Ενδοσυμβατική ευθύνη
- Σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών
Σε περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη μεταξύ ιατρού και ασθενή θεωρείται ότι τα δύο μέρη συνάπτουν μεταξύ τους μία σύμβαση, η οποία αποκαλείται σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών ή σύμβαση ιατρικής αγωγής ή ιατρική σύμβαση.
Ειδικότερα, η σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών στην ελληνική έννομη τάξη δεν αποτελεί επώνυμο συμβατικό τύπο, σε αντίθεση με άλλες έννομες τάξεις. Πρόκειται για μία άτυπη σύμβαση, η οποία μπορεί να συνάπτεται και σιωπηρά με την επίσκεψη του ασθενούς να θεωρείται ως πρόταση σύναψης της σύμβασης και την παροχή των υπηρεσιών του ιατρού να θεωρείται ως αποδοχή.[1]
- Νομική φύση της σύμβασης παροχής ιατρικών υπηρεσιών
Διχογνωμία παρατηρείται αναφορικά με τον νομικό χαρακτηρισμό της ιατρικής σύμβασης, δεδομένου ότι η τελευταία όπως προαναφέρθηκε δεν αποτελεί επώνυμο συμβατικό τύπο. Πιο αναλυτικά, μέρος της θεωρίας υποστηρίζει ότι η εν λόγω σύμβαση συνιστά σύμβαση έργου[2]. Ωστόσο, επικρατέστερη θεωρείται η άποψη κατά την οποία η ιατρική σύμβαση αποτελεί σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών[3]. Αυτό συμβαίνει διότι, σε αντίθεση με τη σύμβαση έργου, όπου βασικό στοιχείο είναι η επίτευξη αποτελέσματος, σε αυτή τη περίπτωση ο ιατρός δεσμεύεται συμβατικά αποκλειστικά και μόνο για την ορθή και lege artis παροχή των υπηρεσιών του και όχι για το αποτέλεσμα αυτών. Επομένως, ο ιατρός δεν δεσμεύεται ούτε για το αποτέλεσμα της εκάστοτε ιατρικής πράξης ούτε για την μη πρόκληση οιασδήποτε ζημίας στον ασθενή, δεδομένου ότι η κατάσταση του ασθενούς, αφού υποβληθεί σε μία ιατρική πράξη ενδέχεται να μην είναι η επιθυμητή, δεδομένου ότι ακόμα και αν παρασχεθούν lege artis οι ιατρικές υπηρεσίες η τελική κατάσταση του ασθενούς μπορεί να επηρεαστεί από υποκειμενικούς και αστάθμητους παράγοντες.[4]
- Υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών
Κατά κύριο λόγο οι συμβατικές υποχρεώσεις του ιατρού που πηγάζουν από την ιατρική σύμβαση συνιστούν και νομικές του υποχρεώσεις, γεγονός που καθιστά αδιάφορο το εάν προκύπτουν από τη σύμβαση ή όχι. Σε κάθε περίπτωση οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών προκύπτουν από τη δικαιοπρακτική τους βούληση, η οποία διαμορφώνεται από τα άρθρα 173 και 200 του Α.Κ. και από την αρχή της καλής πίστης του άρθρου 288 του Α.Κ..[5]
Μεταξύ των υποχρεώσεων του ιατρού η σημαντικότερη και αυτή που χρήζει αναφοράς στην υπό κρίση περίπτωση είναι η υποχρέωση του να παρέχει τις ιατρικές του υπηρεσίες, σύμφωνα με το άρθρο 652 του Α.Κ., το οποίο αναλύεται κατωτέρω[6].
Άξιο αναφοράς χρήζει το γεγονός ότι όρος σε συμφωνία μεταξύ ιατρού και ασθενή για απαλλαγή της ευθύνης του πρώτου για βαριά ή ελαφρά αμέλεια θεωρείται άκυρος κατ’ άρθρο 332 παρ. 1 και παρ. 2 εδ. α του Α.Κ..[7]
- Αδικοπρακτική ευθύνη
2.1) Έννοια ιατρικού σφάλματος
Ιατρικό σφάλμα υπάρχει είτε όταν ο ιατρός παρέχει τις υπηρεσίες του με τέτοιο τρόπο που υπολείπεται από το τρόπο με τον οποίο θα παρείχε τις ίδιες υπηρεσίες και την επιμέλεια που θα έδειχνε στην υπό κρίση εκάστοτε περίπτωση ένας μέσος εκπρόσωπος του ίδιου κλάδου είτε όταν ο ιατρός δεν παρέχει τις υπηρεσίες του lege artis, παραβιάζοντας τους κανόνες και τις αρχές της ιατρικής τέχνης, επιστήμης και εμπειρίας[8].
Οι κανόνες της ιατρικής τέχνης, επιστήμης και εμπειρίας ερμηνεύονται σαν έννοια σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ΚΙΔ. Με το συγκεκριμένο τρόπο προκύπτουν με αντικειμενικά κριτήρια, αφού τους διαμορφώνουν τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης σύγχρονης επιστημονικής έρευνας και η επαρκής επιστημονική τεκμηρίωση της εκάστοτε μεθόδου[9]. Με τα ίδια κριτήρια διαμορφώνονται και τα ιατρικά πρότυπα (standards)[10], τα οποία σταδιακά αντικαθιστούν τους κανόνες. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του γράφοντος, η μόνη τους διαφορά με τους κανόνες έγκειται σε οργανωτικά στοιχεία, όπως στην έκδοση πρωτοκόλλων και κατευθυντηρίων οδηγιών (guidelines). Ωστόσο, το μειονέκτημα τους είναι ότι σε πολλές έννομες τάξεις, όπως και στην ελληνική, πρωτόκολλα και κατευθυντήριες οδηγίες απουσιάζουν, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι κανόνες. Βέβαια, το πιο ορθό είναι η in concreto κρίση για το ύψος της οφειλόμενης επιμέλειας του ιατρού, η οποία είναι σε άμεση συνάρτηση με τον ασθενή. Κάθε ασθενής είναι διαφορετικός και ενδέχεται να μεταβάλλονται και οι περιστάσεις. Άλλωστε αυτό επιτάσσει και το άρθρο 3 παρ. 3 του ΚΙΔ, το οποίο αναφέρεται σε «συγκεκριμένο ασθενή». Στο τέλος, σημασία έχει η ιατρική πράξη να έχει θετικό πρόσημο και να υπερτερεί του κινδύνου από τον οποίο συνοδευόταν, δεδομένου ότι υπέρτατος νόμος είναι η σωτηρία του ασθενούς[11].
2.2) Ιατρικό σφάλμα: παράνομη ή υπαίτια συμπεριφορά
Αναφορικά με το εάν το ιατρικό σφάλμα πληροί τον όρο του παρανόμου ή της υπαιτιότητας που απαιτεί το άρθρο 914 του Α.Κ., επικρατέστερη θεωρείται η άποψη, η οποία εκλαμβάνει το ιατρικό σφάλμα ως παράνομη συμπεριφορά του ιατρού.
Το δε κριτήριο με βάση το οποίο προσδίδεται παράνομος χαρακτήρας στο ιατρικό σφάλμα πηγάζει από το άρθρο 3 παρ. 3 του ΚΙΔ[12], ύστερα και από την κατάργηση του άρθρου 24 ΑΝ 1565/1939 με το άρθρο 341 του Ν. 4512/2018, αλλά και από τους άγραφους κανόνες επιμέλειας[13], σύμφωνα με τους οποίους κάθε ο ιατρός όφειλε να επιδείξει την απαιτούμενη από τις συνθήκες επιμέλεια για να αποφευχθεί η πρόκληση ζημίας στον ασθενή.[14]
Η αμέλεια, λοιπόν, του ιατρού θεωρείται παράνομη συμπεριφορά όταν ο τελευταίος διαπράττει ιατρικό σφάλμα με τον τρόπο που αναλύθηκε ανωτέρω[15]. Ως μορφή υπαιτιότητας η αμέλεια θεωρείται ότι υπάρχει όταν η επιδεικνυόμενη συμπεριφορά του ιατρού θεωρείται ότι συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία που προκλήθηκε στον ασθενή. Αυτό θα συμβαίνει εάν ο ιατρός είχε προβλέψει ή αν μπορούσε να προβλέψει ότι η συμπεριφορά του θα είχε είτε σίγουρα είτε ενδεχομένως προξενήσει τη ζημία αυτή και μολαταύτα έπραξε τοιουτοτρόπως είτε γιατί δεν προέβλεψε αδικαιολόγητα τη ζημία είτε γιατί πίστευε ή ήλπιζε ανεπίτρεπτα ότι δεν θα επέρχονταν η ζημία.[16]
Αναφορικά με τις δύο όψεις τις αμέλειας έχουν υποστηριχθεί τρεις απόψεις. Η πρώτη ταυτίζει τις δύο όψεις (διπλή λειτουργία της αμέλειας)[17], η δεύτερη ενώ τις διακρίνει εννοιολογικά δεν τις διακρίνει πρακτικά θεωρώντας ως δεδομένο ότι γεννώνται ταυτόχρονα από την ίδια συμπεριφορά και η τρίτη διακρίνει την αμέλεια ως μορφή υπαιτιότητας με το επιχείρημα ότι αφορά τον ψυχικό κόσμο[18] του ιατρού και όχι την εξωτερική του συμπεριφορά. Μεταξύ των προαναφερθέντων απόψεων δεν παρατηρούνται πρακτικές διαφορές, ενώ σύμφωνα με τη θεωρία της αστικής ιατρικής ευθύνης το ιατρικό σφάλμα αποτελεί ταυτόχρονα υποχρεωτικά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά.[19]
Ο δε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αμελούς παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που επήλθε στον ασθενή αποδεικνύεται εάν η συμπεριφορά του ιατρού είναι από μόνη της αντικειμενικά ικανή να προξενήσει τη βλάβη που επήλθε (θεωρία του πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου). Υποστηρίζεται, βέβαια, και η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου, κατά την οποία η ζημία ανορθώνεται μόνο εάν αφορά έννομο αγαθό που συμπεριλαμβάνεται στο πεδίο του εκάστοτε κανόνα δικαίου. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, απαραίτητες για τη διαπίστωση ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου είναι και οι δύο θεωρίες, αφού αρχικά αποδεικνύεται η προσφορότητα και εν συνεχεία το εάν προσβάλλεται ο εκάστοτε κανόνας δικαίου, ο οποίος πάντα προσβάλλεται, αφού έχει ως ratio την προστασία της ζωής και της υγείας του ασθενή.[20]
2.3) Το κριτήριο του μέσου συνετού ιατρού[21]
Στη περίπτωση της αδικοπρακτικής ευθύνης του ιατρού τυχόν προσόντα και ικανότητες ή αντιθέτως τυχόν μειονεξίες του τελευταίου δεν λαμβάνονται υπόψη αναφορικά με τον καθορισμό του μέσου συνετού ιατρού, ο οποίος αποτελεί το πρότυπο της επιβαλλόμενης επιμέλειας[22] που επιβάλλεται να καταβάλλεται στη παροχή των ιατρικών υπηρεσιών. Επομένως, ακόμα και εάν ο υπό κρίση ιατρός είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος, το γεγονός αυτό είναι αδιάφορο και το επαρκές ή μη της επιμέλειας που κατέβαλλε κρίνεται με βάση την επιμέλεια του μέσου συνετού ιατρού της ίδιας ειδικότητας[23], ο οποίος όμως δεν είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος.
Το ίδιο συμβαίνει και στην ενδοσυμβατική ευθύνη αναφορικά με τυχόν μειονεξίες του εκάστοτε ιατρού. Οι μειονεξίες, λοιπόν, αυτές δεν θα ληφθούν υπόψη, δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε σύγκρουση με το άρθρο 3 του ΚΙΔ, αφού η επιμέλεια που επιβάλλεται για τη προστασία του εκάστοτε ασθενή θα μειώνονταν με βάση προσωπικές μειονεξίες του εκάστοτε ιατρού. Αντιθέτως, διαφορετική είναι η απάντηση στη περίπτωση ιατρού «αυξημένων προσόντων». Κατά το άρθρο 652 παρ. 2 του Α.Κ. ο βαθμός της επιμέλειας κρίνεται με βάση την μόρφωση ή τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται για την ενάσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, καθώς και των ικανοτήτων και ιδιοτήτων του ιατρού που ο ασθενής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Επομένως, ιατρός μίας ειδικότητας κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος θα συγκριθεί με ιατρό της ίδιας ειδικότητας κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος.
Κατά την άποψη του γράφοντος, η οποία υποστηρίζεται και στη θεωρία και τη νομολογία[24], υπάρχει η δυνατότητα καθιέρωσης ενός προτύπου «ιατρού-ειδικού-σπεσιαλίστα», το οποίο θα βασίζεται σε αντικειμενικά μετρήσιμες ικανότητες του και όχι σε προσωπικές-υποκειμενικές του ικανότητες-δεξιότητες. Πιο αναλυτικά δεν θα είναι άξιο προσοχής το γεγονός της χρόνιας εμπειρίας ενός ιατρού ή της μεγάλης του φήμης, αλλά θα είναι η κατοχή μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος ή η παρακολούθηση σεμιναρίων και συνεδρίων. Με αυτό τον τρόπο, αφενός μετρώνται με αντικειμενική μέθοδο αντικειμενικά μετρήσιμες ιδιότητες και αφετέρου επεκτείνεται η ευθύνη του ιατρού, ο οποίος εκμεταλλευόμενος αυτές τις αντικειμενικά μετρήσιμες ιδιότητες του διαφημίζεται και κατ’ επέκταση διευρύνει αρχικά τη φήμη του και μεταγενέστερα το πελατολόγιο του. Άλλωστε η φήμη μπορεί να μην είναι αντικειμενικά μετρήσιμο κριτήριο, αλλά ο τρόπος απόκτησης της φήμης ενδέχεται να είναι.
Συνοψίζοντας, στην αδικοπρακτική αστική ευθύνη η επιμέλεια που οφείλει να δείχνει ο ιατρός είναι η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η οποία, όμως, εξαιτίας της φύσης και της σημασίας του ιατρικού λειτουργήματος θεωρείται μεγαλύτερη από την επιμέλεια που οφείλουν να δείχνουν εκπρόσωποι άλλων κλάδων (αυξημένη επιμέλεια[25]).
2.4) Σφάλμα εκτίμησης
Μεταξύ των διάφορων κατηγοριών ιατρικών σφαλμάτων συγκαταλέγονται και τα σφάλματα εκτίμησης. Πρόκειται για εκείνη τη περίπτωση όπου ο ιατρός επιλέγει συνειδητά μία μέθοδο αντιμετώπισης ενός περιστατικού, διότι πιστεύει ότι είναι η ορθή, αλλά στην πραγματικότητα η μέθοδος αυτή δεν είναι η ορθή και ως εκ τούτου ο ιατρός χωρίς να το επιθυμεί διαπράττει ιατρικό σφάλμα.[26]
Να σημειωθεί ότι το άρθρο 3 παρ. 3 του ΚΙΔ παρέχει ρητά στον ιατρό το δικαίωμα να επιλέξει οποιαδήποτε μέθοδο θεραπείας κρίνει in concreto ότι υπερτερεί σημαντικά άλλης για συγκεκριμένο ασθενή[27]. Η διακριτική, βέβαια, ευχέρεια του ιατρού περιορίζεται από το ότι η επιλογή του επιβάλλεται να στηρίζεται στους σύγχρονους κανόνες τις ιατρικής επιστήμης. Επομένως, δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται όχι μόνο μέθοδοι που δεν έχουν πλήρη επιστημονική τεκμηρίωση, αλλά ακόμα και μέθοδοι που σύμφωνα με τους σύγχρονους κανόνες της ιατρικής επιστήμης δύνανται να εφαρμόζονται, αλλά δεν άρμοζαν να εφαρμοστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση στον συγκεκριμένο ασθενή.
- Ευθύνη κατά το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994
3.1) Υπαγωγή ιατρού στο ρυθμιστικό πεδίο του αρ. 8 του Ν. 2251/1994
Στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 υπάγεται κάθε υπηρεσία, η οποία παρέχεται με ανεξάρτητο τρόπο. Πιο αναλυτικά μία υπηρεσία νοείται ότι παρέχεται κατ’ αυτό το τρόπο όταν ο παρέχων αυτήν δεν υπόκειται σε υποδείξεις ή οδηγίες από τον αποδέκτη της, αλλά αντιθέτως δρα αυτόνομα και ανεξάρτητα, δυνάμενος να επιλέξει ελεύθερα τα μέσα για την εκτέλεση της υπηρεσίας του[28].
Επομένως, κατόπιν συνδυασμού του άρθρου 3 παρ. 3 του ΚΙΔ και της απουσίας ειδικής ρύθμισης η παροχή ιατρικών υπηρεσιών υπάγεται στη ρυθμιστική εμβέλεια του προαναφερθέντος άρθρου[29].
3.2) Αυτοτελής λόγος ευθύνης
Κρατούσα είναι η άποψη που θεωρεί ότι το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 δεν καθιερώνει αυτοτελή λόγο ευθύνης[30], καθώς απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του είναι όχι μόνο η ύπαρξη ενδοσυμβατικής ευθύνης, αλλά και η ύπαρξη υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς κατά το άρθρο 914 του Α.Κ.[31]. Ως εκ τούτου το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 θεωρείται ότι ρυθμίζει μόνο κάποια ειδικά ζητήματα της αδικοπρακτικής ευθύνης.[32]
3.3) Ζητήματα ειδικότερης ρύθμισης
Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 ρυθμίζει με ειδικότερο τρόπο κάποια ζητήματα της αδικοπρακτικής ευθύνης[33].
Αρχικά, το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 2251/1994 καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη. Πιο αναλυτικά, ο ιατρός φέρει το βάρος απόδειξης όχι μόνο της έλλειψης παρανομίας, αλλά και της έλλειψης υπαιτιότητας. Η τελευταία αυτή υποχρέωση του ιατρού έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με τις διατάξεις για την αδικοπρακτική ευθύνη, αλλά και στις γενικές διατάξεις του Α.Κ. (άρθρα 336,342 και 363 του Α.Κ.) που καθιερώνουν μεν νόθο αντικειμενική ευθύνη, αλλά αποκλειστικά και μόνο αναφορικά με το υποκειμενικό πταίσμα. Επομένως, στη προκειμένη περίπτωση δεν επρόκειτο για μία κλασσική νόθο αντικειμενική ευθύνη, αλλά για μία διευρυμένη, η οποία τεκμαίρει, πέρα από το υποκειμενικό πταίσμα, και την αντικειμενική πλημμέλεια του παρέχοντος τις ιατρικές υπηρεσίες.[34]
Επιπλέον, στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι ο ασθενής χρειάζεται να αποδείξει μόνο την ύπαρξη ζημίας και την αιτιώδη σύνδεση της με την παροχή ιατρικών υπηρεσιών από τον ιατρό. Απαιτείται, λοιπόν, ο ασθενής να αποδείξει ότι από τη φύση της η παρεχόμενη υπηρεσία ήταν πρόσφορη να προξενήσει τη ζημία που τελικά επήλθε[35], μη χρειάζοντας να αποδείξει και την αιτιώδη σύνδεση της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εκάστοτε ιατρού με την επέλευση της ζημίας, σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ..
Η ειδική ρύθμιση σχετικά με το βάρος απόδειξης που εισάγει το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 οφείλεται στην έλλειψη εξειδικευμένων επιστημονικών γνώσεων από τον ασθενή, γεγονός που τον καθιστά ασθενέστερο συγκριτικά με τον ιατρό. Ορθά βέβαια υποστηρίζεται ότι επειδή η ιατρική κατά την εφαρμογή της στην πράξη ενδέχεται να επηρεαστεί από πληθώρα εξωτερικών αστάθμητων παραγόντων[36], οι οποίοι δύνανται να οδηγήσουν σε ιατρικό σφάλμα, δεν είναι ορθό να επιρρίπτεται στον εκάστοτε ιατρό το βάρος απόδειξης[37]. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, επειδή ο ιατρός έχει την ευχέρεια να αποδείξει τους ισχυρισμούς του δεν υφίσταται όχι μόνο ανάγκη κατάργησης του τεκμηρίου υπαιτιότητας που καθιερώνει το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994, αλλά ούτε επείγει η τροποποίηση του προκειμένου να αφορά αποκλειστικά περιπτώσεις όπου είναι σχεδόν απίθανη η παρείσφρηση εξωτερικών αστάθμητων παραγόντων κατά τη διενέργεια οιασδήποτε ιατρικής πράξης[38]. Αντιθέτως, η ύπαρξη του εν λόγω τεκμηρίου υπαιτιότητας εγγυάται την ισότητα των εμπλεκομένων μερών.
3.4) Το κριτήριο του μέσου συνετού ιατρού
Σε συνέχεια των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω[39], το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 2251/1994 ορίζει ότι για την έλλειψη υπαιτιότητας[40] λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, ενώ εν συνεχεία προχωρά σε μία ενδεικτική απαρίθμηση των τελευταίων.
Το ερώτημα που τίθεται είναι, λοιπόν, πώς προσδιορίζεται εννοιολογικά η «ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια». Η απάντηση στο ερώτημα προκύπτει από την επόμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο υπαιτιότητα.
Συμπερασματικά, ως κριτήριο δεν λαμβάνεται ο ιδανικός ιατρός, διότι διαφορετικά θα προέκυπτε πλήρης αντικειμενικοποίηση της ευθύνης του εκάστοτε ιατρού, αλλά ισχύει και εδώ το πρότυπο του μέσου συνετού ιατρού[41].
- Ευθύνη ιδιωτικής κλινικής
Σε περιπτώσεις όπως εν προκειμένω, όπου ο ασθενής συμβάλλεται με ιδιωτική κλινική και όχι απευθείας με ιατρό αυτής πρόκειται για ενιαία ή συνολική σύμβαση νοσοκομειακής περίθαλψης.
Η ευθύνη, λοιπόν, της ιδιωτικής κλινικής πηγάζει από τα άρθρα 922 και 926 του Α.Κ..
4.1) Ευθύνη λόγω πρόστησης[42]
Ειδικά σε περιπτώσεις όπου ο ασθενής συμβάλλεται αρχικά απευθείας με την κλινική δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υφίσταται η σχέση πρόστησης του άρθρου 922 του Α.Κ., αφού ο ιατρός που αναλαμβάνει τον ασθενή είναι εργαζόμενος της κλινικής και υπόκειται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο γενικών οδηγιών[43] που χαρακτηρίζεται από μία χαμηλής έντασης εξάρτηση[44], οι οποίες δεν επηρεάζουν την επιστημονική του ελευθερία. Ακόμη και εάν ο προστήσας δραστηριοποιείται σε διαφορετικό πεδίο από τον προστήσαντα θεωρείται ότι υφίσταται σχέση πρόστησης εάν η δραστηριότητα του δεύτερου εμπίπτει στην επιχειρηματική δράση του πρώτου[45].
Η ευθύνη της ιδιωτικής κλινικής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 922 του Α.Κ. στηρίζεται και στο γεγονός ότι η κλινική αφού ωφελείται από τη δραστηριότητα του ιατρού που απασχολεί ευθύνεται και για τις πράξεις του, οι οποίες σχετίζονται με τις υπηρεσίες που υποχρεούται να παρέχει (θεωρία του επαγγελματικού κινδύνου)[46].
Επομένως, η ευθύνη της ιδιωτικής κλινικής είναι γνήσια αντικειμενική[47] και δεν απαλλάσσεται από αυτήν, ακόμα και εάν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται ούτε για την επιλογή του παρέχοντος τις υπηρεσίες, ούτε ως προς τις οδηγίες που του παρείχε, αλλά ούτε και εάν αυτός ενήργησε παίρνοντας πρωτοβουλίες, πάντα βέβαια εντός του πεδίου της σχέσης πρόστησης[48].
4.2) Ευθύνη λόγω ζημίας από περισσότερους
Σύμφωνα με το άρθρο 926 εδ. 1 περ. α του Α.Κ. ευθύνεται παράλληλα και η ιδιωτική κλινική και ο ιατρός που παρείχε τις ιατρικές υπηρεσίες εις ολόκληρο, εφόσον από κοινή[49] τους πράξη προήλθε η ζημία στον ασθενή[50].
Ειδικότερα, από τη στιγμή που υπάρχει ενιαία ή συνολική σύμβαση νοσοκομειακής περίθαλψης, η ιδιωτική κλινική και ο ιατρός θεωρείται ότι συμπράττουν από κοινού στην παροχή μίας ιατρικής υπηρεσίας, η οποία προσφέρεται με ενιαίο-συλλογικό τρόπο.[51]
Επιπλέον, το γεγονός ότι ο ιατρός εργάζεται στην ιδιωτική κλινική και επομένως λαμβάνει οδηγίες δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη του. Οι οδηγίες αυτές, όπως προαναφέρθηκε[52], έχουν το χαρακτήρα γενικών οδηγιών και δεν επηρεάζουν τον ιατρό στην εκτέλεση των καθηκόντων του, όπου δρα με απόλυτη ανεξαρτησία, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ΚΙΔ. Επομένως, με την ίδια λογική ο εργαζόμενος σε ιδιωτική κλινική θεωρείται ότι παρέχει με ανεξάρτητο τρόπο τις υπηρεσίες του και ευθύνεται και με βάση το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994[53].
Ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 6 παρ. 10 του ίδιου νόμου, εάν δύο ή περισσότερα ευθύνονται για την ίδια ζημία, τότε ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι του ασθενή και έχουν δικαίωμα αναγωγής μεταξύ τους ανάλογα με τη συμμετοχή του καθενός στην επέλευση της ζημίας. Σε αυτή τη περίπτωση το άρθρο 926 εδ. 1 παρ. α θα εφαρμόζεται συμπληρωματικά, λόγω της αδικοπρακτικής φύσης της ευθύνης[54].
[1] Κατερίνα Φουντεδάκη, Παραδόσεις Αστικής Ιατρικής Ευθύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 24, 25.
[2] ΠΠΡΑΘ 3319/2010, ΝΟΜΟΣ.
[3] Μ. Χοϊδου, Ο καθορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2020, σ. 290.
[4] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 28 επ..
[5] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 26.
[6] Υπό 2.3.
[7] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 27, Βλ. και αρ. 8 παρ. 6 και αρ. 6 παρ. 12 του Ν. 2251/1994.
[8] ΑΠ 1227/2007, ΝΟΜΟΣ.
[9] ΑΠ 589/2001, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΑΘ 3356/1997, ΝοΒ 1998, σ. 840.
[10] Βλ. άρ. 4 Ν. 2619/1998 (Σύμβαση Οβιέδο), Χοϊδου, ό.π., σ. 286 επ..
[11] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 61 επ., Ίδια, Ανθρώπινη αναπαραγωγή και αστική ιατρική ευθύνη σε επιμέλεια Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007.
[12] ΠΠΡΑΘ 5416/2013, ΝΟΜΟΣ.
[13] Φουντεδάκη, Παρατηρήσεις σε ΑΠ 1227/2007, ΧΡΙΔ 2008, σ. 332 επ., ΠΠΡΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 12598/2003, Αρμενόπουλος 2004, σ. 141 επ..
[14] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 48, 49.
[15] Υπό 2.1.
[16] ΑΠ 1227/2007, ΝΟΜΟΣ, Πάνος Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2013, σ. 559.
[17] Φουντεδάκη, ΧΡΙΔ 2008, ό.π., σ. 332 επ., Χοϊδου, ό.π., σ. 304.
[18]Κορνηλάκης, ό.π., σ. 543 επ..
[19] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 50.
[20] Κορνηλάκης, ό.π., σ. 566 επ., Φουντεδάκη, Το πρόβλημα του αιτιώδους συνδέσμου στην ιατρική ευθύνη, ΕλλΔνη 6/1994, σ. 1228.
[21] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 53 επ..
[22] Κορνηλάκης, ό.π., σ. 549 επ., η απαιτούμενη επιμέλεια προκύπτει από την αρχή της καλής πίστης και την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Οριοθετείται, δηλαδή, από άγραφους κανόνες συμπεριφοράς που είτε στηρίζονται στα άρθρα 281 και 288 του Α.Κ. είτε πηγάζουν από το γενικότερο πνεύμα του νόμου.
[23] Κορνηλάκης, ό.π., σ. 560.
[24] ΕΦΛΑΡ 298/2015, ΝΟΜΟΣ, ΜΟΝΠΡΛΑΡ 56/2014, ΝΟΜΟΣ, Χοϊδου, ό.π., σ. 307.
[25] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 51, 52.
[26] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 65 επ..
[27] Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας σε επιμέλεια Εμμανουήλ Ι. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 28 επ., όπου στην θεραπευτική ελευθερία εμπίπτει η ελευθερία επιλογής θεραπευτικής αγωγής.
[28] Κατερίνα Φουντεδάκη, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή σε επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σ. 444, Ίδια, Η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες στο ελληνικό δίκαιο (άρθρο 8 ν. 2251/1994), Digesta 2003, σ. 249, αδιάφορο αν ο ιατρός φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο της άσκησης του επαγγέλματος.
[29] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 113, ΑΠ 1227/2007, ΝΟΜΟΣ, Ίδια, ΧΡΙΔ 2008, ό.π., σ. 332 επ..
[30] Πρβλ. Χρήστος Γ. Ζουμπούλης, Η κατανομή του βάρους αποδείξεως στις υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, Αρμενόπουλος, 2004, σ. 1515 επ., Φουντεδάκη, Digesta, ό.π., σ. 253, άλλως επειδή δεν συμπεριλαμβάνεται στις περιπτώσεις του άρθρου 299 του Α.Κ. θα προέκυπτε πρόβλημα εφαρμογής του, Ίδια, ΧΡΙΔ 2008, ό.π., σ. 332 επ., η ΠρΟδ αναφορικά με το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 δεν αποσκοπεί στην ίδρυση ευθύνης, αλλά στη ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων της αδικοπρακτικής ευθύνης.
[31] ΕΦΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 2579/2013, ΧΡΙΔ 2016, σ. 420, Φουντεδάκη, Καταναλωτής, ό.π., σ. 447, η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη του όρου «παρανομία» στο αρ. 8 παρ. 4 του Ν. 2251/1994.
[32] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 114, Φουντεδάκη, Καταναλωτής, ό.π., σ. 450 επ., όπου αναφέρεται ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι καθιερώνει μία ειδική περίπτωση αδικοπραξίας, ΑΠ 974/2014, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1693/2013, ΝΟΜΟΣ.
[33] Φουντεδάκη, Digesta, ό.π., Το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 εφαρμόζεται μόνο στην αδικοπρακτική ευθύνη.
[34] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 117 επ., Φουντεδάκη, Καταναλωτής, ό.π., σ. 452.
[35] Φουντεδάκη, Καταναλωτής, ό.π., σ. 450, όπου υποστηρίζεται ότι εάν ο ασθενής όφειλε να αποδείξει ότι η ζημία επήλθε αποκλειστικά και μόνο από την ιατρική πράξη και όχι από οποιοδήποτε εξωτερικό αίτιο, τότε θα καταστρατηγούνταν ο σκοπός της διάταξης, αφού θα δυσχεραίνονταν υπέρμετρα το έργο του, Ίδια, Digesta, ό.π., σ. 252, Ίδια, ΕλλΔνη, ό.π., σ. 1235.
[36] Φουντεδάκη, ΕλλΔνη, ό.π., σ. 1227, π.χ. ιδιαιτερότητες κάθε οργανισμού, επιπλοκές.
[37] Ζουμπούλης, ό.π., σ. 1526, όπου θεωρεί ότι η πρακτική αυτή αντίκειται στα άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος περί ισότητας των διαδίκων και δικαστικής προστασίας αντίστοιχα, και αγγίζει τα όρια της μετατροπής της ιατρικής σύμβασης από σύμβαση μέσων σε σύμβαση αποτελέσματος, Γεώργιος Ι. Δέλλιος, Το τεκμήριο υπαιτιότητας του παρέχοντος υπηρεσίες, Αρμενόπουλος, 2004, σ. 191, όπου αναφέρει ότι κατ’ αυτό το τρόπο δημιουργείται συγκαλυμμένη ευθύνη του ιατρού από διακινδύνευση.
[38] Δέλλιος, ό.π., σ. 191, π.χ. ζημία από ακατάλληλο ιατρικό εξοπλισμό.
[39] Υπό 2.3.
[40] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 119, 120, όπου ορθά διευκρινίζει ότι το γεγονός πως η παρ. 4 εδ. 2 του αρ. 8 του Ν. 2251/1994 αναφέρεται μόνος σε υπαιτιότητα οφείλεται σε παραδρομή και από το πνεύμα όλου του άρθρου επιβάλλεται να προστεθεί και η έννοια της παρανομίας.
[41] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 120.
[42] ΑΠ 1270/1989, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Πρβλ. ΑΠ 1356/1991, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 847/2006, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΑΘ 6285/2011, ΝΟΜΟΣ.
[43] ΑΠ 687/2013, ΝΟΜΟΣ, όπως ο χρόνος και ο τόπος παροχής των εργασιών, AΠ 1226/2007 NOMOΣ, Φ. Κατρατζένης, Κριτική αποτίμηση των προύποθέσεων ευθύνης ιδιωτικής κλινικής για πράξεις ή παραλείψεις ιατρών, Σχόλιο επί της υπ’ αριθμ. 1478/2018 απόφασης του ΑΠ, Μελέτες Αστικού και Εμπορικού Δικαίου, 2021, σ. 73 επ., οι γενικές οδηγίες επειδή αφενός δεν επηρεάζουν την ιατρική πράξη και αφετέρου δεν είναι οδηγίες, αλλά προϊόν συνεννόησης, δεν είναι ορθό να οδηγούν σε ευθύνη της ιδιωτικής κλινικής. Ωστόσο, όταν ο ασθενής συμβάλλεται με την κλινική και όχι με τον ιατρό απευθείας οι γενικές αυτές οδηγίες οδηγούν σε ευθύνη της ιδιωτικής κλινικής, αφού αποτελούν όρους παροχής υπηρεσιών στους πελάτες της ίδιας της κλινικής.
[44] ΑΠ 687/2013, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 427/2015, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1362/2007, ΝΟΜΟΣ.
[45] Κορνηλάκης, ό.π., σ. 576, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2018, σ. 468, διαφορετικά θα ματαιώνονταν ο σκοπός του άρθρου 922 του Α.Κ., καθώς θα στένευε υπερβολικά το περιεχόμενο του, ενώ ορθό θα ήταν είτε να αποκλειστεί η ευθύνη της κλινικής είτε η σχέση κλινικής – ιατρού να εκλαμβάνεται ως σχέση παροχής οδηγιών – επίβλεψης, η οποία δεν θα είναι κρίσιμη σχετικά με την εξάρτηση του δεύτερου από την πρώτη.
[46] Κορνηλάκης, ό.π., σ. 574, Κατρατζένης, ό.π., σ. 73 επ., η θεωρία του επαγγελματικού κινδύνου δεν ισχύει, καθώς από τη σχέση κλινικής και ιατρού ωφελούνται και τα δύο μέρη και όχι μονομερώς η κλινική.
[47] Κορνηλάκης, ό.π., σ. 574, ΑΠ 1226/2007, ΝΟΜΟΣ.
[48] ΑΠ 687/2013, ΝΟΜΟΣ, Κορνηλάκης, ό.π., σ. 578, όπου αναφέρεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση, Φιλομήλα Ομπέση, Η ευθύνη των νοσηλευτικών ιδρυμάτων λόγω διενέργειας ιατρικών πράξεων, Αρμενόπουλος 2001, σ. 1332, όπου ως λόγο επέκτασης της ευθύνης θεωρεί την κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία όμως επιτάσσει την επιβάρυνση του κοινωνικού συνόλου, Κατρατζένης, ό.π., σ. 73 επ., όταν ο ασθενής συμβάλλεται με την ιδιωτική κλινική, τότε η τελευταία παρέχει τις υπηρεσίες της σε αυτόν μέσω του ιατρού και γι’ αυτές τις υπηρεσίες ευθύνεται ως προστήσας.
[49] Φουντεδάκη, Αστική ευθύνη ιδιωτικής κλινικής, ΧΡΙΔ 2010, σ. 786 επ., όπου γίνεται η διάκριση κοινής πράξης και ενιαίας συλλογικής πράξης και επισημαίνεται ότι η σχέση κλινικής και ιατρού δεν μπορεί να οδηγεί σε ενιαία πράξη, δεδομένου ότι η παροχή υπηρεσιών της κλινικής είναι ιδιαίτερα σύνθετη.
[50] Φουντεδάκη, ΧΡΙΔ 2010, ό.π., σ. 786 επ., σχέση αναγκαίας ή αναγκαίως συμπίπτουσας αιτιότητας.
[51] Φουντεδάκη, ό.π., σ. 137, όπου αναφέρεται ότι το αντίθετο είναι ορθό να εφαρμοστεί στη περίπτωση της τμηματικής σύμβασης, όταν δηλαδή ο ασθενής συμβάλλεται απευθείας με τον ιατρό.
[52] Υπό 4.1.
[53] Βλ. Φουντεδάκη, Καταναλωτής, ό.π., σ. 445, όπου αναπτύσσεται ο σχετικός προβληματισμός και αναφορικά με τους ειδικευόμενους και αρχάριους ιατρούς, Ίδια, Digesta, ό.π., σ. 249.
[54] Φουντεδάκη, Εμπλοκή περισσότερων προσώπων στην πρόκληση ζημίας: «κοινή πράξη» περισσοτέρων και διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, Αποζημίωση στη σύμβαση και στην αδικοπραξία: Πράξη και θεωρία, Ένωση Αστικολόγων/Δικηγορικός Σύλλογος Βόλου, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2018, σ. 161 επ., Ίδια, ΧΡΙΔ 2010, ό.π., σ. 786 επ..
Αρθρογραφία-Βιβλιογραφία
- Δέλλιος Ι. Γεώργιος, Το τεκμήριο υπαιτιότητας του παρέχοντος υπηρεσίες, Αρμενόπουλος, 2004, σ. 189 επ..
- Ζουμπούλης γ. Χρήστος, Η κατανομή του βάρους αποδείξεως στις υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, Αρμενόπουλος, 2004, σ. 1515 επ..
- Κατρατζένης Φ., Κριτική αποτίμηση των προύποθέσεων ευθύνης ιδιωτικής κλινικής για πράξεις ή παραλείψεις ιατρών, Σχόλιο επί της υπ’ αριθμ. 1478/2018 απόφασης του ΑΠ, Μελέτες Αστικού και Εμπορικού Δικαίου, 2021, σ. 73 επ..
- Κορνηλάκης Πάνος, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2013.
- Ομπέση Φιλομήλα, Η ευθύνη των νοσηλευτικών ιδρυμάτων λόγω διενέργειας ιατρικών πράξεων, Αρμενόπουλος 2001, σ. 1324 επ..
- Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ., Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας σε επιμέλεια Εμμανουήλ Ι. Λασκαρίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012.
- Σταθόπουλος Μ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2018.
- Φουντεδάκη Κατερίνα, Παραδόσεις Αστικής Ιατρικής Ευθύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018.
- Ίδια, Εμπλοκή περισσότερων προσώπων στην πρόκληση ζημίας: «κοινή πράξη» περισσοτέρων και διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, Αποζημίωση στη σύμβαση και στην αδικοπραξία: Πράξη και θεωρία, Ένωση Αστικολόγων/Δικηγορικός Σύλλογος Βόλου, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2018, σ. 161 επ..
- Ίδια, Αστική ευθύνη ιδιωτικής κλινικής, ΧΡΙΔ 2010, σ. 786 επ..
- Ίδια, Παρατηρήσεις σε ΑΠ 1227/2007, ΧΡΙΔ 2008, σ. 332 επ..
- Ίδια, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή σε επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008.
- Ίδια, Ανθρώπινη αναπαραγωγή και αστική ιατρική ευθύνη σε επιμέλεια Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007.
- Ίδια, Η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες στο ελληνικό δίκαιο (άρθρο 8 ν. 2251/1994), Digesta 2003, σ. 245 επ..
- Ίδια, Το πρόβλημα του αιτιώδους συνδέσμου στην ιατρική ευθύνη, ΕλλΔνη 6/1994, σ.1226 επ..
- Χοϊδου Μ., Ο καθορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2020.
Νομολογία
- ΑΠ 1270/1989, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.
- ΑΠ 1356/1991, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.
- ΠΠΡΑΘ 3356/1997, ΝοΒ 1998, σ. 838 επ..
- ΑΠ 589/2001, ΝΟΜΟΣ.
- ΠΠΡΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 12598/2003, Αρμ. 2004, σ. 141 επ..
- ΑΠ 847/2006, ΝΟΜΟΣ.
- ΑΠ 1226/2007, ΝΟΜΟΣ.
- ΑΠ 1227/2007, ΝΟΜΟΣ.
- ΑΠ 1362/2007, ΝΟΜΟΣ.
- ΠΠΡΑΘ 3319/2010, ΝΟΜΟΣ.
- ΠΠΡΑΘ 6285/2011, ΝΟΜΟΣ.
- ΑΠ 687/2013, ΝΟΜΟΣ.
- ΑΠ 1693/2013, ΝΟΜΟΣ.
- ΠΠΡΑΘ 5413/2013, ΝΟΜΟΣ.
- ΕΦΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 2579/2013, ΧΡΙΔ, σ. 420 επ..
- ΑΠ 974/2014, ΝΟΜΟΣ.
- ΜΟΝΠΡΛΑΡ 56/2014, ΝΟΜΟΣ.
- ΑΠ 427/2015, ΝΟΜΟΣ.
- ΕΦΛΑΡ 298/2015, ΝΟΜΟΣ.
Recent Comments