Η μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη
1) Εισαγωγή
Σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 1 περ. ζ του ΠτΚ η συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο ή σε εταιρεία των πιστωτών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 106δ του ΠτΚ.
Η περίπτωση του άρθρου 106δ του ΠτΚ πρόκειται για εκποίηση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη, το οποίο διακατέχεται από λειτουργική ενότητα, όπως όταν πρόκειται για μία αυτοτελή λειτουργική μονάδα μίας επιχείρησης[1]. Πρόκειται επομένως για μεταβίβαση του ενεργητικού της επιχείρησης (asset deal) και όχι για μεταβίβαση των μετοχών/εταιρικών μεριδίων της (share deal), στην οποία συμβαλλόμενοι είναι και οι μέτοχοι/εταίροι[2].
Ο στόχος της εξυγιαντικής αυτής μεταβίβασης είναι διττός. Αφενός είναι η διατήρηση της επιχείρησης του οφειλέτη σε λειτουργία και αφετέρου η διατήρηση της υπεραξίας της προκειμένου η τιμή εκποίησης να είναι ικανοποιητική[3], στόχος που θα ήταν αδύνατο να επιτευχθεί εάν η επιχείρηση πτώχευε και εάν τα στοιχεία της εκποιούνταν ανεξάρτητα από την όποια λειτουργική τους ενότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ουσιαστικά η διατήρηση της υπεραξίας της επιχείρησης είναι απόρροια της διατήρησης της τελευταίας σε λειτουργία. Γίνεται, λοιπόν, σαφές πως η εξυγιαντική μεταβίβαση νοιάζεται μονάχα για τη διάσωση της επιχείρησης, αλλά όχι του φορέα αυτής[4], δεδομένου ότι προϋποθέτει τη μεταβίβαση της σε νέο φορέα. Αντίθετη ρύθμιση θα αντέβαινε στην οικονομική λογική, σύμφωνα με την οποία ο επιχειρηματίας καρπώνεται τα κέρδη της πορείας της επιχείρησης του και αντίστοιχα υφίσταται τις οικονομικές συνέπειες πιθανής κακής πορείας της επιχείρησης του[5].
Τέλος, με βάση το άρθρο 106δ παρ. 1 εδ. α, η μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη είτε αποτελεί περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης είτε πραγματοποιείται μετά τη σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης με σύμβαση που καταρτίστηκε σε εκτέλεση της τελευταίας[6]. Προκειμένου η μεταβίβαση να λάβει χώρα μετά τη σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης προϋποτίθεται να αποτελεί η πραγματοποίηση της όρο για την ισχύ της συμφωνίας αυτής[7].
2) Διαδικασία εκποίησης
Στο άρθρο 106δ δεν περιλαμβάνεται πρόβλεψη σχετικά με κάποια υποχρεωτική διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθήσει ο εκάστοτε οφειλέτης για να εκποιήσει την επιχείρηση του. Αντιθέτως, παρατίθενται ενδεικτικά κάποιες πιθανές διαδικασίες.
Πιο αναλυτικά, στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου αναφέρεται η δυνατότητα η συμφωνία μεταβίβασης της επιχείρησης να περιλαμβάνει μεταβίβαση στον αποκτώντα του ενεργητικού της ή μέρος αυτού[8] και ενδεχομένως μέρος των υποχρεώσεων της[9], το οποίο θα προβλέπεται ρητά στη συμφωνία, ενώ οι λοιπές υποχρεώσεις της επιχείρησης κατά περίπτωση να εξοφλούνται από το τίμημα[10] της πώλησης αυτής ή μέρους της, να διαγράφονται ή, σε περίπτωση μεταβίβασης μέρους της επιχείρησης, να παραμένουν ως υποχρεώσεις του οφειλέτη ή να κεφαλαιοποιούνται.
Επιπρόσθετα, στη δεύτερη παράγραφο του προαναφερθέντος άρθρου προτείνεται ως τρόπος μεταβίβασης της επιχείρησης η μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους αυτής είτε σε τρίτο είτε σε εταιρεία που συνίσταται από τους πιστωτές είτε σε άλλη εταιρεία[11], υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη[12], υπό τη μορφή εισφοράς σε είδος, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 9α του Ν. 2190/1920.
Στην επόμενη παράγραφο ορίζεται πώς συστήνεται η εταιρεία που συνίσταται από τους πιστωτές. Υπάρχει, λοιπόν, η δυνατότητα, κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης να συστήνεται ανώνυμη εταιρεία με εισφορά σε είδος μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 9α του Ν. 2190/1920. Η εταιρεία αυτή αποκτά το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη έναντι εξόφλησης των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη που έχουν εισφερθεί[13] σε αυτή. Ο οφειλέτης μεταβιβάζει την επιχείρηση του ως δόση αντί καταβολής[14] στην προαναφερθείσα εταιρεία για να εξοφλήσει τις απαιτήσεις που εισέφεραν σε αυτήν από τους πιστωτές του. Στη νέα αυτή εταιρεία αποκλείεται η συμμετοχή των παλαιών μετόχων[15].
Τέλος, στο τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου προβλέπεται η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 103 παρ. 1 περ. γ του ΠτΚ, προκειμένου να ρυθμιστούν οι σχέσεις των τέως πιστωτών και νυν μετόχων. Η πρόβλεψη αυτή είναι σημαντική γιατί ουσιαστικά εισάγει μία διάκριση υπέρ ορισμένων πιστωτών. Πιο αναλυτικά, επειδή στη διαδικασία εξυγίανσης η διάσωση της επιχείρησης υπερτερεί της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης (par conditio creditorum) των πιστωτών παρέχεται η δυνατότητα πρόβλεψης στη συμφωνία εξυγίανσης ότι μία κατηγορία πιστωτών δεν δύναται να ζητήσει την αποπληρωμή των απαιτήσεων της προς αυτή πριν από την πλήρη ικανοποίηση μιας άλλης. Μία ακόμη εξαίρεση από την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών που βρίσκονται στην ίδια θέση του άρθρου 106β παρ. 2 περ. δ του ΠτΚ εισάγεται με το ίδιο άρθρο. Ειδικότερα, επιτρέπονται όσες διακρίσεις επιβάλλονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται στη απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. Επομένως, ευνοϊκής μεταχείρισης μπορούν να τύχουν οι πελάτες, η μη ικανοποίηση των απαιτήσεων των οποίων θα βλάψει ουσιωδώς είτε τη φήμη της επιχείρησης είτε τη συνέχιση της[16].[17]
3) Μεταβίβαση των συμβατικών σχέσεων
Στο άρθρο 106δ παρ. 1 εδ. β ορίζεται ότι ως προς τη μεταβίβαση των εκκρεμών συμβατικών σχέσεων[18] εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 33 του ΠτΚ[19]. Σύμφωνα με το τελευταίο, η μεταβίβαση των συμβατικών αυτών σχέσεων επιτρέπεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη συμβατικών όρων που την αποκλείουν ή την περιορίζουν, οι οποίοι θεωρούνται ως ουδέποτε γραμμένοι[20], εάν είναι συμφέρουσα για τους πιστωτές και συναινεί και ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη.
Η δε συναίνεση του αντισυμβαλλόμενου του οφειλέτη μπορεί να παρακαμφθεί κατόπιν απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου με την οποία υποκαθίσταται η βούληση του αντισυμβαλλομένου με τις προϋποθέσεις ότι ο σύνδικος είχε αποφασίσει τη συνέχιση της σύμβασης, ο πιστωτής που αποκτά την επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει απορρέουσες από τη συμβατική σχέση υποχρεώσεις και ότι δεν βλάπτεται ο αντισυμβαλλόμενος[21]. Ουσιαστικά, η δικαστική απόφαση ναι μεν παρακάμπτει τη βούληση του αντισυμβαλλομένου περί μη συναίνεσης στη μεταβίβαση της εκάστοτε συμβατικής σχέσης, αλλά εγγυάται την προστασία του[22].
Η δυνατότητα μη λήψης υπόψη της άρνησης του αντισυμβαλλομένου είναι ιδιαιτέρως σημαντική καθώς και προστατεύει τα συμφέροντα του αντισυμβαλλομένου και διευκολύνει και επιταχύνει τη διαδικασία της μεταβιβαστικής εξυγίανσης μίας επιχείρησης, η οποία έχει περιορισμένο χρόνο λειτουργίας.
4) Μεταβίβαση διοικητικών αδειών
Αναλογικά εφαρμόζεται και το άρθρο 141 παρ. 3 του ΠτΚ σχετικά με τη μεταβίβαση διοικητικών αδειών, σύμφωνα με το άρθρο 106δ παρ. 1 εδ. γ.
Βάσει του άρθρου 141 παρ. 3 του ΠτΚ με τη μεταβίβαση της επιχείρησης συμμεταβιβάζονται αυτοδικαίως, ακόμα και εάν δεν συμπεριλήφθηκαν στη συμφωνία μεταβίβασης[23], και οι ισχύουσες[24] διοικητικές άδειες κάθε φύσεως (λ.χ. άδειες λειτουργίας εργοστασίου, ξενοδοχείου, μεταλλειοκτησίας κ.λ.π.[25]) που συνδέονται με τη λειτουργία της επιχείρησης και των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού και δεν συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο του οφειλέτη[26].
Η σκοπιμότητα της αναλογικής αυτής εφαρμογής έγκειται στο ότι εάν δεν συμμεταβιβάζονταν οι διοικητικές άδειες θα απομειώνονταν η αξία της επιχείρησης, γεγονός που θα παρακώλυε την εκποίηση της ως συνόλου[27]. Ακόμα, για ένα ακαθόριστο χρονικό διάστημα μετά τη μεταβίβαση της επιχείρησης ο αποκτών δεν θα είχε τις απαραίτητες άδειες με αποτέλεσμα η επιχείρηση να ήταν αδύνατο να λειτουργήσει, ενώ ταυτόχρονα θα αναγκάζονταν να εμπλακεί ο ίδιος στη διαδικασία λήψης νέων αδειών, η οποία μπορεί να αποδειχθεί χρονοβόρα και κατ’ επέκταση κοστοβόρα, αφού όλο αυτό το διάστημα η επιχείρηση θα έπρεπε να μείνει σε αδράνεια. Αυτό το ενδεχόμενο ζημίας του αποκτώντος θα συνιστούσε κόκκινο πανί για τους υποψήφιους επενδυτές, οι οποίοι θα ήταν πολύ επιφυλακτικοί και διστακτικοί στην απόφαση τους να αποκτήσουν την επιχείρηση του οφειλέτη.[28]
Μετά τη μεταβίβαση των διοικητικών αδειών εκδίδεται στο όνομα του αποκτώντος από την αρμόδια αρχή επιβεβαιωτική πράξη μεταβίβασης της άδειας. Τέλος, οι άδειες αυτές ισχύουν για το χρόνο που θα ίσχυαν και εάν δεν γινόταν η μεταβίβαση, όχι πάντως για περίοδο μικρότερη του ενός έτους[29] από τη μεταβίβαση ή από το χρόνο που υποχρεωτικά προβλέπεται η λειτουργία της επιχείρησης από ειδική διάταξη νόμου.
Την αξία της πρόβλεψης περί αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 141 παρ. 3 του ΠτΚ απηχεί το ότι υπήρχε αντίστοιχη ρύθμιση στο άρθρο 46α παρ. 23 του Ν. 1892/1990 περί εξυγιαντικής διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης καθώς επίσης και στο άρθρο 106ια παρ. 8 του ΠτΚ[30].
5) Φορολογικές διευκολύνσεις και περιορισμός δικαιωμάτων και αμοιβών
Στο τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 106δ του ΠτΚ ορίζεται ότι για τη σύμβαση μεταβίβασης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 133 και 134 του ΠτΚ.
Πιο αναλυτικά, τα άρθρα αυτά προβλέπουν ότι η σύμβαση μεταβίβασης απαλλάσσεται πλήρως[31] από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα του Δημοσίου ή τρίτων, καθώς και των τελών χαρτοσήμων (πλην Φ.Π.Α.)[32]. Μάλιστα προβλέπεται ότι οι απαλλαγές αυτές επέρχονται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται και η υποβολή οποιασδήποτε σχετικής δήλωσης στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Ακόμα, δεν απαιτείται να προσκομιστούν από τον σύνδικο πιστοποιητικά φορολογικής ή ασφαλιστικής ενημερότητας του οφειλέτη ή οποιαδήποτε άλλα πιστοποιητικά για τη σύναψη μεταβίβασης στοιχείου του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη, κατά τον ΠτΚ, καθώς επίσης και σε κάθε συναλλαγή του γενικά με το Δημόσιο[33]. Επιπλέον, περιορίζονται στο 30% των νόμιμων ποσών οι αμοιβές και τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων, των δικηγόρων, των δικαστικών επιμελητών και των υποθηκοφυλάκων.
Να αναφερθεί πως τα άρθρα 133 και 134 του ΠτΚ στοχεύουν στη διάσωση των επιχειρήσεων, γεγονός που δικαιολογεί τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που περιέχουν. Γι’ αυτό το λόγο οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται ούτε στην αρχή της ισότητας ούτε στο Σ[34].
Τέλος, στο άρθρο 106γ παρ. 3 περ. γ του ΠτΚ ορίζεται ότι οι ρυθμιζόμενες με τη συμφωνία εξυγίανσης οφειλές προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης καθίστανται ενήμερες υπό τον όρο τήρησης της συμφωνίας εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να χορηγούν τις αντίστοιχες βεβαιώσεις ενημερότητας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη συμφωνία εξυγίανσης. Με βάση την τελευταία φράση τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν στη συμφωνία εξυγίανσης λεπτομέρειες, όπως ότι η ενημερότητα χρειάζεται για να γίνει η προβλεπόμενη στη συμφωνία μεταβίβαση των εκάστοτε περιουσιακών στοιχείων[35].
6) Μεταβίβαση εργασιακών σχέσεων[36]
Αρχικά, το θέμα της μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων στην περίπτωση της μεταβίβασης της επιχείρησης οφειλέτη ρύθμιζε η Οδηγία 77/187/ΕΟΚ. Η οδηγία αυτή αφορούσε και τις περιπτώσεις μεταβιβάσεων επιχειρήσεων που είχαν πτωχεύσει ή είχαν κινηθεί εναντίον τους ανάλογες διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ωστόσο, το ΔΕΕ, τότε ΔΕΚ, είχε κάνει δεκτό[37] ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως η Οδηγία 77/187 υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να την υιοθετήσουν ακόμη και σε περιπτώσεις μεταβίβασης επιχειρήσεων στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία στοχεύει στην εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης του οφειλέτη, υπό τον έλεγχο της αρμόδιας δικαστικής αρχής, διότι πιθανή τέτοια υποχρέωση θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τον αποκτώντα, με απώτερο αποτέλεσμα τη χωριστή και σε χαμηλότερη τιμή εκποίηση του ενεργητικού της επιχείρησης. Το αντίθετο, όμως, θα οδηγούσε στην απώλεια πιθανόν και όλων των θέσεων εργασίας, γεγονός αντικρουόμενο με το σκοπό της Οδηγίας 77/187.
Μετά ακολούθησε η Οδηγία 98/50/ΕΚ η οποία προέβλεψε ρητά πλέον, στο άρθρο 4α παρ.1, ότι τα άρθρα 3 και 4 της προηγούμενης Οδηγίας, τα οποία ρύθμιζαν τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και απαγόρευαν την απόλυση τους, δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής, εκτός εάν τα κράτη-μέλη προβλέψουν διαφορετικά.
Τέλος, εκδόθηκε η κωδικοποιητική Οδηγία 2001/23/ΕΚ. Η οδηγία αυτή στα άρθρα 3 και 4 περιλαμβάνει ρυθμίσεις προστασίας των εργαζομένων. Ειδικότερα, προβλέπει ότι:
Άρθρο 3
- Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα.
Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι, μετά την ημερομηνία της μεταβίβασης, ο εκχωρητής και ο εκδοχέας εξακολουθούν να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως προς υποχρεώσεις που γεννήθηκαν πριν από τη μεταβίβαση και απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση, οι οποίες υφίσταντο κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης.
- Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο εκχωρητής γνωστοποιεί στον εκδοχέα όλα τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, δυνάμει του παρόντος άρθρου, στο βαθμό που αυτά είναι ή έπρεπε να είναι γνωστά στον εκχωρητή κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Παράλειψη του εκχωρητή να ενημερώσει τον εκδοχέα για τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις, δεν θίγει τη μεταβίβαση αυτών των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ούτε τα δικαιώματα των εργαζομένων κατά του εκδοχέα ή/και του εκχωρητή όσον αφορά αυτά τα δικαιώματα ή υποχρεώσεις.
- Μετά τη μεταβίβαση, ο εκδοχέας εξακολουθεί να τηρεί τους συμφωνηθέντες με συλλογική σύμβαση όρους εργασίας, ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του εκχωρητή, σύμφωνα με τη σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως.
Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την περίοδο τηρήσεως των εν λόγω όρων εργασίας, υπό την αίρεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους.
- α) Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 3 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή προς επιζώντες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης, που ισχύουν, εκτός των προβλεπομένων εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών.
β) Ακόμη και όταν δεν προβλέπουν, σύμφωνα με το στοιχείο α), ότι οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επί αυτών των δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α).
Άρθρο 4
- Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.
Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών ως προς την προστασία τους έναντι της απολύσεως.
- Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.
Η προστασία, όμως, των δικαιωμάτων των εργαζομένων δεν είναι ο μοναδικός σκοπός της Οδηγίας 2001/23. Ο σκοπός είναι να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ των συμφερόντων του εργοδότη από τη μια και των εργαζομένων από την άλλη. Γι’ αυτό το λόγο το ΔΕΕ έκρινε[38] ότι ο εργοδότης θα έπρεπε να μπορεί να προβαίνει σε αναγκαίες αλλαγές και προσαρμογές για τη συνέχιση της δραστηριότητας του, ιδίως να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις που καθορίζουν την εξέλιξη των όρων εργασίας και ότι το άρθρο 3 θα έπρεπε να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προστατεύει την επιχειρηματική ελευθερία.
Ωστόσο, πλέον, δεν χρειάζεται να γίνεται ερμηνεία του σκοπού της Οδηγίας 2001/23. Και η Οδηγία 98/50 στο άρθρο 4α παρ. 1 και η Οδηγία 2001/23 στο άρθρο 5 παρ. 1 επιλύουν το προαναφερθέν ζήτημα. Ειδικότερα προβλέπεται ότι:
Άρθρο 5
- Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή).
Και το άρθρο 6 παρ. 1 του ΠΔ 178/2002[39] κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος με τα άρθρα 4α παρ. 1 και 5 παρ. 1 των Οδηγιών 98/50 και 2001/23 αντίστοιχα. Μάλιστα, το άρθρο αυτό απέκλεισε ρητά την εφαρμογή στην πτώχευση της νομοθεσίας για την προστασία των εργαζομένων[40]. Ακόμη, σε περίπτωση που με την πτώχευση επέρχεται διάλυση της επιχείρησης υποστηρίζεται[41] ότι δεν εφαρμόζονται ούτε οι περιορισμοί των απολύσεων του άρθρου 14 του Ν. 1264/1982 σχετικά με την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών[42].
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το ΔΕΕ έκρινε[43] πως το άρθρο 5 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/23 επιβάλλεται να ερμηνεύεται συσταλτικά και ως εκ τούτου δεν αφορά μεταβιβάσεις επιχειρήσεων που έγιναν μέσω συμφωνίας pre-pack μετά την κήρυξη της πτώχευσης της εν λόγω επιχείρησης. Το στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκε το ΔΕΕ είναι ότι στη διαδικασία pre-pack επιδιώκεται η διατήρηση και η οικονομική βελτίωση της επιχείρησης. Επομένως, αφ’ ης στιγμής στόχος της διαδικασίας pre-pack δεν είναι η εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης του οφειλέτη δεν υφίσταται λόγος εφαρμογής του άρθρου 5 της προαναφερθείσας Οδηγίας.[44] Με το ίδιο σκεπτικό καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ούτε το άρθρο 5 της Οδηγίας 2001/23 ούτε το άρθρο 6 παρ. 1 του ΠΔ 178/2002 τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση των άρθρων 99 επ. του ΠτΚ και ειδικά του άρθρου 106δ[45], μολονότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 479 του ΑΚ.[46]
7) Τροποποίηση συμφωνίας εξυγίανσης
Με το Ν. 4446/2016 εισήχθη στο άρθρο 106δ μία νέα παράγραφος, η υπ’ αριθμ. 4. Ειδικότερα, η παράγραφος αυτή δίνει στα συμβαλλόμενα στη συμφωνία εξυγίανσης μέλη, εφόσον έως τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης έχουν μεταβληθεί τα στοιχεία του μεταβιβαζόμενου ενεργητικού και προσκομίζεται με τις προτάσεις συμπληρωματική έκθεση του ορισθέντος εμπειρογνώμονα επί των τροποποιούμενων όρων, τη δυνατότητα να τροποποιήσουν τη συμφωνία εξυγίανσης κατά το μέρος που αφορά στους όρους μεταβίβασης της επιχείρησης ή μέρους της, με την επιφύλαξη των παρ. 10 επ. του άρθρου 106β του ΠτΚ.
Επομένως, πρέπει να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 106β παρ. 11 του ΠτΚ, δηλαδή η τροποποίηση να γίνεται άπαξ με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των συμβαλλομένων μερών και να αφορά το χρόνο και τον τρόπο αποπληρωμής των απαιτήσεων ή το είδος των εκατέρωθεν παροχών, οι μεταβολές που θα επέλθουν στην αρχική συμφωνία να μην επιβαρύνουν τη θέση και να μην επηρεάζουν τους όρους αποπληρωμής των μη συμβαλλόμενων πιστωτών και να μη θίγονται οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, συμβαλλόμενων και μη. Με αυτό το τρόπο και η συμφωνία μεταβίβασης προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, δεν θίγεται κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν υπάρχει δυνατότητα παρέλκυσης των διαδικασιών[47].
8) Μεταβίβαση επιχείρησης οφειλέτη και άρθρο 479 του ΑΚ
Η, αναγκαστικού δικαίου, διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ έχει τεθεί έχοντας ως στόχο την προστασία των πιστωτών του οφειλέτη. Συγκεκριμένα, θεωρείται πως επειδή η περιουσία του οφειλέτη συνιστά το στοιχείο, στο οποίο βασίζεται η πίστη των πιστωτών στο πρόσωπο του οφειλέτη, είναι δίκαιο μαζί με τη μεταβίβαση αυτής να μεταβιβάζονται και τα χρέη που ανήκουν στην επιχείρηση[48]. Εάν μεταβιβασθεί μέρος του ενεργητικού της επιχείρησης του οφειλέτη, τότε μεταβιβάζονται, βάσει του άρθρου 479 του ΑΚ, χρέη της επιχείρησης που αναλογούν στην αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων.
Στην περίπτωση, όμως, της μεταβίβασης επιχείρησης του οφειλέτη στη διαδικασία εξυγίανσης, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 479 του ΑΚ[49]. Ειδικότερα, το άρθρο 106δ παρ. 5 παραπέμπει στο άρθρο 178 του ΠτΚ, σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 479 του ΑΚ δεν ισχύει σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης του οφειλέτη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ΠτΚ.
Παράκαμψη της απαγόρευσης εφαρμογής του άρθρου 178 του ΠτΚ δεν μπορεί να γίνει. Ωστόσο, μπορεί να συμφωνηθεί, όπως προαναφέρθηκε, μεταβίβαση μέρους των υποχρεώσεων της επιχείρησης του οφειλέτη, εφόσον δεν στοιχειοθετείται το πραγματικό του άρθρου 479 του ΑΚ.[50]
Ο αποκλεισμός εφαρμογής του άρθρου 479 του ΑΚ δικαιολογείται από το γεγονός ότι αντίθετη πρόβλεψη θα αποτελούσε αντικίνητρο για τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο να αποκτήσει την επιχείρηση και επομένως θα δυσχεραίνονταν η διαδικασία μεταβίβασης αυτής[51].
Μάλιστα ο αποκλεισμός της ευθύνης από το άρθρο 479 του ΑΚ συντρέχει ανεξάρτητα από το εάν η μεταβίβαση γίνεται με ενιαία σύμβαση ή μέσω περισσότερων πράξεων, σύγχρονων ή διαδοχικών, προς το ίδιο πρόσωπο. Ακόμη, από το προαναφερθέν άρθρο προκύπτει ότι δεν εφαρμόζεται όταν το σύνολο της επιχείρησης μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα.[52]
Βέβαια, η παρ. 1 του άρθρου 106δ του ΠτΚ προβλέπει, όπως προαναφέρθηκε, και δυνατότητα μεταβίβασης μέρους των υποχρεώσεων της επιχείρησης του οφειλέτη, κατόπιν σχετικής πρόβλεψης στη συμφωνία εξυγίανσης, οπότε και θα πρόκειται για αναδοχή χρέους και θα απαιτείται η συναίνεση και του δανειστή σύμφωνα με τα άρθρα 471 επ. του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή το μέρος των υποχρεώσεων που δεν έχει μεταβιβασθεί θα ικανοποιηθεί από το τίμημα της μεταβίβασης της επιχείρησης.[53]
Τέλος, θεωρείται[54] ότι ο νομοθέτης εκ περισσού υπενθυμίζει με το άρθρο 106δ παρ. 5 του ΠτΚ τη ρύθμιση του άρθρου 178 του ΠτΚ δεδομένου ότι και χωρίς αυτή τη παράγραφο το τελευταίο θα εφαρμόζονταν στην περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης οφειλέτη. Από μέρος της θεωρίας[55] ως πλεονασμός χαρακτηρίζεται και το άρθρο 178 του ΠτΚ, δεδομένου ότι το άρθρο 479 του ΑΚ εφαρμόζεται όταν η μεταβίβαση της επιχείρησης βασίζεται στην ιδιωτική βούληση, ενώ στις περιπτώσεις του ΠτΚ βασίζεται σε αναγκαστική εκτέλεση. Ωστόσο, ορθά υποστηρίζεται ότι ο νομοθέτης ορθά θέσπισε το άρθρο 178 του ΠτΚ προκειμένου να προστατεύσει τη διαδικασία της εξυγίανσης και να καταστήσει σαφές σε ποιες περιπτώσεις αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 479 του ΑΚ[56].
9) Συναίνεση του οφειλέτη κατά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης
Το άρθρο 106β παρ. 2 περ. ε ορίζει ότι στην περίπτωση της συμφωνίας εξυγίανσης μόνον από τους πιστωτές του οφειλέτη, η συναίνεση του τελευταίου θεωρείται ότι έχει δοθεί, εάν, έως και τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης, δεν ασκήσει παρέμβαση κατά της αποδοχής της.
Μάλιστα, προβλέπει επίσης ότι η παρέμβαση του οφειλέτη κατά της αποδοχής της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας δεν εμποδίζει την επικύρωση της από το πτωχευτικό δικαστήριο, εάν από την αίτηση και ιδίως από την έκθεση του εμπειρογνώμονα της παρ. 5 του άρθρου 104 του ΠτΚ προκύπτει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν θα καταστήσει τη νομική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς τη συμφωνία. Ωστόσο, ρητά εξαιρείται η περίπτωση του άρθρου 106δ του ΠτΚ, δεδομένου ότι αντίθετη ρύθμιση θα ήταν αντισυνταγματική[57].
[1] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 198.
[2] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία, ό.π., σ. 209.
[3] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 198.
[4] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 198, Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 86, Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία, ό.π., σ. 209, Μιχαλόπουλος, Οι προπτωχευτικές διαδικασίες, ό.π., σ. 117.
[5] Μπεχρή, ό.π., σ. 104.
[6] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 86, Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία, ό.π., σ. 210, Μιχαλόπουλος, Οι προπτωχευτικές διαδικασίες, ό.π., σ. 117.
[7] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 198.
[8] Βλ. Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 86, κατά κανόνα μεταβιβάζεται ολόκληρο το ενεργητικό, εκτός εάν προβλεφθεί μερική μεταβίβαση του.
[9] ΠολΠρΑθ 185/2016, ΕΕμπΔ 2016, σ. 674 επ., ΠολΠρΑθ 8/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 169 επ., Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία, ό.π., σ. 210, παραπ. 590, όπου αναφέρεται ότι συνήθως οι υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται είναι αυτές που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία της επιχείρησης, όπως οι μισθώσεις, οι εργασιακές σχέσεις, οι συμβάσεις προμήθειας, Κοτσίρης, Συνδιαλλαγή, ό.π., σ. 92., Χριστίνα Δ. Χριστοπούλου, Η εκκαθάριση και η εκποίηση ξενοδοχειακής επιχείρησης υπό τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα και τα δικαιώματα των χρονομισθωτών, ΧρΙΔ 2007, σ. 873 επ..
[10] ΠολΠρΑθ 185/2016, ΕΕμπΔ 2016, σ. 674 επ.., Αλέξανδρος Ν. Ρόκας, Παρατηρήσεις στην απόφαση ΠολΠρΑθ 185/2016, ΕΕμπΔ 2016, σ. 685 και Σπυριδάκης, ό.π., σ. 96,όπου ως αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση της επιχείρησης μπορεί να ορίζεται και χρηματικό αντίτιμο, αλλά και μετοχές της αποκτώσας εταιρείας, Αλέξανδρος Ν. Ρόκας, Παρατηρήσεις στην ΠολΠρΑθ 185/2016, ΕΕμπΔ 2016, σ. 685,
[11] ΠολΠρΑθ 185/2016, ΕΕμπΔ 2016, σ. 674 επ., ΠολΠρΑθ 8/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 169 επ., ΠΠΡΑΘ 109/2018, ΝΟΜΟΣ.
[12] Βλ. Κοτσίρη, Συνδιαλλαγή, ό.π., σ. 94, όπου αναφέρεται το παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας «Chrysler», η οποία μεταβίβασε όλα τα σημαντικά περιουσιακά της στοιχεία σε μία νέα εταιρεία, την «New Chrysler», με αποτέλεσμα η παλιά εταιρεία να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις και να υπαχθεί σε διαδικασία αναδιοργάνωσης και η νέα εταιρεία να είναι «καθαρή» από χρέη.
[13] Σωτηρόπουλος, ό.π., σ. 821.
[14] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 199, Μιχαλόπουλος, Οι προπτωχευτικές διαδικασίες, ό.π., σ. 117.
[15] Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία, ό.π., σ. 210.
[16] ΠολΠρΑθ 185/2016, ΕΕμπΔ 2016, σ. 674 επ., όπου ως κρίσιμοι προμηθευτές λογίζονται όσοι προμηθεύουν την εταιρεία με απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία της προϊόντα και υπηρεσίες και προσδοκάται η συνέχιση της συνεργασίας μεταξύ τους, ενώ ως μη κρίσιμοι εκείνοι που δεν προμηθεύουν απολύτως κρίσιμα για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της προϊόντα ή που μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα ή που δεν προσδοκάται η συνέχιση της συνεργασίας μαζί τους. Οι απαιτήσεις των πρώτων μεταβιβάστηκαν στο σύνολο τους στην αποκτώσα εταιρεία, η οποία ανέλαβε να τις αποπληρώσει σε 24 ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις από την εφαρμογή της συμφωνίας. Αντιθέτως, οι απαιτήσεις των δεύτερων μεταβιβάστηκαν εν μέρει στην αποκτώσα εταιρεία, η οποία ανέλαβε την εξόφληση τους σε 120 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, η πρώτη εκ των οποίων θα καταβάλλονταν κατά το τέταρτο έτος εφαρμογής της συμφωνίας εξυγίανσης, ΠολΠρΑθ 8/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 169 επ., ΠΠΡΒΕΡ 15/2015, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΑΘ 881/2013 ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΑΛΕΞ 102/2013, ΝΟΜΟΣ, όπου οι μικροπρομηθευτές εξοφλούνται κανονικά γιατί κρίνονται απαραίτητοι για την απρόσκοπτη και συνεχή ροή της εταιρείας, ΠΠΡΑΘ 650, 2013, ΝΟΜΟΣ, όπου ικανοποιούνται ολοσχερώς πιστωτές (Τράπεζα) που θα χρηματοδοτήσουν την επιχείρηση και άλλοι που η παρουσία τους κρίνεται αναγκαία προκειμένου να συνεχιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης (ΔΕΗ και ο βασικός προμηθευτής), σε αντίθεση με άλλους πιστωτές (πιστωτικά ιδρύματα), ΠΠΡΑΘ 109/2018, ΝΟΜΟΣ, όπου συμφωνία για διαγραφή τόκων, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων του κεφαλαίου της επιχείρησης προς το Δημόσιο και προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δεν βλάπτει την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών, καθώς στόχος της διαδικασίας εξυγίανσης είναι η βιωσιμότητα της επιχείρησης, ώστε βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα να επανενταχθεί η επιχείρηση ως υγιής αυτή τη φορά στην επιχειρηματική ζωή, σε συνδυασμό με την κατά τις περιστάσεις καλύτερη ικανοποίηση των πιστωτών, οι οποίοι σε περίπτωση πτώχευσης δεν θα έχουν λαμβάνειν από την επιχείρηση.
[17] Μπεχρή, ό.π., σ. 105, 106.
[18] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 102, όπου παρατίθεται απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης του Ν. 3588/2007 σύμφωνα με το οποίο η ανάληψη των διαρκών ενοχικών σχέσεων θα ενεργεί μόνο για το μέλλον. Επίσης, η μεταβίβαση της συμβατικής σχέσης ως συνόλου γίνεται είτε με συνδυασμό εκχώρησης και αναδοχής χρέους είτε με ενιαία δικαιοπραξία. Επειδή, με την έκδοση της εγκριτικής της μεταβίβασης απόφασης ο τρίτος θεωρείται υποκατασταθείς στα εκ της συμβάσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις του οφειλέτη, ο κώδικας συγκλίνει προς την ενιαία δικαιοπραξία, Χριστοπούλου, ό.π., σ. 201 παραπ. 587 και τις εκεί παραπομπές, όπου αναφέρεται ότι η ενιαία δικαιοπραξία επιγράφεται ως σύμβαση μεταβίβασης έννομης σχέσης και μετά το τέλος αυτής της σύμβασης μεταβίβασης επισυνάπτεται δήλωση συναίνεσης του αντισυμβαλλομένου.
[19] Βλ. Μιχαλόπουλος, Οι προπτωχευτικές διαδικασίες, ό.π., σ. 113, επειδή στο άρθρο 106δ του ΠτΚ προβλέπεται ανάλογη εφαρμογή μόνο του άρθρου 33 και όχι του άρθρου 34 του ΠτΚ, οι ρυθμιζόμενες από το τελευταίο συμβάσεις εργασίας μεταβιβάζονται ως εκκρεμείς συμβάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ΠτΚ.
[20] Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 397.
[21] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 201.
[22] Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 398.
[23] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 202.
[24] Κοτσίρης, ΠτΚ, ό.π., σ. 722.
[25] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 208, απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης του Ν. 3588/2007.
[26] Πρβλ. Ρόκας, Προπτωχευτική διαδικασία, ό.π., σ. 211, παραπ. 594, όπου υποστηρίζεται ότι οι διοικητικές άδειες μεταβιβάζονται ακόμη και εάν είναι προσωποπαγείς, εξαιτίας του χαρακτήρα του άρθρου 106δ παρ. 1 εδ. γ του ΠτΚ ως υπέρτερης διάταξης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χάνουν τον προσωποπαγή χαρακτήρα τους, τον οποίο πλέον προσδίδουν στον αποκτώντα την επιχείρηση του οφειλέτη.
[27] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 208, απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης του Ν. 3588/2007.
[28] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 202.
[29] Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 723, ακόμα και εάν η ισχύς τους εκπνεύσει πριν τη συμπλήρωση έτους από τη μεταβίβαση.
[30] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 203.
[31] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 200, απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης του Ν. 3588/2007.
[32] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 200, απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης του Ν. 3588/2007, από όπου προκύπτει ότι η επιβάρυνση με Φ.Π.Α. είναι θεσμός κοινοτικής προέλευσης και γι’αυτό δεν μπορεί να καταργηθεί.
[33] ΠολΠρΑθ 8/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 169 επ..
[34] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 200, απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης του Ν. 3588/2007.
[35] Αλέξανδρος Ν. Ρόκας, Παρατηρήσεις στην απόφαση ΠολΠρΑθ 8/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 173, όπου παρατηρείται ότι σωστά γίνεται αποδεκτός όρος στη συμφωνία εξυγίανσης με τον οποίο ο αρμόδιος Έφορος οφείλει να εκδίδει πιστοποιητικά ενημερότητας, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι εκποιήσεις των περιουσιακών στοιχείων που προβλέπει η συμφωνία, ΠολΠρΑθ 632/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 665 επ., Πρβλ. όμως και την ΠολΠρΑθ 779/2015, ΕΕμπΔ 2016, σ. 159 επ., όπου θεωρείται ότι ο αρμόδιος Έφορος έχει διακριτική ευχέρεια και όχι δέσμια αρμοδιότητα διότι κάτι τέτοιο ούτε στον νόμο προβλέπεται ούτε θεωρείται αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου της συμφωνίας εξυγίανσης, αφού εάν ίσχυε κάτι τέτοιο θα προβλεπόταν υποχρεωτική συμμετοχή της φορολογικής αρχής στη συμφωνία ως όρος για την έκδοση του πιστοποιητικού ενημερότητας.
[36] Γ. Λεβέντης, Μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, η οποία ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας- Οι σχετικές κοινοτικές Οδηγίες, Οι πρόσφατες εξελίξεις του Πτωχευτικού Δικαίου, 27ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 189 επ., Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από την Οδ. (ΕΕ) 2001/23/ΕΚ δεν θίγονται από την Οδ. (ΕΕ) 2019/1023, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 περ. γ της τελευταίας.
[37] Απόφαση ΔΕΕ C-135/83.
[38] Απόφαση ΔΕΕ C-426/11.
[39] Λαδάς Ν. Δημήτριος, Στοιχειοθέτηση της μεταβίβασης σε περίπτωση απόσχισης τμήματος επιχείρησης με σύσταση νέας εταιρίας υπό το πρίσμα της απόφασης του ΔΕΕ της 13ης.6.2019 στην υπόθεση C-664/2017 (Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ), ΔΕΕ 2019, σ. 673.
[40] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 481.
[41] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 348.
[42] ΕφΑθ 10545/1990, ΕλλΔνη 1994, σ. 493.
[43] Αποφάσεις ΔΕΕ C-2017:489, C-126/16, όπου παρατηρείται αλληλεπικάλυψη των σκοπών της ικανοποίησης των πιστωτών και της συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης, η οποία και υπερτερεί της πρώτης. Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 87.
[44] Ζερδελής Δημήτριος, Ψαρουδάκης Γεώργιος, Μεταβίβαση επιχείρησης στο πλαίσιο της ειδικής διαχείρισης του Ν. 4307/14, ΔΕΝ 2019, σ. 296 επ., σε αντίθεση με τη διαδικασία εξυγίανσης, η διαδικασία ειδικής διαχείρισης του Ν. 4307/2014 αποτελεί εκκαθαριστική διαδικασία υλοποιούμενη υπό τον έλεγχο δημόσιας δικαστικής αρχής (άρθρα 69, 70 και 74 του Ν. 4307/2014), όντας αδιάφορη η επιδίωξη της για συνολική εκποίηση της υπαγόμενης επιχείρησης, αφού ανάλογος τρόπος εκποίησης προβλέπεται και στον ΠτΚ (άρθρα 135 επ.), όπου η ένωση πιστωτών συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα εκκαθαριστικής διαδικασίας. Συνεπώς, μόνο κατ’ επιλογή με βάση το άρθρο 33 του ΠτΚ και 73 παρ. 6 του Ν. 4307/2014 υπάρχει ενδεχόμενο μεταβίβασης και συμβάσεων εργασίας μαζί με το υπόλοιπο σύνολο της περιουσίας.
[45] ΠολΠρΑθ 8/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 169 επ..
[46] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 88.
[47] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 177, απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης του Ν. 4446/2016.
[48] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 200.
[49] Βλ. Μιχαλόπουλος, Οι προπτωχευτικές διαδικασίες, ό.π., σ. 111, το άρθρο 479 του ΑΚ δεν εφαρμόζεται ούτε στην επιμέρους εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης του οφειλέτη, Σπυριδάκης, ό.π., σ. 96 παραπ. 225, όπου εναντιώνεται στην άποψη ότι το άρθρο 178 είναι αναγκαστικού δικαίου διάταξη και επομένως δεν μπορεί να παρακαμφθεί, λόγω της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών, Σωτηρόπουλος, ό.π., σ. 821.
[50] Κοτσίρης, Συνδιαλλαγή, ό.π., σ. 93.
[51] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 200, Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 729, Αρετή Δευτεραίου, Σημείωση σε ΕφΑθ 2535/2010, Επιχείρηση 2010, σ. 1343.
[52] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 239, απόσπασμα της εισηγητικής έκθεσης του Ν. 3588/2007.
[53] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 87.
[54] Μιχαλόπουλος, Οι προπτωχευτικές διαδικασίες, ό.π., σ. 117.
[55] Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 491, Πρβλ. όμως Μάζης, Εκκαθάριση, ό.π., σ. 10, παραπ. 9, όπου υποστηρίζεται ότι το άρθρο 178 του ΠτΚ προβλέπει εξαίρεση από το άρθρο 479 του ΑΚ και για την εκποίηση τη επιχείρησης είτε κατά το στάδιο της εξυγίανσης είτε κατά το σχέδιο αναδιοργάνωσης, διότι και σε αυτές τις περιπτώσεις στόχος είναι το συμφέρον των πιστωτών, και όχι διότι είναι διαδικασίες συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι αποτελούν προιόν ελεύθερης συμφωνίας.
[56] Χριστοπούλου, ό.π., σ. 200 παραπ. 584.
[57] Μιχαλόπουλος, Πτωχευτική νομοθεσία, ό.π., σ. 9.
Recent Comments