παραβιάζεται το δικαίωμα ψήφου των διαφωνούντων μετόχων/εταίρων, αλλά και βάσει όλων των συνεπειών που θα έχει η αποστέρηση του δικαιώματος ψήφου. Εάν, δηλαδή, οι συνέπειες ως προς τους διαφωνούντες είναι ήσσονος σημασίας, τότε επιτρέπεται η επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας τους, σε αντίθεση με την περίπτωση που οι διαφωνούντες υφίστανται ακούσιο, πλήρη και χωρίς αντάλλαγμα αποκλεισμό.[31]
2) Πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023
Το πρόβλημα της καταχρηστικής άρνησης μετόχων να συναινέσουν σε μία συμφωνία εξυγίανσης της οφειλέτιδας εταιρείας επιχείρησε να ρυθμίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδίδοντας σχετική Πρόταση Οδηγίας το 2016.
Αρχικά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 της Πρότασης αυτής η αναδιάρθρωση συνίσταται σε μεταβολή της σύνθεσης, των όρων ή της δομής των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του οφειλέτη ή οποιουδήποτε άλλου τμήματος της κεφαλαιακής διάρθρωσης του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένου του μετοχικού/εταιρικού κεφαλαίου του. Επομένως, και η κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της Πρότασης αυτής.[32]
Ο στόχος της Πρότασης Οδηγίας, όπως εκφράζεται στο άρθρο 12 παρ. 1, είναι τα κράτη-μέλη να διασφαλίζουν ότι, όταν υπάρχει πιθανότητα αφερεγγυότητας, οι μέτοχοι και άλλοι εταίροι με συμμετοχικά δικαιώματα στον οφειλέτη να μην δύνανται να αποτρέψουν αδικαιολόγητα την έγκριση ή την εφαρμογή σχεδίου αναδιάρθρωσης που θα αποκαθιστούσε τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Όπως γίνεται κατανοητό, η Πρόταση έχει προληπτικό χαρακτήρα δεδομένου ότι αναφέρεται σε πιθανότητα αφερεγγυότητας.
Για την επίτευξη του ανωτέρω στόχου η Πρόταση περιλαμβάνει, στο άρθρο 11, πρόβλεψη για διακατηγοριακή παράκαμψη των διαφωνιών (cross-class cram-down). Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω Πρόταση, θεσπίζονται κατηγορίες θιγόμενων μερών, και η ψηφοφορία για την έγκριση της συμφωνίας εξυγίανσης γίνεται ανά κατηγορία. Η καινοτομία της οδηγίας έγκειται στη δυνατότητα επικύρωσης του σχεδίου αναδιάρθρωσης από δικαστική ή διοικητική αρχή, κατόπιν πρότασης του οφειλέτη ή πρότασης πιστωτή με τη συναίνεση πάντα του οφειλέτη[33], ακόμη και εάν το σχέδιο αυτό δεν έχει επικυρωθεί από όλες τις κατηγορίες των θιγόμενων μερών, γεγονός που το καθιστά δεσμευτικό έναντι των διαφωνούντων. Προϋποθέσεις για τη διακατηγοριακή παράκαμψη των διαφωνιών είναι η τήρηση των αρχών της απόλυτης προτεραιότητας[34] και της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών, καθώς και η έγκριση του σχεδίου από τουλάχιστον μία κατηγορία θιγόμενων πιστωτών, εκτός από κατηγορία μετόχων/εταίρων και εκτός από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία, η οποία, βάσει αποτίμησης της επιχείρησης, δεν θα λάμβανε οποιαδήποτε πληρωμή ή άλλο αντάλλαγμα σε περίπτωση εφαρμογής της συνήθους ιεραρχικής κατάταξης των απαιτήσεων προς ικανοποίηση από το προϊόν της εκκαθάρισης. Όπως προκύπτει από το άρθρο 11, αλλά και όπως ορίζεται ρητά στο άρθρο 12 της Πρότασης Οδηγίας, οι μέτοχοι εταίροι μπορούν να σχηματίζουν μία ή περισσότερες διακριτές και αυτοτελείς κατηγορίες θιγόμενων μερών[35].
Προκειμένου να εφαρμοσθούν, όμως, τα προαναφερθέντα η Πρόταση Οδηγίας στη σκέψη 44 του προοιμίου της και στο άρθρο 32 περιλαμβάνει ρητή παρέκκλιση από το άρθρο 29 της Οδηγίας 2012/30/ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο κάθε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση.[36]
Η Πρόταση Οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου οι μέτοχοι να μην δύνανται να αποτρέψουν αδικαιολόγητα την έγκριση ή την εφαρμογή σχεδίου αναδιάρθρωσης που θα αποκαθιστούσε τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, χωρίς όμως να επιβάλλει στα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν τα μέτρα που περιλαμβάνει, όπως προκύπτει από το άρθρο 12 αυτής[37].
Προς επίρρωση της προαναφερθείσας πρότασης οδηγίας δημιουργήθηκε η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023. Αρχικά, η οδηγία αυτή επιτρέπει στο άρθρο 32 παρέκκλιση, όταν είναι αναγκαίο για την καθιέρωση του πλαισίου προληπτικής αναδιάρθρωσης που αυτή θεσπίζει, από το άρθρο 68 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, σύμφωνα με το οποίο μόνη αρμόδια ορίζεται η ΓΣ.
Επιπλέον, αναφορικά με την επικύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης που δεν έχει εγκριθεί από τα θιγόμενα μέρη, η ως άνω Οδηγία στο άρθρο 11 περιέχει πρόβλεψη παρόμοια με εκείνη του άρθρου 11 της προηγηθείσας Πρότασης Οδηγίας. Ειδικότερα, ως προϋποθέσεις παράκαμψης της έγκρισης των θιγόμενων μερών, με επικύρωση του σχεδίου από δικαστική ή διοικητική αρχή, κατόπιν πρότασης του οφειλέτη ή με τη συναίνεση αυτού, τίθενται σωρευτικά:
- Να έχει εγκριθεί από τη πλειοψηφία των θιγόμενων μερών με δικαίωμα ψήφου, υπό τον όρο τουλάχιστον μία από αυτές τις κατηγορίες να είναι κατηγορία εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών ή να έχει προτεραιότητα έναντι της κατηγορίας των κοινών ανέγγυων πιστωτών ή αν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση να έχει εγκριθεί τουλάχιστον από μία κατηγορία θιγόμενων μερών με δικαίωμα ψήφου περιλαμβανομένων, εφόσον το προβλέπει το εθνικό δίκαιο, και επιβαρυνόμενων μερών, εκτός από κατηγορία μετόχων/εταίρων ή εκτός από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία, η οποία, βάσει αποτίμησης του οφειλέτη ως επιχείρησης εν λειτουργία, δεν θα λάμβανε οποιαδήποτε πληρωμή ή δεν θα διατηρούσε οποιοδήποτε συμμετοχικό δικαίωμα, ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, μπορεί ευλόγως να συνταχθεί ότι δεν λαμβάνουν πληρωμή ή δεν διατηρούν συμμετοχικό δικαίωμα, σε περίπτωση εφαρμογής της συνήθους ιεραρχικής κατάταξης των απαιτήσεων προς ικανοποίηση από το προϊόν της εκκαθάρισης βάσει του εθνικού δικαίου.
- Να διασφαλίζει ότι οι διαφωνούσες κατηγορίες θιγόμενων πιστωτών με δικαίωμα ψήφου τυγχάνουν τουλάχιστον εξίσου ευνοϊκής μεταχείρισης σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη κατηγορία του ίδιου βαθμού και ευνοϊκότερης σε σχέση με κάθε κατηγορία ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας.
Βέβαια τα κράτη μέλη δύνανται, κατά παρέκκλιση, να προβλέπουν ότι οι απαιτήσεις των θιγόμενων πιστωτών σε κάθε διαφωνούσα κατηγορία με δικαίωμα ψήφου ικανοποιούνται πλήρως με τα ίδια ή ισοδύναμα μέσα, εάν κατηγορία ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας λάβει οποιαδήποτε πληρωμή ή διατηρήσει οποιοδήποτε συμμετοχικό δικαίωμα βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις που παρεκκλίνουν από τα προαναφερθέντα, εφόσον επιβάλλεται για την επίτευξη των στόχων του σχεδίου και το τελευταίο δεν πλήττει αδικαιολόγητα τα δικαιώματα ή τα συμμετοχικά δικαιώματα οποιωνδήποτε θιγόμενων μερών.
- Να αποκλείει σε κάθε κατηγορία θιγόμενων μερών να μπορεί, στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, να λάβει ή να διατηρήσει επιπλέον του πλήρους ποσού των απαιτήσεων ή των συμμετοχικών δικαιωμάτων της.
- Οι πιστωτές με επαρκώς κοινά συμφέροντα στην ίδια κατηγορία να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης, ανάλογα με την αξίωση τους.
- Το σχέδιο αναδιάρθρωσης να έχει κοινοποιηθεί σε όλα τα θιγόμενα μέρη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.
- Το σχέδιο αναδιάρθρωσης να πληροί το κριτήριο του συμφέροντος των πιστωτών.
- Κάθε νέα χρηματοδότηση να είναι απαραίτητη για την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης και να μην βλάπτει το συμφέρον των πιστωτών.
- Να διασφαλίζεται από τα κράτη μέλη η δυνατότητα των δικαστικών ή διοικητικών αρχών να αρνηθούν την επικύρωση σχεδίου αναδιάρθρωσης, το οποίο ενδεχομένως να μην προσέφερε εύλογη προοπτική αποτροπής της αφερεγγυότητας του οφειλέτη ή εξασφάλισης της βιωσιμότητας της επιχείρησης.
Η συναίνεση του οφειλέτη μπορεί να περιοριστεί από τα κράτη μέλη στις περιπτώσεις που οφειλέτης είναι πολύ μικρή ή μεσαία επιχείρηση. Επίσης, τα κράτη μέλη μπορούν να αυξάνουν τον ελάχιστο αριθμό κατηγοριών των θιγόμενων μερών που απαιτείται να εγκρίνουν το σχέδιο κατά τα προαναφερθέντα.
Τέλος, στο άρθρο 12 η Οδηγία προβλέπει ρητά ότι οι μέτοχοι/εταίροι, εφόσον εξαιρούνται από την επικύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 έως 11 αυτής, δεν μπορούν να αποτρέπουν ή να εμποδίζουν αδικαιολόγητα την επικύρωση ή/και την εφαρμογή του σχεδίου αυτού. Το δε αδικαιολόγητο της συμπεριφοράς των κρίνεται από το εκάστοτε κράτος μέλος και αποτελεί έννοια δεκτική τροποποίησης, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων, εάν ο οφειλέτης είναι πολύ μικρή ή μεσαία ή μεγάλη επιχείρηση, τα προτεινόμενα μέτρα αναδιάρθρωσης που αφορούν τα δικαιώματα των μετόχων/εταίρων, το είδος του μετόχου/εταίρου, το αν ο οφειλέτης είναι νομικό ή φυσικό πρόσωπο ή το αν οι εταίροι σε μία εταιρεία ευθύνονται περιορισμένα ή απεριόριστα.
3) Δικαιοσυγκριτική αναφορά
Πράγματι η ελληνική έννομη τάξη δεν έχει ενστερνιστεί τη δημιουργία κατηγοριών θιγόμενων μερών. Αντιθέτως, έχει δημιουργήσει τα άρθρα 100 και 106β παρ. 2 περ. δ του ΠτΚ. Ωστόσο, η θεωρία[38] θεωρεί ελλιπή τη ρύθμιση του ΠτΚ διότι προϋποθέτει την παύση πληρωμών, ενώ η προαναφερθείσα Πρόταση Οδηγίας προϋποθέτει απλά πιθανότητα αφερεγγυότητας. Τη λύση δίνει το άρθρο 101 παρ. 3 του ΠτΚ, όπου δεν απαιτείται να έχει επέλθει παύση πληρωμών.
Όσον αφορά το ζήτημα της δυνατότητας προσπέρασης της καταχρηστικής διαφωνίας μετόχων προκειμένου να επικυρωθεί ένα σχέδιο εξυγίανσης το ελληνικό δίκαιο ομοιάζει με το αντίστοιχο γαλλικό. Ειδικότερα, στη γαλλική έννομη τάξη προβλέπονται οι διαδικασίες διάσωσης (sauvegarde), η οποία εφαρμόζεται εάν δεν έχει επέλθει παύση πληρωμών, και αναδιοργάνωσης (redressement judiciaire), η οποία προϋποθέτει παύση πληρωμών. Και στις δύο περιπτώσεις προβλέπεται η δυνατότητα διορισμού από το δικαστήριο ειδικού εντολοδόχου για την άσκηση της διοίκησης της οφειλέτιδας εταιρείας[39].
Αντίθετα από το ελληνικό και το γαλλικό δίκαιο, το αντίστοιχο γερμανικό περιλαμβάνει ρύθμιση που προσιδιάζει με αυτή της Πρότασης Οδηγίας. Πιο αναλυτικά, η απαιτούμενη απόφαση Γ.Σ. αντικαθίσταται με τη δημιουργία ομάδας μετόχων/εταίρων και σχετική απόφαση αυτής της ομάδας, η οποία εάν είναι αρνητική μπορεί να παρακαμφθεί εφόσον η πλειοψηφία των ομάδων έχει εγκρίνει τη συμφωνία εξυγίανσης και οι μέτοχοι/εταίροι δεν ζημιώνονται συγκριτικά με ότι θα λάμβαναν χωρίς τη συμφωνία αυτή. Η τελευταία προϋπόθεση θεωρείται ως δεδομένη αφού σε κάθε επιχείρηση που βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική κατάσταση η αξία των μετοχών της είναι μηδενική.[40] Επιπρόσθετα, το γερμανικό Ακυρωτικό στην απόφαση Girmes στηρίχθηκε στην υποχρέωση πίστης των μετόχων μεταξύ τους και έκρινε ότι η τελευταία παραβιάζεται όταν μέτοχοι αρνούνται να συμπράξουν στη συμφωνία εξυγίανσης όταν μολονότι η εταιρεία θα πτωχεύσει χωρίς τη συμφωνία αυτή και οι μετοχές τους θα χάσουν την αξία τους[41]. Αργότερα, το ίδιο Δικαστήριο προκειμένου να καταπολεμήσει το φαινόμενο των μετόχων που και ήθελαν να μη συμβληθούν στη συμφωνία εξυγίανσης και να καρπωθούν τα οφέλη της παραμένοντας στην εταιρεία και μετά την επιτυχία της συμφωνίας αυτής (free rider), διέπλασε έναν νομολογιακό κανόνα γνωστό ως εξυγίανση ή αποχώρηση (Sanieren oder Ausscheiden), σύμφωνα με το οποίο είναι σύμφωνη με το νόμο είτε πρόβλεψη στην εταιρική σύμβαση είτε απόφαση της Γ.Σ. που υποχρεώνει τους μετόχους/εταίρους είτε να συμμετέχουν στην εξυγίανση είτε να αποχωρήσουν λαμβάνοντας πίσω την αξία της συμμετοχής τους, εφόσον η τελευταία δεν υπολείπεται του ποσού που θα λάμβαναν σε περίπτωση άμεσης εκκαθάρισης[42]. Ωστόσο, το γερμανικό Ακυρωτικό στην απόφαση του Sanieren oder Ausscheiden II, δέχθηκε ότι εφόσον στην εταιρική σύμβαση προβλέπεται ρητά ότι συνέπεια της διαφωνίας μετόχων/εταίρων δεν είναι η αποχώρηση τους, αλλά η μείωση του ποσοστού συμμετοχής τους, τότε αποκλείεται η αποχώρηση τους από την εταιρεία[43].
Τέλος, να αναφερθεί πως και το 11ο Κεφάλαιο (Chapter 11) του πτωχευτικού δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής προβλέπει τη δημιουργία ομάδων πιστωτών και τη δυνατότητα του cram down, υπό προυποθέσεις μία από τις οποίες είναι η συναίνεση μίας έστω ομάδας θιγόμενων πιστωτών. Επιπλέον, στο αμερικάνικο δίκαιο, προκειμένου να αποφευχθεί η ανάγκη ύπαρξης απόφασης της Γ.Σ. έχουν διευρυνθεί οι αρμοδιότητες του Δ.Σ.[44].
Δημιουργία ομάδων ομοειδών πιστωτών, χωρίς, όμως, τη δυνατότητα του cram down, παρατηρείται και στο αγγλικό εταιρικό δίκαιο και ειδικότερα πρόκειται για την πρόταση διακανονισμού οφειλών (Scheme of Arrangement, SoA).[45] Στο ίδιο δίκαιο υφίσταται η δυνατότητα στους συναινούντες μετόχους να παρακάμψουν τους διαφωνούντες ζητώντας την έκδοση δικαστικής απόφασης, εφόσον η συνέλευση δεν μπορεί να λάβει σχετική απόφαση και εφόσον υπάρχει η συναίνεση των πιστωτών[46].
4) Υποχρέωση πίστης
Ο εξαναγκασμός των διαφωνούντων μετόχων/εταίρων, τόσο της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας[47] (blocking minority[48]), προς σύμπραξη στην υιοθέτηση συμφωνίας εξυγίανσης μπορεί να επιτευχθεί και μέσο της υποχρέωσης πίστης. Ειδικότερα, οι μέτοχοι/εταίροι έχουν υποχρέωση πίστης εναντίον αλλήλων και εναντίον της εταιρείας, αλλά όχι εναντίον των πιστωτών και του συνδίκου[49].
Η υποχρέωση σύμπραξης, λοιπόν, απορρέει από την υποχρέωση πίστης που έχουν οι διαφωνούντες μέτοχοι/εταίροι απέναντι στην εταιρεία, προσωπικής ή κεφαλαιουχικής[50], και τους λοιπούς μετόχους/εταίρους[51]. Ωστόσο, σε περίπτωση που είτε η εφαρμογή του σχεδίου εξυγίανσης δεν είναι αναγκαία είτε η θέση των διαφωνούντων μετόχων/εταίρων καθίσταται δυσμενέστερη με το σχέδιο εξυγίανσης απ’ ότι χωρίς αυτό είτε υπάρχει δυνατότητα επιλογής ηπιότερου εξυγιαντικού μέτρου, οι διαφωνούντες μέτοχοι/εταίροι δεν δεσμεύονται από την υποχρέωση πίστης[52]. Βέβαια η πιθανότητα να μην βελτιστοποιείται η θέση των διαφωνούντων μετόχων/εταίρων με το σχέδιο εξυγίανσης είναι μηδαμινή δεδομένου ότι μία εταιρεία στα πρόθυρα της πτώχευσης έχει απολέσει μεγάλο μέρος της αξίας της. Είναι λογικό, λοιπόν, ότι ακόμη και όταν η συμμετοχή κάποιου εταίρου θίγεται σημαντικά με μία ενδεχόμενη συμφωνία εξυγίανσης, η τελευταία δεν εναντιώνεται στο ατομικό του συμφέρον, δεδομένου ότι εν κατακλείδι θα λάβει περισσότερα απ’ όσα θα λάμβανε σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας.[53]
Το μειονέκτημα του εξαναγκασμού παροχής θετικής ψήφου[54] μέσω της υποχρέωσης πίστης έγκειται στον ex post χαρακτήρα της υποχρέωσης αυτής γεγονός που της προσδίδει μία ανεπιθύμητη, για τη διάσωση της επιχείρησης, βραδύτητα. Η βραδύτητα αυτή έγκειται στο ότι απαιτείται τόσο η παροχή αρνητικής ψήφου όσο και δικαστική διαδικασία.[55]
Ουσιαστικά και το άρθρο 101 του ΠτΚ είναι μία εκδήλωση της υποχρέωσης πίστης δεδομένου ότι το εταιρικό συμφέρον υπερακοντίζει την ιδιωτική αυτονομία των διαφωνούντων μετόχων/εταίρων να ψηφίζουν ελεύθερα[56]. Το δίκαιο, δηλαδή, επικεντρώνεται στη διάσωση της εταιρείας διατηρώντας τη σε λειτουργία (going concern value) και γι’ αυτό δεν έχει μετοχοκεντρική κατεύθυνση, αλλά στοχεύει στην προστασία των πιστωτών.[57]
[1] Ποταμίτης, Ρόκας, ό.π., σ. 430 επ., ΕΦΘΕΣΣΑΛ 2156/2015, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΑΘ 109/2018, ΝΟΜΟΣ, όπου ως κριτήριο λαμβάνεται η εν τοις πράγμασι αξία των εμπράγματων εξασφαλίσεων που τυχόν έχει ο εκάστοτε πιστωτής, ΕΦΠΕΙΡ 869/2014, ΝΟΜΟΣ, όπου για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των πιστωτών λαμβάνονται υπόψη από το εκάστοτε Δικαστήριο τα ποσά και τα τυχόν ανταλλάγματα που θα λάβουν και οι όροι αποπληρωμής αυτών, ενώ κρίνεται ως ασύμφορη η συνεχής ματαίωση πλειστηριασμών και η εκποίηση ετέρων ακινήτων αντί εξευτελιστικών τιμημάτων, Παναγιώτου, Εμπορικό Δίκαιο, ό.π., σ. 814 επ..
[2] Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 293, όπου διευκρινίζεται ότι απαιτείται να έχει ήδη επέλθει παύση πληρωμών, με απώτατο όριο το χρόνο έκδοσης της απόφασης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης.
[3] Γεώργιος Ν. Μιχαλόπουλος, Η Νέα Πτωχευτική Νομοθεσία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 161 Απόσπασμα Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4446/2016.
[4] Παναγιώτου, ό.π., σ. 181.
[5] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, ό.π., σ. 190, 191.
[6] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 74, 75.
[7] Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 295.
[8] Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 306.
[9] Χάρις Ε. Σκαλίδη, Η αναμόρφωση της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης με τον Ν. 4446/2016, ΔΕΕ 2017, σ. 758.
[10] Παναγιώτου, ό.π., σ. 180, Η κρίση του δικαστηρίου περί καταχρηστικότητας βασίζεται στο χρόνο λήψης της απόφασης.
[11] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, ό.π., σ. 192, Νικόλαος Κ. Ρόκας, Αναμνηστικός Τόμος Καθηγητή Αντώνιου Μ. Αντάπαση, Η «κοινωνικοποίηση» των μετοχικών δικαιωμάτων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2013, σ. 903, 904.
[12] Νικόλαος Μ. Κατηφόρης, Η ένταξη της αποφάσεως που επικυρώνει τη συμφωνία συνδιαλλαγής/ εξυγιάνσεως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 949 ΚΠολΔ, ΝοΒ 2012, σ. 1364.
[13] Η τρίτη παράγραφος του άρθρου 101 του ΠτΚ αφορά και την Ι.Κ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1 του Ν. 4072/2012.
[14] Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 296.
[15] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, ό.π., σ. 191.
[16] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, ό.π., σ. 75.
[17] Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 298.
[18] Ρόκας, Η «κοινωνικοποίηση» των μετοχικών δικαιωμάτων, ό.π., σ. 893, Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σ. 707-710, από όπου προκύπτει ότι προστατεύονται και από το Σ και από το Πρώτο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και τα εμπράγματα και τα ενοχικά δικαιώματα, Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 36, ΣτΕΟλ 419/2014. ΕΕμπΔ 2014, σ. 152 επ., η στέρηση του δικαιώματος ψήφου χωρίς προηγούμενη δικαστικώς προσδιορισμένη αποζημίωση δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 17 του Σ, Έλενα Γιαννοπούλου, Δίκαιο πτώχευσης, εξυγίανσης και ειδικής εκκαθάρισης των επιχειρήσεων σε επιμέλεια Παναγιώτας Βαφειάδου και Έλενας Γιαννοπούλου, Νομική Βιβλιοθήκη, 1997, σ. 428, το άρθρο 17 του Σ προστατεύει μόνο την ιδικτησία και όχι τα απορρέοντα από την μετοχή ενοχικά δικαιώματα.
[19] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, ό.π., σ. 191, παραπομπή 514, Ρόκας, Η «κοινωνικοποίηση» των μετοχικών δικαιωμάτων, ό.π., σ. 906.
[21] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 164.
[22] Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης, Η κρίση της επιχείρησης και η αντιμετώπιση της- Ο ρόλος της υποχρέωσης πίστης, ΔΕΕ 2014, σ. 217.
[23] Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4013/2011, άρθρο 106γ, Μιχαλόπουλος, Οι προπτωχευτικές διαδικασίες, ό.π., σ. 109.
[24] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, ό.π., σ. 75, 76.
[25] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, ό.π., σ. 75.
[26] Σωτηρόπουλος, ΕΕμπΔ 2012, ό.π., σ. 817, Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 15.
[27] Σωτηρόπουλος, ΕΕμπΔ 2012, ό.π., σ. 817, 818.
[28] Νικόλαος Κ. Κλαμαρής, Δικονομικά Ζητήματα του Πτωχευτικού Δικαίου, Σάκκουλας 2012, σ. 345, Ιωάννης Στ. Δεληκωστόπουλος, Δικονομικά Ζητήματα του Πτωχευτικού Δικαίου, Σάκκουλας 2012, σ. 313, 314.
[29] Τριανταφυλλάκης, ΔΕΕ 2014, ό.π., σ. 217.
[30] Μαρίνος, ό.π., σ. 5, παραπ. 38.
[31] Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 308.
[32] Ποταμίτης, Ρόκας, ό.π., σ. 434 επ..
[33] Σε αντίθεση με το άρθρο 100 παρ. 1 του ΠτΚ, όπου θεσπίζεται δυνατότητα επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης που έχει συναφθεί μόνο από πιστωτές και χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη, με την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών.
[34] Ο κανόνας της απόλυτης προτεραιότητας ορίζει ότι απαιτείται η πλήρης ικανοποίηση κάθε διαφωνούσας κατηγορίας πιστωτών προτού υπάρξει, στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, οποιαδήποτε διανομή αξίας ή διατήρηση συμμετοχικού δικαιώματος υπέρ κατηγορίας χαμηλότερης κατάταξης. (άρθρο 2 περ. 10 Πρότασης Οδηγίας)
[35] Βλ. Ποταμίτης, Ρόκας, ό.π., σ. 434 επ., παραπ. 13, όπου όταν οι μέτοχοι/εταίροι σχηματίζουν ομάδα πιστωτών χαρακτηρίζονται ως οιονεί πιστωτές.
[36] Ποταμίτης, Ρόκας, ό.π., σ. 434 επ..
[37] Ποταμίτης, Ρόκας, ό.π., σ. 434 επ..
[38] Ποταμίτης, Ρόκας, ό.π., σ. 435 επ..
[39] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, ό.π., σ. 9-14.
[40] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, ό.π., σ. 38, 39, Ποταμίτης, Ρόκας, ό.π., σ. 9.
[41] Σε επιμέλεια Αλέξανδρου Ν. Ρόκα, ΕΕμπΔ 2011, Επιστημονική κίνηση στο εξωτερικό, σ. 517, 518, Ρόκας, Η «κοινωνικοποίηση» των μετοχικών δικαιωμάτων, ό.π., σ. 890.
[42] Νικόλαος Κ. Ρόκας, ΕΕμπΔ 2010, Μεταρυθμιστικές τάσεις στο Πτωχευτικό Δίκαιο ενόψει και της οικονομικής κρίσης, σ. 584, Ρόκας, ΕΕμπΔ 2011, σ. 518.
[43] Ρόκας, ΕΕμπΔ 2011, σ. 518.
[44] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, ό.π., σ. 190.
[45] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, ό.π., σ. 18,19, 28-30.
[46] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, ό.π., σ. 189.
[47] Τριανταφυλλάκης, ΔΕΕ 2014, ό.π., σ. 210, 211, Ρόκας, Η «κοινωνικοποίηση» των μετοχικών δικαιωμάτων, ό.π., σ. 890, 891, Ρόκας, ΕΕμπΔ 2011, ό.π., σ. 518, Ρόκας, ΕΕμπΔ 2010, ό.π., σ. 284, 285.
[48] Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 286.
[49] Μαρίνος, ό.π., σ. 9.
[50] Ελένη Καραμανάκου, Η υποχρέωση πίστης των μετόχων σε περιβάλλον αφερεγγυότητας, Οι πρόσφατες εξελίξεις του Πτωχευτικού Δικαίου, 27ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 373 επ..
[51] Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 26, όπου ως υποχρέωση πίστης νοείται η εταιρική υποχρέωση πίστης ή μία ειδικότερη έκφανση της προσαρμοσμένη στη διαδικασία εξυγίανσης και επομένως δεν κρίνεται με βάση το άρθρο 281 του ΑΚ, Χριστοπούλου, ό.π., σ. 163 και Ρόκας, Εταιρείες, ό.π., σ. 376, 377, όπου υποστηρίζει ότι η υποχρέωση πίστης πηγάζει από το άρθρο 747 του ΑΚ, το οποίο θεωρεί ως γενικό κανόνα εφαρμοζόμενο όχι μόνο στις προσωπικές εταιρείες, Καραμανάκου, ό.π., σ. 381, όπου διευκρινίζεται ότι ο εκάστοτε μέτοχος έχει υποχρέωση πίστης απέναντι στην εταιρεία, αλλά όχι απέναντι στους λοιπούς μετόχους, επειδή εξαιτίας της συμμετοχής του σε μία κοινότητα σκοπού επιβάλλεται να είναι πιστός στον κοινό σκοπό, χωρίς όμως να έχει υποχρέωση πίστης στους λοιπούς μετόχους, δεδομένου ότι δεν έχει υποσχεθεί αμοιβαία εταιρική πίστη με αυτούς.
[52] Ρόκας, Η «κοινωνικοποίηση» των μετοχικών δικαιωμάτων, ό.π., σ. 889, Καραμανάκου, ό.π., σ. 378 επ..
[53] Ιωάννης Αλεξ. Τζιώνας, Υποχρέωση σύμπραξης εταίρου προσωπικής εταιρίας σε μεταβίβαση εταιρικής συμμετοχής και σε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, ΔΕΕ 2013, σ. 551, 553, Τριανταφυλλάκης, ΔΕΕ 2014, ό.π., σ. 215, 216., Χριστοπούλου, ό.π., 163, Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 287 επ..
[54] Καραμανάκου, ό.π., σ. 377, όπου αναφέρει ότι έκφανση της υποχρέωσης πίστης είναι η απαγόρευση υπερψήφισης μίας απόφασης που εναντιώνεται στον εταιρικό σκοπό ή καταψήφισης μίας απόφασης που συντελεί στην πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ωστόσο, διευκρινίζεται ότι εάν ο βαθμός σύνδεσης της απόφασης με την εξυπηρέτηση του εταιρικού σκοπού είναι μεγάλος, αυτό θα συμβαίνει σε αποφάσεις αυξημένης βαρύτητας, τότε μπορεί η υποχρέωση πίστης να οδηγήσει σε υποχρέωση των μετόχων να συμπράξουν στην απόφαση αυτή. Τέτοιες αποφάσεις είναι όσες αφορούν την εξυγίανση της επιχείρησης.
[55] Γιοβαννόπουλος, ό.π., σ. 291.
[56] Ρόκας, Η «κοινωνικοποίηση» των μετοχικών δικαιωμάτων, ό.π., σ. 889, 902, Καραμανάκου, ό.π., σ. 383 επ..
[57] Τριανταφυλλάκης, ΔΕΕ 2014, ό.π., σ. 216, 217.
Recent Comments