Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Search in posts
Search in pages

Μεταβίβαση εργασιακών σχέσεων[1]

Αρχικά, το θέμα της μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων στην περίπτωση της μεταβίβασης της επιχείρησης οφειλέτη ρύθμιζε η Οδηγία 77/187/ΕΟΚ. Η οδηγία αυτή αφορούσε και τις περιπτώσεις μεταβιβάσεων επιχειρήσεων που είχαν πτωχεύσει ή είχαν κινηθεί εναντίον τους ανάλογες διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ωστόσο, το ΔΕΕ, τότε ΔΕΚ, είχε κάνει δεκτό[2] ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως η Οδηγία 77/187 υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να την υιοθετήσουν ακόμη και σε περιπτώσεις μεταβίβασης επιχειρήσεων στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία στοχεύει στην εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης του οφειλέτη, υπό τον έλεγχο της αρμόδιας δικαστικής αρχής, διότι πιθανή τέτοια υποχρέωση θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τον αποκτώντα, με απώτερο αποτέλεσμα τη χωριστή και σε χαμηλότερη τιμή εκποίηση του ενεργητικού της επιχείρησης. Το αντίθετο, όμως, θα οδηγούσε στην απώλεια πιθανόν και όλων των θέσεων εργασίας, γεγονός αντικρουόμενο με το σκοπό της Οδηγίας 77/187.

Μετά ακολούθησε η Οδηγία 98/50/ΕΚ η οποία προέβλεψε ρητά πλέον, στο άρθρο 4α παρ.1, ότι τα άρθρα  3 και 4 της προηγούμενης Οδηγίας, τα οποία ρύθμιζαν τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και απαγόρευαν την απόλυση τους, δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής, εκτός εάν τα κράτη-μέλη προβλέψουν διαφορετικά.

Τέλος, εκδόθηκε η κωδικοποιητική Οδηγία 2001/23/ΕΚ. Η οδηγία αυτή στα άρθρα 3 και 4 περιλαμβάνει ρυθμίσεις προστασίας των εργαζομένων. Ειδικότερα, προβλέπει ότι:

Άρθρο 3

  1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι, μετά την ημερομηνία της μεταβίβασης, ο εκχωρητής και ο εκδοχέας εξακολουθούν να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως προς υποχρεώσεις που γεννήθηκαν πριν από τη μεταβίβαση και απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση, οι οποίες υφίσταντο κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης.

  1. Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο εκχωρητής γνωστοποιεί στον εκδοχέα όλα τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, δυνάμει του παρόντος άρθρου, στο βαθμό που αυτά είναι ή έπρεπε να είναι γνωστά στον εκχωρητή κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Παράλειψη του εκχωρητή να ενημερώσει τον εκδοχέα για τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις, δεν θίγει τη μεταβίβαση αυτών των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ούτε τα δικαιώματα των εργαζομένων κατά του εκδοχέα ή/και του εκχωρητή όσον αφορά αυτά τα δικαιώματα ή υποχρεώσεις.
  2. Μετά τη μεταβίβαση, ο εκδοχέας εξακολουθεί να τηρεί τους συμφωνηθέντες με συλλογική σύμβαση όρους εργασίας, ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του εκχωρητή, σύμφωνα με τη σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την περίοδο τηρήσεως των εν λόγω όρων εργασίας, υπό την αίρεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους.

  1. α) Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 3 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή προς επιζώντες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης, που ισχύουν, εκτός των προβλεπομένων εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών.

β) Ακόμη και όταν δεν προβλέπουν, σύμφωνα με το στοιχείο α), ότι οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επί αυτών των δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α).

Άρθρο 4

  1. Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών ως προς την προστασία τους έναντι της απολύσεως.

  1. Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.

Η προστασία, όμως, των δικαιωμάτων των εργαζομένων δεν είναι ο μοναδικός σκοπός της Οδηγίας 2001/23. Ο σκοπός είναι να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ των συμφερόντων του εργοδότη από τη μια και των εργαζομένων από την άλλη. Γι’ αυτό το λόγο το ΔΕΕ έκρινε[3] ότι ο εργοδότης θα έπρεπε να μπορεί να προβαίνει σε αναγκαίες αλλαγές και προσαρμογές για τη συνέχιση της δραστηριότητας του, ιδίως να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις που καθορίζουν την εξέλιξη των όρων εργασίας και ότι το άρθρο 3 θα έπρεπε να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προστατεύει την επιχειρηματική ελευθερία.

Ωστόσο, πλέον, δεν χρειάζεται να γίνεται ερμηνεία του σκοπού της Οδηγίας 2001/23. Και η Οδηγία 98/50 στο άρθρο 4α παρ. 1 και η Οδηγία 2001/23 στο άρθρο 5 παρ. 1 επιλύουν το προαναφερθέν ζήτημα. Ειδικότερα προβλέπεται ότι:

Άρθρο 5

  1. Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή).

Και το άρθρο 6 παρ. 1 του ΠΔ 178/2002[4] κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος με τα άρθρα 4α παρ. 1 και 5 παρ. 1 των Οδηγιών 98/50 και 2001/23 αντίστοιχα. Μάλιστα, το άρθρο αυτό απέκλεισε ρητά την εφαρμογή στην πτώχευση της νομοθεσίας για την προστασία των εργαζομένων[5]. Ακόμη, σε περίπτωση που με την πτώχευση επέρχεται διάλυση της επιχείρησης υποστηρίζεται[6] ότι δεν εφαρμόζονται ούτε οι περιορισμοί των απολύσεων του άρθρου 14 του Ν. 1264/1982 σχετικά με την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών[7].

Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το ΔΕΕ έκρινε[8] πως το άρθρο 5 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/23 επιβάλλεται να ερμηνεύεται συσταλτικά και ως εκ τούτου δεν αφορά μεταβιβάσεις επιχειρήσεων που έγιναν μέσω συμφωνίας pre-pack μετά την κήρυξη της πτώχευσης της εν λόγω επιχείρησης. Το στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκε το ΔΕΕ είναι ότι στη διαδικασία pre-pack επιδιώκεται η διατήρηση και η οικονομική βελτίωση της επιχείρησης. Επομένως, αφ’ ης στιγμής στόχος της διαδικασίας pre-pack δεν είναι η εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης του οφειλέτη δεν υφίσταται λόγος εφαρμογής του άρθρου 5 της προαναφερθείσας Οδηγίας.[9] Με το ίδιο σκεπτικό καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ούτε το άρθρο 5 της Οδηγίας 2001/23 ούτε το άρθρο 6 παρ. 1 του ΠΔ 178/2002 τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση των άρθρων 99 επ. του ΠτΚ και ειδικά του άρθρου 106δ[10], μολονότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 479 του ΑΚ.[11]

[1] Γ. Λεβέντης, Μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, η οποία ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας- Οι σχετικές κοινοτικές Οδηγίες, Οι πρόσφατες εξελίξεις του Πτωχευτικού Δικαίου, 27ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 189 επ., Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από την Οδ. (ΕΕ) 2001/23/ΕΚ δεν θίγονται από την Οδ. (ΕΕ) 2019/1023, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 περ. γ της τελευταίας.

[2] Απόφαση ΔΕΕ C-135/83.

[3] Απόφαση ΔΕΕ C-426/11.

[4] Λαδάς Ν. Δημήτριος, Στοιχειοθέτηση της μεταβίβασης σε περίπτωση απόσχισης τμήματος επιχείρησης με σύσταση νέας εταιρίας υπό το πρίσμα της απόφασης του ΔΕΕ της 13ης.6.2019 στην υπόθεση C-664/2017 (Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ), ΔΕΕ 2019, σ. 673.

[5] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 481.

[6] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 348.

[7] ΕφΑθ 10545/1990, ΕλλΔνη 1994, σ. 493.

[8] Αποφάσεις ΔΕΕ C-2017:489, C-126/16, όπου παρατηρείται αλληλεπικάλυψη των σκοπών της ικανοποίησης των πιστωτών και της συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης, η οποία και υπερτερεί της πρώτης. Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 87.

[9] Ζερδελής Δημήτριος, Ψαρουδάκης Γεώργιος, Μεταβίβαση επιχείρησης στο πλαίσιο της ειδικής διαχείρισης του Ν. 4307/14, ΔΕΝ 2019, σ. 296 επ., σε αντίθεση με τη διαδικασία εξυγίανσης, η διαδικασία ειδικής διαχείρισης του Ν. 4307/2014 αποτελεί εκκαθαριστική διαδικασία υλοποιούμενη υπό τον έλεγχο δημόσιας δικαστικής αρχής (άρθρα 69, 70 και 74 του Ν. 4307/2014), όντας αδιάφορη η επιδίωξη της για συνολική εκποίηση της υπαγόμενης επιχείρησης, αφού ανάλογος τρόπος εκποίησης προβλέπεται και στον ΠτΚ (άρθρα 135 επ.), όπου η ένωση πιστωτών συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα εκκαθαριστικής διαδικασίας. Συνεπώς, μόνο κατ’ επιλογή με βάση το άρθρο 33 του ΠτΚ και 73 παρ. 6 του Ν. 4307/2014 υπάρχει ενδεχόμενο μεταβίβασης και συμβάσεων εργασίας μαζί με το υπόλοιπο σύνολο της περιουσίας.

[10] ΠολΠρΑθ 8/2017, ΕΕμπΔ 2017, σ. 169 επ..

[11] Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σ. 88.